Γιατί έπαψα να είμαι ΠΑΟΚ, παραμένοντας φανατικά ΠΑΟΚ
Όχι παιδιά, δεν υπάρχει κάποια ειδική «ποιότητα ΠΑΟΚ» ή «Άρης» ή «Ολυμπιακός». Ακόμα και εάν σας το «δώσω» ότι υπήρχε ξερωγώ το ’40 με τη θυσία πχ. του Ν. Γόδα, σίγουρα δεν υπάρχει σήμερα με τη μορφή που έχει πάρει ο επαγγελματικός αθλητισμός.
Ένα από τα πιο βλαχομπαρόκ-σεξιστικά αστεία των τελευταίων 50 ετών είναι και το παρακάτω:
«Γυναίκα, κόμμα, θρησκεία αλλάζεις, ομάδα ποτέ»
Και δυστυχώς μετά από πολυετείς έρευνες σε δείγμα 1 (ενός) ατόμου (εμού) αυτό αποδείχτηκε αληθές. Παρακάμπτουμε για ευνόητους λόγους το θέμα γυναίκα και προχωράμε στα επόμενα. Κόμμα λοιπόν άλλαξα στα 14. Σαν πολιτικό «τζάνκι» που ήμουν από πολύ μικρός «ήμουν», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για ένα παιδί δημοτικού, ΠΑΣΟΚ από 7 έως 13 ετών. Μη ρωτήσετε γιατί, γιατί έτσι, γιατί μου άρεσε το πράσινο χρώμα στις κηρομπογιές και τις πλαστελίνες, γι’ αυτό. Μετά από μια μεταβατική περίοδο ενός χρόνου έγινα λοιπόν ΚΚΕ. Την Ορθόδοξη θρησκεία (και κάθε άλλη) την εγκατέλειψα «επίσημα» στα 15, όταν αποφάσισα να μην ξανακάνω το σταυρό μου στην πρωινή προσευχή. Πάει κι αυτό. Ομάδα όμως;
Ήμουν περίπου 10 ετών όταν ένα πρωί αποφάσισα να πω στον πατέρα μου ότι θα γίνω Άρης. Δε θυμάμαι το λόγο, μάλλον κάποιο κόνφλικτ με το χαρτζιλίκι θα είχε παιχτεί και ζητούσα εκδίκηση. Ο πατέρας μου πάντως, αντί να σκοτεινιάσει μου είπε «Καλά, όπως νομίζεις». Το γινάτι μου δεν κράτησε πάνω από μια βδομάδα. Δεν μπορούσα με τίποτα να συνηθίσω τα κιτρινόμαυρα και να αγαπήσω τον Λόντσαρ και το Στρατηλάτη αντί για τον Λαγωνίδη και τον Τουρσουνίδη. Δεν είχε να κάνει με την τοπογραφία, το πατρικό μου σπίτι ήταν στη μέση της απόστασης των γηπέδων Τούμπας και Χαριλάου. Είχε όμως να κάνει με το πώς μεγάλωσα. Στην πραγματικότητα κανένας μας δεν επέλεξε ποτέ ποδοσφαιρική ομάδα (εκτός αν ξεκίνησε την παρακολούθηση ποδοσφαίρου σε μεγάλη ηλικία). Κι αν ακόμα κάποιος ισχυρίζεται ότι επέλεξε στην πραγματικότητα «πουλάει τρέλα» στον ίδιο του τον εαυτό. Ναι, δεν έγιναν όλοι ό,τι ομάδα ήταν και ο πατέρας τους (έγιναν οι περισσότεροι). Αλλά και όσοι έγιναν κάτι άλλο, αυτό συνέβη λόγω συγκεκριμένων συνθηκών, περιβάλλοντος κλπ. Δεν κουβαλήσαμε την αρειανοσύνη ή την παναθηναϊκοσύνη απ’ τη γέννησή μας.
Με την πάροδο των ετών το θέαμα πατεράδων, και δη αυτών της εργατικής τάξης που ντύνουν σα… ζέβρες τα παιδιά τους από πάνω ως κάτω, που συζητάνε όλη μέρα στο σπίτι, στο καφενείο, στη δουλειά για την ομάδα τους, που απαντάνε σε άσχετες ερωτήσεις με ύφος 47.000 καρδιναλίων με τη φράση «ΠΑΟΚ είσαι», λες και σημαίνει κάτι μεγαλειώδες και υπερβατικό, άρχισε να μου προκαλεί δυσφορία. Φαινόταν εξωπραγματικό να αποδίδει κάποιος χαρακτηριστικά «ντομπροσύνης», «ανδρισμού», «παντελονατισμού» σε κάποια ποδοσφαιρική (ή άλλη ομάδα). Όχι παιδιά, δεν υπάρχει κάποια ειδική «ποιότητα ΠΑΟΚ» ή «Άρης» ή «Ολυμπιακός». Ακόμα και εάν σας το «δώσω» ότι υπήρχε ξερωγώ το ’40 με τη θυσία πχ. του Ν. Γόδα, σίγουρα δεν υπάρχει σήμερα με τη μορφή που έχει πάρει ο επαγγελματικός αθλητισμός.
Θυμάμαι πριν καμιά 10αριά χρόνια, στην προσπάθεια μου να κάνω όσο πιο τάλαρα μπορώ αυτό το συλλογισμό επαναλάμβανα εμμονικά στον αδελφό μου, που παραμένει κανονικός full–time οπαδός μέχρι σήμερα:
«Τι είναι η AIM; Οδοντόκρεμα. Τι είναι η Colgate; Οδοντόκρεμα. Θα μάλωνες με κάποιον συμμαθητή σου για το ποια οδοντόκρεμα είναι η καλύτερη; Όχι. Θα συνέχιζες να χρησιμοποιείς την ίδια οδοντόκρεμα αν δεν είχε αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της τερηδόνας; Όχι. Θα στεναχωριόσουν αφάνταστα αν η AIM παραποιούσε τα αποτελέσματα κλινικών μελετών για να πάρει καλύτερη αξιολόγηση από τον ΕΟΦ; Όχι.»
Πρέπει μάλλον το παραπάνω σόφισμα να συμπεριληφθεί στα χειρότερα λεκτικά τερτίπια όλων των εποχών, αφού αν και το ξαναχρησιμοποίησα πολλάκις, πέτυχε να μεταπείσει να εγκαταλείψουν το οπαδιλίκι συνολικά 0 (μηδέν) άτομα όλα αυτά τα χρόνια.
Άργησα να συνειδητοποιήσω, ή μάλλον παρίστανα ότι δε γνωρίζω ότι η μάρκα της οδοντόκρεμας σε μια χώρα δεν είναι το ίδιο με τις ποδοσφαιρικές ομάδες. Το ποδόσφαιρο, ο επαγγελματικός αθλητισμός γενικότερα είναι ένα κοινωνικό γεγονός. Μα γι’ αυτό όμως θεωρώ και ακόμα πιο σημαντική τη… σταδιακή απαγκίστρωση απ’ αυτό. Προφανώς και είναι γαμάτο άθλημα, προφανώς και προσφέρει συγκινήσεις, αλλά δεν αξίζει το χολόσκασμα, τη διαμάχη, τη συναισθηματική επένδυση. Δεν είναι «value for money» που λένε και στον Εύοσμο. Αν θέλετε, να υποχωρήσω, να κάνω ένα βήμα πίσω. Ναι στο ποδόσφαιρο, όταν αφορά άλλες «Γες», άλλα μέρη, ναι στη χαλαρή παρακολούθηση ομάδων για τις οποίες όσο και να αντιδικήσουμε στο καφενείο, όσο και να χολοσκάσουμε για την απαλεψιά τους, στην πραγματικότητα δεν αποτελούν μέρος της δημόσιας ατζέντας στη χώρα μας, και το κυριότερο, τα αφεντικά τους, δεν επηρεάζουν άμεσα τις συνθήκες ζωής μας. Ναι στη Λίβερπουλ και την Κόβεντρυ, ναι στην Σανγκάη Σενχούα και την Γκουϊζού Ρενέ. Δεν έχει να κάνει γιατί εκεί το ποδόσφαιρό τους είναι «καθαρό» και εδώ «βρώμικο».
Ας το προεκτείνουμε. Εμείς εδώ πάνω στη Θεσσαλονίκη, όσοι είμαστε λίγο μετά τα 30, μάθαμε το ποδόσφαιρο την τελευταία 20ετία, με τη μαύρη κυριαρχία του Ολυμπιακού, υπόγεια και «υπέργεια». Για μας «σήψη του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου» και «Ολυμπιακός» έγιναν συνώνυμα. Μερίδιο στη σήψη αντιλαμβανόμασταν ότι έχουν και οι άλλες δυο ομάδες του λεκανοπεδίου, αισθητά μικρότερο όμως. Είναι αυτό που συνοψιζόταν στη φράση «το κατεστημένο των Αθηνών», μια φράση που φαντάζει γραφική (και είναι όντως) αλλά για πολλούς από μας εδώ πάνω απηχεί την πραγματικότητα.
Η παραπάνω εκτίμηση όμως δεν αρκεί. Λένε κάποιοι ότι όντας εργαζόμενος οφείλεις να αγωνίζεσαι πρώτα ενάντια στη «δική σου» αστική τάξη ακόμα κι αν φαντάζει παράταιρο, ακόμα κι αν σε πουν «προδότη» κάποια στιγμή. Και νομίζω ότι έχουν δίκιο. Ε, λοιπόν εγώ το επέκτεινα. Κάθε οπαδός ομάδας οφείλει να κατακρίνει πρώτα τη δική του ομάδα, «παικτικά», όταν δεν αποδίδει καλό ποδόσφαιρο αλλά και εξωγηπεδικά, όταν το αφεντικό της κάνει τσιριμόνιες και τσιριτζάντζουλες για να «κερδάει» πάση θυσία. Ναι, οκ, «[σεξισμός] ο Θρύλος, η ΑΕΚ και η Λεωφόρος» αλλά «[σεξισμός] και η προεδράρα» που της χαρίστηκαν 20 μύρια που θα τα πληρώσει η Λίτσα απ’ το Κορδελιό και ο Αντώνης απ’ την Ασπροβάλτα.
–Ναι Στρώμα, χαίρω πολύ. βεβαίως υπάρχει «εμπορευματοποίηση», «καπιταλισμός» κλπ. κλπ. και δε συμμαζεύεται αλλά σίγουρα δεν είναι όλες οι ομάδες, όλες οι ΠΑΕ ίδιες
Σίγουρα δεν είναι όλοι οι πρόεδροι ναρκέμποροι, λαθρέμποροι και λευκοσαρκέμποροι (γενικά ή… στον ίδιο βαθμό). ΝΑΙ, ΟΚ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ. Γιατί βαρύνουν περισσότερο 2 άλλα πράγματα. 1ον Το κόστος (χολόσκασμα, αντιδικίες, χρήμα, εργατοώρες, αποπροσανατολισμός) είναι αντιστρόφως ανάλογο του οφέλους («χαρά της θέασης του παιχνιδιού», «χαρά της νίκης» κ.α.) και 2ον, είναι απλά Π Ο Δ Ο Σ Φ Α Ι Ρ Ο. Δηλαδή ποδόσφαιρο, πώς το λένε, «Πο-δό-σφαι-ρο». 2 ώρες την Κυριακή (για την ντόπια ομάδα) και 2 ώρες την Τετάρτη (για την ξένη), είναι υπεραρκετές. Κάθε άλλη ενασχόληση πλεονάζει. Όχι μόνο για τους «πολιτικά αφυπνισμένους», όποιοι κι αν είναι αυτοί, αλλά και για τον «μέσο Έλληνα», όποιος κι αν είναι αυτός. Στην τελική, το «άθλημα» του οπαδισμού αφορά το 10% των γυναικών και ξερωγώ το 70% των ανδρών. Δε βρίσκω ελλιποβαρή τη συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών και μια σοβαρή μειοψηφία των ανδρών που δε δίνουν δεκάρα για ομάδες, οφσάιντ, «πρόεδρες» και «μεταγραφές αεροδρομίου», που δεν «ένιωσαν» ποτέ με τη φάση «ποδόσφαιρο», με την ιδεολογική πανούκλα που ονομάζεται «Είμαι ΤΑΔΕ ομάδα». Για μένα οι παραπάνω έχουν κάνει μια πολύ καλή επιλογή στη ζωή τους και αξίζουν συγχαρητήρια.
Όχι εγώ πάντως, γιατί παρ’ όλο που γράφω αυτό το κείμενο, συνεχίζω να βλέπω μπάλα, συνεχίζω να περιμένω ένα [σεξισμός] πρωτάθλημα και συνεχίζω να βρίζω τα θεία όταν ο [σεξισμός] ο λάιτσμαν σηκώνει το σημαιάκι του. Γιατί ακόμα είμαι ΠΑΟΚ.
Έχω δρόμο ακόμα. Αλλά πριν από καμιά δεκαριά χρόνια έκανα το πρώτο βήμα.