Σημείον αντιλεγόμενον: Η εκτέλεση του Νικολάι Μπουχάριν
Κατά μία έννοια, η εκτέλεσή του συνέβαλε στη διατήρηση του μύθου του ως επαναστάτη, αφαιρώντας του τη δυνατότητα να φανερώσει το πολιτικό του στίγμα και τις κοινωνικές δυνάμεις που αντικειμενικά εξέφραζε καθαρότερα στις δεκαετίες που ακολούθησαν, όταν οι ιδέες του αργά και σταθερά άρχισαν να εφαρμόζονται στην πράξη
Ο Νικολάι Μπουχάριν αναμφίβολα αποτελεί από τα πιο πολυσυζητημένα πρόσωπα της σοβιετικής ιστορίας. Σε πολύ κόσμο είναι ταυτισμένος με την εικόνα του “μετριοπαθούς” μπολσεβίκου της παλιάς φρουράς, που έπεσε θύμα της σταλινικής παράνοιας. Εικόνα που οφείλει πολλά στο διάσημο αντικομμουνιστικό μυθιστόρημα του Άρθουρ Καίστλερ, “Το Μηδέν και το Άπειρο” (1940), όπου ουσιαστικά ο Μπουχάριν κρύβεται πίσω από τη μορφή του κεντρικού ήρωα Ρουμπάσοφ.
Ο Μπουχάριν γεννήθηκε στις 9 Οκτώβρη 1888 στη ρωσική πρωτεύουσα. Είχε δυο αδέρφια και οι γονείς του ήταν δάσκαλοι δημοτικού στην πόλη, αργότερα ο πατέρας του εργάστηκε ως εφοριακός ελεγκτής. Η επαφή του με το επαναστατικό κίνημα χρονολογείται από την περίοδο που ως 16χρονος μαθητής ριζοσπαστικοποιήθηκε μετά τον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο (1904-1905) και τη “Ματωμένη Κυριακή” του 1905. Το 1906 έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος.
Έχοντας αριστεύσει στο σχολείο, σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο της Μόσχας. Πρωτοστάτησε στο νεολαιίστικο κίνημα των μπολσεβίκων, από το οποίο προήλθε αργότερα η Κομσομόλ. Το 1909 ανήλθε στην ηγεσία του κόμματος στη Μόσχα, προκαλώντας την προσοχή της Οχράνα, της διαβόητης μυστικής αστυνομίας του τσάρου. Μετά από μια σύντομη διαμονή στη φυλακή το 1911 εξορίστηκε στην περιοχή του Αρχανγκέλσκ. Κατόρθωσε όμως να δραπετεύσει, περνώντας στη συνέχεια από μια σειρά χώρες στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ.
Συνέχισε στο εξωτερικό τις σπουδές του πάνω στη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία. Το 1913 γνωρίστηκε στη Βιέννη με τον Ιωσήφ Στάλιν, βοηθώντας τον ως διερμηνέας. Μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου εξέδωσε την εφημερίδα “Σβέσντα” και αργότερα στις ΗΠΑ, μαζί με τον Τρότσκι και την Κολοντάι την εφημερίδα “Νόβυ Μιρ” (Νέος Κόσμος).
Στη διάρκεια του πολέμου ανέπτυξε την περίφημη θεωρία του για τον ιμπεριαλισμό, η οποία δημοσιεύτηκε σε βιβλίο με τίτλο “Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία” το 1917, μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, με πρόλογο του ίδιου του Λένιν, με τον οποίο τον συνέδεε μια σημαντική όσο και περίπλοκη σχέση, καθώς ο τελευταίος στη διαθήκη του σημείωνε πως ο Μπουχάριν ήταν καλός θεωρητικός και “αγαπημένος του κόμματος”, αλλά δεν είχε καταλάβει τίποτε από διαλεχτική. Η θεωρητική του κατάρτιση πάντως του επέτρεψε την εκλογή του στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος των μπολσεβίκων, καθώς και την ανάδειξή του σε εκδότη της Πράβντα από το 1917 ως το 1929.
Την εποχή της υπογραφής της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ στις αρχές του ’18, ηγήθηκε των λεγόμενων “αριστερών κομμουνιστών”, απορρίπτοντας τη συνθήκη ως προδοσία και “αυτοκτονία του προλεταριάτου” και προκρίνοντας την αντικειμενικά αδιέξοδη και δυνάμει καταστροφική πολιτική της συνέχισης ενός “Επαναστατικού Πολέμου” κατά της Γερμανίας. Tην περίοδο του Εμφυλίου συνέγραψε σειρά μαρξιστικών έργων, με γνωστότερο το “Αλφαβητάρι του Κομμουνισμού” (1919) μαζί με τον οικονομολόγο Γεβγκένι Πεομπραζένσκυ, αργότερα επιφανή τροτσκιστή που επίσης εκτελέστηκε αργότερα. Η κομματική εξέλιξη του Μπουχάριν δεν ανακόπηκε εκείνα τα χρόνια, κι έτσι στις αρχές της δεκαετίας του ’20 έγινε μέλος του Πολιτικού Γραφείου.
Από το 1921 αλλάζει άρδην απόψεις, μεταστρεφόμενος από υπεραριστερός σε υπέρμαχο της ΝΕΠ, της οποίας έγινε ο πιο διαπρύσιος κήρυκας. Η ευκολία της μετάβασης αυτής κατά κάποιον τρόπο προιωνίζεται τη σύγκλιση της δεξιάς πλατφόρμας της οποίας ηγήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, με την “αριστερή αντιπολίτευση” υπό το Λέοντα Τρότσκι στις αρχές της δεκαετίας του 1930, δυο χρόνια αφότου ο τελευταίος σε ανοιχτή του επιστολή είχε καλέσει σε κατάργηση της κολλεκτιβοποίησης, επιβράδυνση των ρυθμών εκβιομηχάνισης, και μεγιστοποίηση του ανοίγματος της ΕΣΣΔ στην παγκόσμια αγορά.
Αρχικά πάντως, μετά το θάνατο του Λένιν το 1924 υποστήριξε το Στάλιν κατά της αριστερής αντιπολίτευσης, επικροτώντας παράλληλα το σύνθημα της οικοδόμης του “Σοσιαλισμού σε μία χώρα”, στο οποίο παρείχε και θεωρητικό υπόβαθρο. Το 1926 συμμετείχε στην εκπαραθύρωση των Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ από το κόμμα, ενώ την ίδια χρονιά διορίστηκε γενικός γραμματέας της εκτελεστικής επιτροπής της Κομιντέρν, φτάνοντας στο απόγειο της επιρροής του ως το 1928.
Την ίδια περίοδο τίθεται επικεφαλής της λεγόμενης “δεξιάς αντιπολίτευσης”, μαζί με δυο άλλα μέλη του ΠΓ, τον Αλεξέι Ρικόφ, Πρόεδρο του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων και του Μιχαήλ Τόμσκυ, επικεφαλής των συνδικάτων. Η ομάδα αυτή θεωρητικά δεν αμφισβητούσε τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, θεωρούσε όμως ότι η ταχύτητα και η έκταση των εφαρμοζόμενων μέτρων προς αυτή την κατεύθυσνη ήταν βεβιασμένα.
Πλήρως ικανοποιημένη από τη ΝΕΠ, η ομάδα δεν είχε λόγους να διαφοροποιείται από την κομματική γραμμή, ωστόσο, όταν μετά από τη σιτοδεία του 1928 ο Στάλιν προέκρινε την πολιτική της κολλεκτιβοποίησης και της ραγδαίας εκβιομηχάνισης, σηματοδοτώντας το τέλος της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, αντέδρασαν έντονα. Θεωρούσαν ότι η ταξική πάλη είχε ολοκληρωθεί με την επικράτηση της Οχτωβριανής επανάστασης, κι ότι η ισχυροποίηση του σοσιαλισμού θα σήμαινε τη σταδιακή ειρηνική ενσωμάτωση των καπιταλιστικών στοιχείων στο εργατικό κράτος.
Η δεξιά αντιπολίτευση (Μπουχάριν, Ρικόφ, Τόμσκι) πίστευε ότι η ταξική πάλη είχε τελειώσει με τη νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης και ότι όσο πιο ισχυρός γινόταν ο σοσιαλισμός, τόσο πιο ήπια θα ήταν η ταξική πάλη και τα καπιταλιστικά στοιχεία σταδιακά θα αφομοιώνονταν στο σύστημα. Ο Μπουχάριν μάλιστα πρότεινε ότι οι κουλάκοι μπορούσαν να τραβηχτούν στο σοσιαλισμό μέσω των συνεταιρισμών, ενώ συχνά του αποδίδεται το σύνθημα “Κουλάκοι Πλουτίστε”, συνοψίζοντας την πολιτική του πρόταση υπέρ της οικονομικής εύνοιας προς την τάξη τους, θεωρώντας πως έτσι θα αύξανε η αγροτική παραγωγή, ιδίως σιτηρών προς εξαγωγή.
Η δεξιά αντιπολίτευση ζητούσε επιπλέον την αναστολή των έκτακτων μέτρων, επισείοντας τον κίνδυνο κατάρρευσης της αγροτικής οικονομίας στην ΕΣΣΔ, ενώ υποστήριζε ότι έπρεπε να γίνουν παραχωρήσεις στους κουλάκους και ότι η βαριά φορολογία τους ήταν λανθασμένη, επικρίνοντας παράλληλα το κοινωνικό κόστος της πρόωρης, όπως την θεωρούσαν, εκβιομηχάνισης. Όπως έλεγε ο Μπουχάριν, ο σοσιαλισμός θα έπρεπε να οικοδομηθεί “σε ρυθμό σαλιγκαριού”. Η αντίθεσή του στην κομματική πολιτική οδήγησε σε απομάκρυνσή του από το Π.Γ το Νοέμβρη το 1929, σηματοδοτώντας την πολιτική ήττα της δεξιάς αντιπολίτευσης, η οποία ωστόσο παρέμεινε σχεδόν σύσσωμη στο κόμμα, ασκώντας σημαντική επιρροή εντός κι εκτός αυτού, σε κοινωνικό επίπεδο. Σε αντίθεση πάντως με τη δραστική αντιμετώπιση του Τρότσκι, ο Μπουχάριν συνέχισε για πολλά χρόνια να τυγχάνει μάλλον ευνοϊκής μεταχείρισης, διοριζόμενος μάλιστα διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, συγκεκριμένα το 1932, πριν δηλαδή ξεκινήσουν οι εσωκομματικές εκκαθαρίσεις, ο ίδιος εμφανιζόταν λάβρος κατά των αντεπαναστατικών στοιχείων και του φραξιονισμού, προκρίνοντας την αναγκαιότητα “σιδηράς πειθαρχίας” και “ξεριζώματος χωρίς έλεος”, ανεξάρτητα από προσωπική εκτίμηση και φιλία (την οποία ωστόσο αργότερα επικαλέστηκε σε προσωπικές του επιστολές στο Στάλιν, τον “αγαπημένο του Κόμπα”, για να σώσει τη ζωή του. Η απόπειρά του θα είχε επιτυχία ενδεχομένως αν ο Στάλιν αποφάσιζε μόνος του, ωστόσο τα υπόλοιπα μέλη του Π.Γ στα οποία απευθύνθηκε ο Σοβιετικός ηγέτης τη θεώρησαν “τυπικό ψέμα του Μπουχάριν”) καθώς η ΕΣΣΔ βρισκόταν “σε πόλεμο”.
Μάλιστα, το 1934 αποκαταστάθηκε πλήρως και ως το Γενάρη του 1937 υπήρξε εκδότης της Ισβέστια, ενώ το 1936 συμμετείχε στη δημιουργία του Σοβιετικού Συντάγματος. Επιπλέον, το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, λίγους μήνες μετά την εκτέλεση των Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ, στη δίκη των οποίων σημειωτέον ακούστηκε για πρώτη φορά το όνομα του Μπουχάριν σε σχέση με αντισοβιετικές δραστηριότητες, δήλωνε ευτυχής που η NKVD είχε ξεσκεπάσει τους προδότες.
Όλα αυτά δε στάθηκαν ικανά να αποτρέψουν τη σύλληψή του, μαζί με το Ρικόφ στις 27 Φλεβάρη του 1937 με την κατηγορία της κατασκοπίας, των επαφών με την αυστριακή και σουηδική αστυνομία και τη συμμετοχή σε συνωμοσία κατά του Στάλιν. Στα πλαίσια της τρίτης δημόσιας δίκης της Μόσχας κατά του “Μπλοκ δεξιών και Τροτσκιστών” καταδικάστηκε σε θάνατο στις 13 Μάρτη 1938 κι εκτελέστηκε δυο μέρες μετά, μαζί με τον πρώην επικεφαλής της ΝKVD Γένριχ Γιάκοντα και άλλους αξιωματούχους, υπό την επίβλεψη του Γιέζοφ, ο οποίες επίσης εκτελέστηκε δυο χρόνια αργότερα.
Σε αντίθεση με άλλους κατηγορούμενους στις δίκες της Μόσχας, ομολόγησε το “σύνολο των εγκλημάτων” που του αποδίδονταν, απέφυγε ωστόσο να παραδεχτεί την ενοχή του όταν εξετάζονταν οι επιμέρους κατηγορίες. Για τις συνθήκες απόσπασης της ομολογίας του πολλά έχουν γραφτεί, με τους -κάθε άλλο παρά πολιτικά συμφωνούντες μετέπειτα- Αναστάς Μικογιάν και Βιατσεσλάβ Μολότοφ να αρνούνται ότι βασανίστηκε, παραπέμποντας στα 34 φορτισμένα και γεμάτα συντριβή γράμματά του Μπουχάριν στο Στάλιν (με τη φράση “αγαπημένε μου Κόμπα”, στην αρχή κάθε επιστολής), όπου ζητούσε συγχώρεση κι εξέφραζε την αφοσίωσή του δίχως να αφήνει υποννοούμενα κακομεταχείρισης, ενώ άλλοι κάνουν λόγο ότι οι φύλακες είχαν ρητή άδεια να χρησιμοποιήσουν βία κατά την ανάκριση.
Να αναφερθεί επίσης η περίπτωση του αποδεδειγμένα βασανισθέντος αξιωματικού Κωνσταντίν Ρακασόφκι, ο οποίος αρνήθηκε να υπογράψει ομολογία, κι αργότερα αναδείχθηκε σε έναν από τους σπουδαιότερους στρατιωτικούς ηγέτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε κάθε περίπτωση, ο Μπουχάριν φέρθηκε αντιφατικά στη δίκη του, ένδειξη πιθανόν της γενικότερης ψυχικής του κατάρρευσης, αφού αυτοχαρακτηρίστηκε ως “διεφθαρμένος φασίστας” και παραδέχτηκε πως εργαζόταν για την “παλινόρθωση του καπιταλισμού”, ενώ σε άλλες περιπτώσεις αρνήθηκε πως είχε σημασία η ομολογία του κατηγορουμένου, καθώς η στήριξη της ενοχής σε αυτή ήταν κατάλοιπο μεσαιωνικής απονομής δικαιοσύνης. Η απολογία του έκλεισε με τα λόγια “είναι απροσμέτρητα τερατώδες το έγκλημά μου, ειδικά στο νέο στάδιο της πάλης στην ΕΣΣΔ. Ας είναι αυτή η δίκη ένα τελευταίο σκληρό μάθημα, κι ας γίνει ξεκάθαρη σε όλους η μεγάλη ισχύς της ΕΣΣΔ”.
Το γεγονός πως, όπως και οι άλλες εκτελέσεις στις δίκες της Μόσχας, έτσι κι εκείνη του Μπουχάριν στηρίχθηκε αποκλειστικά στην ομολογία του κατηγορούμενου, έδωσε τροφή για δεκαετίες στη φιλολογία περί μοχθηρού και αρχομανούς Στάλιν, ενισχύοντας παράλληλα την ηθικολογική, κι ως εκ τούτου εξ ορισμού αντιεπιστημονική, ρήση για την “Επανάσταση που τρώει σαν Κρόνος τα παιδιά της”. Μια τέτοια θεώρηση παραβλέπει αφενός ότι, ειδικά στην περίπτωση Μπουχάριν, υπήρξε σημαντική ελαστικότητα στην αντιμετώπισή του ως την τελική απόφαση για τη σύλληψη και καταδίκη του, αφετέρου αγνοεί τελείως το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής, σε μια εποχή που η φασιστική και πολεμική απειλή κύκλωνε απειλητικά την ΕΣΣΔ.
Όταν η ηγεσία της ΕΣΣΔ, έκανε λόγο για συνωμοσία, δεν εννοούσε απλώς το σαμποτάζ, τις απόπειρες δολοφονίας ή την απόπειρα πραγματικού πραξικοπήματος, (παρότι, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την τροτσκιστική αντιπολίτευση, τέτοιες κατηγορίες δεν απέχουν ιδιαίτερα από την πραγματικότητα, τουλάχιστον σε επίπεδο σχεδιασμών και προθέσεων), ενώ τέτοιοι φόβοι ήταν πραγματικοί, κι όχι προσχήματα ή αποκυήματα της αρρωστημένης φαντασίας του σοβιετικού ηγέτη. Σε κάθε περίπτωση, ως συνωμοτική νοούνταν και η εξάπλωση ιδεών αντίθετων στην ακολουθούμενη πολιτική σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Σε μια περίοδο που η σοβιετική οικονομία έπρεπε να κάνει άλματα κυριολεκτικά αιώνων για να επιβιώσει του επερχόμενου πολέμου, ήταν αδύνατον να προχωρήσουν τα τιτάνια και αντικειμενικά δυσβάσταχτα αυτά σχέδια δίχως την πλήρη αφοσίωση πρωτίστως όσων καλούνταν να τα υλοποιήσουν και να κερδίσουν και τον πληθυσμό σε αυτήν την κατεύθυνση. Ενδεικτικές εξάλλου είναι οι δηλώσεις που έκανε αργότερα ο Μολότοφ λέγοντας πως δεδομένης της τεράστιας προσπάθειας και των θυσιών που απαιτούσε ο σοσιαλισμός, αν δεν υπήρχαν οι εκκαθαρίσεις, οι διαφωνίες θα μετατρέπονταν σε “ρωγμές και χαραμάδες”, που τελικά θα υπονόμευαν την πολεμική προσπάθεια της ΕΣΣΔ, με ολέθρια αποτελέσματα.
Η πολιτική επικινδυνότητα των αντιλήψεων του Μπουχάριν φαίνεται εξάλλου και από το ότι αποκαταστάθηκε το 1988, εν μέσω περεστρόικα, από τους τελευταίους μάλιστα κατηγορούμενους των δικών της Μόσχας, καθώς άλλοι είχαν γνωρίσει αυτή την τύχη ήδη κατά τις προηγούμενες δεκαετίες της λεγόμενης αποσταλινοποίησης. Σαφώς είναι αναχρονιστικό και άτοπο να πει κανείς ότι ο Μπουχάριν θα κατέληγε να διαφημίζει πίτσες, είναι αδιαμφισβήτητο ωστόσο ότι οι αντιλήψεις του παρείχαν το αναγκαίο ιδεολογικό υπόβαθρο των αγοραίων μεταρρυθμίσεων που, έχοντας ήδη μια ιστορία δεκαετιών πίσω τους, έφτασαν επί Γκορμπατσώφ στο μοιραίο για το σοσιαλισμό αποκορύφωμά τους. Κατά μία έννοια, η εκτέλεσή του συνέβαλε στη διατήρηση του μύθου του ως επαναστάτη, αφαιρώντας του τη δυνατότητα να φανερώσει το πολιτικό του στίγμα και τις κοινωνικές δυνάμεις που αντικειμενικά εξέφραζε καθαρότερα στις δεκαετίες που ακολούθησαν, όταν οι ιδέες του αργά και σταθερά άρχισαν να εφαρμόζονται στην πράξη.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Paul Gregory, Politics, Murder and Love in Stalin’s Kremlin, Stanford 2010
Klaus Söndgen: “Bucharinismus und Stalinisierung. Zur politischen Bedeutung N. I. Bucharins in der Übergangsperiode 1927–1929” , στο Jahrbücher für Geschichte Osteuropas 43, 1995