Βιατσεσλάβ Μολότοφ-Το πρωτοπαλίκαρο του Στάλιν
Το πρόσωπό του συνδέθηκε κυρίως με εκείνο του Στάλιν, του οποίου υπήρξε παρά τις κατά καιρούς διακυμάνσεις της σχέσης τους, πιστός υποστηρικτής ως το τέλος της ζωής του.
Ο Λένιν τον είχε αποκαλέσει “σιδηρόκωλο” κι αυτή είναι μια ταιριαστή περιγραφή του Βιατσεσλάβ Μολότοφ, ο οποίος καθόρισε το πρόσωπο της ΕΣΣΔ στο πρώτο μισό της ύπαρξής της, και πίσω από τη μορφή του αρχετυπικού γραφειοκράτη, όπως τη φιλοτεχνούσαν οι αντίπαλοί του, επέδειξε αξιόλογες ικανότητες, ιδιαίτερα ως υπουργός εξωτερικών αλλά και σε διάφορες άλλες θέσεις που κλήθηκε να αναλάβει στη διάρκεια της πολύχρονης δράσης του. Το πρόσωπό του συνδέθηκε κυρίως με εκείνο του Στάλιν, του οποίου υπήρξε παρά τις κατά καιρούς διακυμάνσεις της σχέσης τους, πιστός υποστηρικτής ως το τέλος της ζωής του. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Μιχαήλοβιτς Σκριάμπιν και γεννήθηκε στις 9 Μάρτη 1890 στην κωμόπολη Κουκάρκα της Ρωσίας. Ανέπτυξε από νωρίς επαναστατική δράση, εντασσόμενος στη μπολσεβικική πτέρυγα του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας. Τότε έλαβε για τις ανάγκες της παράνομης δουλειάς και το ψευδώνυμο Μολότοφ, από τη λέξη μαλότ, που σημαίνει σφυρί στα ρωσικά.
Πέρασε δυο χρόνια εξόριστος στη Σιβηρία από τις τσαρικές αρχές και το 1911 μετά την αποφυλάκισή του σπούδασε στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο της Αγίας Πετρούπολης, ενώ άρχισε να γράφει στην Πράβντα, όπου ο Ιωσήφ Στάλιν ήταν αρχισυντάκτης. Το 1913 μετά από νέα σύλληψη οδηγήθηκε εκ νέου στη Σιβηρία στην πόλη Ιρκούτσκ. Απέδρασε ωστόσο το 1915, εντασσόμενος στην κομματική επιτροπή πόλεως της Πετρούπολης. Την περίοδο της επανάστασης του Φλεβάρη 1917 διηύθυνε την Πράγα και ζήτησε μέσω μανιφέστου τη δημιουργία προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης. Με την απελευθέρωση των Καμένεφ και Στάλιν το Μάρτη του ίδιου χρόνου ξαναγίνεται απλός συντάκτης της εφημερίδας, αναπτύσσοντας παράλληλα στενή συνεργασία με το Στάλιν.
Ο Μολότοφ ήταν υπέρ της άμεσης ανάληψης της εξουσίας από τα σοβιέτ, γραμμή που ωστόσο επεβλήθη μόνο με την επιστροφή του Λένιν από το εξωτερικό. Όπως σημείωνε ο Μολότοφ: “Με την άφιξη του Λένιν στη Ρωσία το κόμμα μας πάτησε γερά στα πόδια του… Πριν από εκείνη τη στιγμή το κόμμα έψαχνε ψηλαφώντας το δρόμο του, αδύναμο κι αναποφάσιστο… Στο κόμμα έλειπαν η καθαρότητα και η αποφασιστικότητα”. Συμμετείχε ενεργά στην Οχτωβριανή Επανάσταση ως μέλος του σοβιέτ της Πετρούπολης. Aπό το 1920 ως το 1921 ήταν επικεφαλής των μπολσεβίκων της Ουκρανίας.
Με την απομάκρυνση των οπαδών του Τρότσκι από τη θέση των γραμματέων του κόμματος μετά το 10ο συνέδριο των μπολσεβίκων το 1921 αναδείχθηκε “υπεύθυνος γραμματέας” της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1930. Την 1η Γενάρη του 1926 έγινε μέλος του Πολιτικού Γραφείου ως τις 29 Ιούνη 1957. Το 1930 αναδείχθηκε πρωθυπουργός της ΕΣΣΔ, ενώ στη διάρκεια τόσο των κομματικών διαμαχών της δεκαετίας του ’20, όσο και την περίοδο των εκκαθαρίσεων της δεκαετίας του ’30 υποστήριξε απόλυτα το Στάλιν, ενώ συμμετείχε ενεργά τόσο στη διαδικασία της κολλεκτιβοποίησης όσο και της υλοποίησης του πρώτου πενταετούς πλάνου για τη σοβιετική οικονομία.
Αντικατέστησε τον Μαξίμ Λιτβίνοφ ως επίτροπος εξωτερικών υποθέσεων (δηλαδή υπουργός εξωτερικών) το Μάη του 1939. Υπό αυτή την ιδιότητα, υπήρξε πρωτεργάτης του συμφώνου που φέρει το όνομά του κι εκείνο του Γερμανού ομολόγου του, του συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ (Αύγουστος 1939), που όσο κι αν έχει συκοφαντηθεί, στάθηκε καταλυτικής σημασίας για τη δημιουργία των προϋποθέσεων που επέτρεψαν τη νίκη επί των ναζί έξι χρόνια αργότερα. Με την έναρξη της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα τον Ιούνη του 1941, συμμετείχε στην Κρατική Επιτροπή Άμυνας, που χάραζε γραμμή για τη διεξαγωγή του πολέμου. Στη διάρκεια του πολέμου έδωσε την εντολή για την παρασκευή φιαλών με εύφλεκτο υλικό που αργότερα έγιναν διάσημα ως “κοκτέηλ Μολότωφ” (ή “βόμβες”, όπως λέγεται κάπως λανθασμένα ο εμπρηστικός αυτός μηχανισμός στα ελληνικά). Συμμετείχε ενεργά στην επίτευξη συμφωνιών με τους δυτικούς συμμάχους, πρωταγωνιστώντας στη διάσκεψη της Τεχεράνης (1943), της Γιάλτας (1945) και του Πότσνταμ (1945), αλλά και σε εκείνη του Σαν Φραντσίσκο (1945) που οδήγησε στη δημιουργία του ΟΗΕ.
Το 1948 συνελήφθη κι εξορίστηκε στην κεντρική Ασία η σύζυγος του Μολότοφ Πολίνα Ζεμτσούζινα, εβραϊκής καταγωγής. Oι επαφές της με την τότε πρέσβειρα του νεοϊδρυθέντος κράτους του Ισραήλ Γκόλντα Μέιρ (μετέπειτα πρωθυπουργό της χώρας της) και άλλα άτομα συνδεόμενα με το σιωνισμό, φαίνεται πως έπαιξαν ρόλο στην εξέλιξη αυτή. Πολλές φορές το περιστατικό αυτό χρησιμοποιήθηκε για να εδραιώσει το μύθο περί “αντισημιτισμού” του Στάλιν, συγχέοντας σκόπιμα την καχυποψία απέναντι στο κράτος του Ισραήλ, το οποίο παρά την ολόπλευρη στήριξη που είχε λάβει από την ΕΣΣΔ στράφηκε από νωρίς στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, με τη φυλετική ιδεολογία μίσους που ουδεμία σχέση είχε με τη μεταχείριση των Εβραίων συνολικά στην ΕΣΣΔ. Το ζευγάρι χώρισε κατόπιν αυτού, για να επανασυνδεθούν μετά την αποφυλάκιση της Πολίνα αμέσως μετά το θάνατο του σοβιετικού ηγέτη. Η αφοσίωσή τους σε εκείνον δεν κλονίστηκε από το περιστατικό, τουλάχιστον όπως πιστοποιούσε η κόρη τους Σβετλάνα Μολότοβα, ενώ λέγεται πως η Ζεμτσούζινα μαθαίνοντας το θάνατο του Στάλιν λιποθύμησε.
Ο Μολότοφ απομακρύνθηκε από το αξίωμα του υπουργού εξωτερικών στις αρχές του 1949, δίνοντας τη θέση του στον Αντρέι Βισίνσκι, γνωστού κυρίως για τον εισαγγελικό του ρόλο στις δίκες της Μόσχας και της Νυρεμβέργης. Παρέμενε ωστόσο μέλος του Π.Γ και κήρυξε την έναρξη των εργασιών του 19ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ στις 5 Οκτώβρη 1952. Ο Αναστάς Μικογιάν ισχυρίστηκε αργότερα πως ο ίδιος κι ο Μολότοφ απειλήθηκαν μέχρι και με φυσική εξόντωση, κάτι για το οποίο δεν υπάρχει κανένα στοιχείο πέραν της μαρτυρίας του. Ο Μολότοφ βρισκόταν από τις 3 ως τις 5 Μάρτη 1953 στο νεκροκρέβατο του Στάλιν και πένθησε βαθιά το θάνατό του. Κατόπιν αυτού ανέλαβε εκ νέου το πόστο του υπουργού εξωτερικών.
Στην εσωκομματική διαμάχη που ακολούθησε, φέρθηκε καιροσκοπικά συμμαχώντας αρχικά με το Χρουστσώφ κι εγκρίνοντας την εκτέλεση του Μπέρια. Η πολιτική αποσταλινοποίησης που οριστικοποιήθηκε με το 20ο συνέδριο τον έφερε σε ρήξη με το νέο σοβιετικό ηγέτη, τον οποίο με άλλους παλιούς συνεργάτες του Στάλιν στο Π.Γ. προσπάθησε χωρίς επιτυχία να ανατρέψει από τη θέση του γενικού γραμματέα τον Ιούνη του 1957. Έτσι έχασε τα αξιώματά του εντός ΕΣΣΔ και τοποθετήθηκε πρέσβης στη Μογγολία αρχικά, και το διάστημα 1960-1962 εκπρόσωπος της Διεθνούς Οργάνωσης Ατομικής Ενέργειας. Την ίδια χρονιά ωστόσο διεγράφη από το ΚΚΣΕ και το κομματικό του αρχείο καταστράφηκε από τις αρχές.
Κατά την μπρεζνιεφική περίοδο άρχισε εκ νέου να αναφέρεται στις σοβιετικές εγκυκλοπαίδειας, αρχικά σε σύνδεση με την “αντικομματική ομάδα” κατά του Χρουστσώφ, κι αργότερα ευνοϊκότερα, ενώ το 1984 του επετράπη να ξαναγίνει μέλος του ΚΚΣΕ. Τον Ιούνη του 1986, επί Γκορμπατσώφ (ο οποίος το 1989 καταδίκασε το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ) μπήκε στο νοσοκομείο, όπου πέθανε στις 8 Νοέμβρη. Παρά τα χρόνια καρδιολογικά του προβλήματα έφτασε σε ηλικία 96 ετών. Οι συνεντεύξεις που έδωσε κατά καιρούς, με τις επιφυλάξεις που οφείλει να έχει κανείς πάντα έναντι προφορικών μαρτυριών, ιδιαίτερα από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων, αποτελούν μια σημαντική πηγή για την εποχή. Για τις διώξεις της δεκαετίας του ’30 σημείωνε το Δεκέμβρη του 1970: “Το 1937 ήταν απαραίτητο […] Υπολείμματα εχθρών από τις πιο διαφορετικές κατευθύνσεις υπήρχαν και θα μπορούσαν να ενωθούν ενόψει της φασιστικής απειλής […] Οφείλουμε στο έτος 1937, ότι στη διάρκεια του πολέμου δεν υπήρχε πέμπτη φάλαγγα.”