Η προσάρτηση (Anschluss) της Αυστρίας από τους ναζί 12.3.1938
Οι δυτικές δυνάμεις, ευρισκόμενες ήδη στον αστερισμό της πολιτικής κατευνασμού του Χίτλερ, δεν έκαναν οτιδήποτε για να παρεμποδίσουν τα γερμανικά σχέδια.
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη διάλυση της Αψβουργικής μοναρχίας ένα σημαντικό τμήμα των πληθυσμών σε Αυστρία και Γερμανία ανέμεναν την ένωση των δύο κρατών. Οι νικήτριες δυνάμεις ωστόσο διαβλέποντας έτσι τον κίνδυνο υπέρμετρης ενίσχυσης του ηττημένου ιμπεριαλιστή αντιπάλου, αποφάσισαν τη δημιουργία ξεχωριστού αυστριακού κράτους με τις συνθήκες των Βερσαλλιών και του Αγίου Γερμανού (Σαιν-Ζερμαίν). Ωστόσο το εθνικιστικό ρεύμα υπέρ της συνένωσης παρέμενε ισχυρό και στις δύο χώρες. Μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία, οι ομοϊδεάτες τους στην Αυστρία επιχείρησαν παρομοίως να καταλάβουν την κυβέρνηση, τέθηκαν ωστόσο εκτός νόμου των Ιούνη του 1933.
Στις 25 Ιούλη 1934 οι Αυστριακοί Εθνικοσοσιαλιστές έκαναν απόπειρα πραξικοπήματος, δολοφονώντας τον υπερσυντηρητικό καγκελάριο Ντόλφους . Ο Χίτλερ μετά από κάποιες ταλαντεύσεις απέσυρε τη στήριξή του από τους πραξικοπηματίες, όταν ο ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι κινητοποίησε στρατεύματα δήθεν για την προάσπιση της αυστριακής ανεξαρτησίας. Από το Γενάρη του 1936 ωστόσο ο Μουσολίνι διαμήνυσε στο Γερμανό πρέσβη στη Ρώμη Ούλριχ φον Χάσελ, ότι δεν είχε πια αντιρρήσεις στο να γίνει η Αυστρία κράτος-δορυφόρος της Γερμανίας. Ο Χίτλερ, έχοντας διασφαλίσει τις προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση των επεκτατικών του σχεδίων, προχώρησε στις 12 Φλεβάρη 1938 σε υπαγόρευση συμφωνίας στον Αυστριακό καγκελάριο Κούρτ φον Σούσνινγκ, βάσει της οποίας αίρονταν η απαγόρευση δράσης των Αυστριακών ναζί, χορηγούνταν αμνηστία για τα αδικήματα που είχαν διαπράξη, περιλαμβανομένης της δολοφονίας Ντόλφους, ενώ θα συμμετείχαν και στην κυβέρνηση, αναλαμβάνοντας το κρίσιμο υπουργείο Εσωτερικών, που ήλεγχε την Αστυνομία. Ο Σούσνιγκ, ομοϊδεάτης και διάδοχος του Ντόλφους, του οποίου υπουργός είχε διατελέσει, δηλαδή συντηρητικός και μοναρχικός αλλά ανταγωνιστικός προς τους ναζί, αποφάσισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για να ανακόψει όπως ήλπιζε την ναζιστική κατάληψη της εξουσίας. Στις 9 Μάρτη διακήρυξε ότι θα προέβαινε σε δημοψήφισμα για “ένα ελεύθερο και γερμανικό, ανεξάρτητο και κοινωνικό, χριστιανικό κι ενιαίο αυστριακό κράτος”. Μάλιστα αύξησε το ηλικιακό όριο συμμετοχής στα 24 έτη, για να αποκλείσει την κατά συντριπτικό ποσοστό φιλοναζιστική νεολαία της χώρας από την ψήφο. Οι παρατυπίες κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του δημοψήφισμα έδωσαν στο Χίτλερ το πρόσχημα να εκβιάσει το Σούσνιγκ να αποσύρει το δημοψήφισμα. Ο Σούσνιγκ παραιτήθηκε στις 11 Μάρτη, μετά από τελεσίγραφο του Χίτλερ για είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αυστρία και παράδοση της κυβερνητικής εξουσίας στον εθνικοσοσιαλιστή Αρτουρ-Ζάις Ινκβάρτ. Οι δυτικές δυνάμεις, ευρισκόμενες ήδη στον αστερισμό της πολιτικής κατευνασμού του Χίτλερ, δεν έκαναν οτιδήποτε για να παρεμποδίσουν τα γερμανικά σχέδια. Όταν ο ομοσπονδιακός πρόεδρος της Αυστρίας Βίλχελμ Μίκλας αρνήθηκε την ίδια μέρα να παραδώσει την κυβερνητική σκυτάλη στον Ζάις-Ινκβαρτ, ο Φύρερ έδωσε εντολή στις 12 Μάρτη για εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στη γειτονική χώρα.
Τα στρατεύματα της Βέρμαχτ δε συνάντησαν αντίσταση. Αν αρχικά ο Χίτλερ στόχευε να προχωρήσει σε ένωση κρατών, οι επευφημίες του αυστριακού πλήθος τον έπεισαν ότι μπορούσε χωρίς κόστος να προχωρήσει στο “Άνσλους”, την προσάρτηση της χώρας δηλαδή. Στις 13 Μάρτη εκδόθηκαν οι σχετικοί νόμοι. Δυο μέρες αργότερα 100.000 άνθρωποι αποθέωσαν το Φύρερ στη Βιέννη. Μπορεί το ποσοστό (99,73%) του δημοψηφίσματος της 10ης Απρίλη που επικύρωσε την προσάρτηση να ήταν αποτέλεσμα του κάθε άλλο παρά δημοκρατικού κλίματος στο οποίο διεξήχθη, ωστόσο σε εκείνη τη συγκυρία είναι ασφαλές να πει ότι η πλειονότητα του αυστριακού πληθυσμού, όπως και του γερμανικού συντασσόταν στον ένα ή τον άλλο βαθμό με τις επιλογές της ναζιστικής ηγεσίας, κάτι που αποδείχτηκε κι από την ενεργό συμμετοχή Αυστριακών αξιωματικών και στρατιωτικών στα ναζιστικά εγκλήματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η χαρακτηριστική ευκολία με την οποία ο Γερμανός καγκελάριος πέτυχε το στόχο του, ήταν καταλύτης για την παραπέρα όξυνση των επεκτατικών του βλέψεων, που το ίδιο έτος θα κορυφωνόταν με τις ευλογίες Αγγλίας και Γαλλίας στη συμφωνία του Μονάχου (29 Σεπτέμβρη), που επέτρεψε την προσάρτηση αρχικά της Σουδητίας και λίγους μήνες αργότερα ολόκληρης της Τσεχοσλοβακίας από τη ναζιστική Γερμανία.