Ρούντολφ Νουρέγιεφ-Ο πρώτος και μοναδικός ποπ σταρ του μπαλέτου
Αν και γοητεύτηκε από τις “σειρήνες” της καριέρας στη Δύση, εγκαταλείποντας την ΕΣΣΔ επεισοδιακά το 1961, αναμφίβολα αποτελεί γνήσιο τέκνο της σοβιετικής τέχνης μπαλέτου, την οποία μεταφύτευσε και μετεξέλιξε μετά την εγκατάστασή του στο εξωτερικό.
Το όνομα Νουρέγιεφ είναι γνωστό κυριολεκτικά και στη γιαγιά μου, καθώς έχει γίνει κάτι σαν συνώνυμο του ταλαντούχου χορευτή παγκοσμίως, ακόμα κι αν η μόνη σχέση κάποιου με το μπαλέτο είναι να έχει δει τα διαφημιστικά του Κωστάλα για τις παραστάσεις του Θεάτρου Μπαλσόι στην Ελλάδα. Αν και γοητεύτηκε από τις “σειρήνες” της καριέρας στη Δύση, εγκαταλείποντας την ΕΣΣΔ επεισοδιακά το 1961, αναμφίβολα αποτελεί γνήσιο τέκνο της σοβιετικής τέχνης μπαλέτου, την οποία μεταφύτευσε και μετεξέλιξε μετά την εγκατάστασή του στο εξωτερικό.
Ο Ρούντολφ Χαμέτοβιτς Νουρέγιεφ γεννήθηκε σαν σήμερα το 1938 κοντά στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας, σε ένα βαγόνι του Υπερσιβηρικού. Η μητέρα του ήταν καθ’ οδόν προς το Βλαδιβοστόκ όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού. Μεγάλωσε σε ένα χωριό κοντά στην Ούφα του Μπασκορτοστάν. Στην πόλη αυτή ξεκίνησε ως παρτεναίρ της αδελφής του που έκανε μαθήματα μπαλέτου.
Έχοντας ήδη εμπειρία σε λαϊκούς χορούς, έλαβε ιδιαίτερα μαθήματα μπαλέτου με τις άλλοτε μπαλαρίνες, Άννα Ουντέλτσοβα και Ελένα Βαϊτοβιτς. Εκείνες, ενθουσιασμένες με το ταλέντο του, τον έπεισαν να δώσει εξετάσεις μπαλέτου στο Λένινγκραντ, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του (ήταν ήδη 17 ετών) και τις αντιρρήσεις του πατέρα του. Πράγματι, το 1955 ξεκίνησε να εκπαιδεύεται στο Χορογραφικό Ινστιτούτο του Λένινγκραντ. Έπρεπε να αρχίσει στην έκτη τάξη, όντας έτσι 3-4 χρόνια μεγαλύτερες από το μέσο όρο των σπουδαστών. Βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με τη διεύθυνση της σχολής, λόγω χαρακτήρα αλλά και επειδή αισθανόταν εκνευρισμένος με την τεχνική υπεροχή των άλλων σπουδαστών. Αργότερα ομολογούσε μάλιστα ότι ο συμμαθητής του Γιούρι Σολόβγιοφ ήταν αισθητά πιο καταρτισμένος τεχνικά από τον ίδιο.
Ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξή του έπαιξε η δασκάλα του Νατάλια Ντουντίσκαγια, χάρη στην οποία απέκτησε ως παρτεναίρ της τον πρώτο σόλο ρόλο του στα μπαλέτα του Κίροφ στις 20 Νοέμβρη 1958. Η επιτυχία του στο πλευρό της Άλα Σισόβα στο διαγωνισμό μπαλέτου της Μόσχας την ίδια χρονιά εδραίωσαν τη φήμη του ως σολίστ. Σύντομα άρχισε να ταξιδεύει ως χορευτής σε διάφορες χώρες, και μάλιστα σε Νεανικό Φεστιβάλ της Βιέννης κέρδισαν με τη Σισόβα το χρυσό μετάλλιο, εν μέσω σκληρού ανταγωνισμού.
Δυο μήνες πριν αφήσει την ΕΣΣΔ, τον Απρίλη του 1961 πρωταγωνίστησε στη Λίμνη των Κύκνων του Τσαϊκόφσκι στο πλευρό της Νινέλ Κουργκάπκινα. Εκείνη την περίοδο ήταν ήδη ο διασημότερος χορευτής της ΕΣΣΔ, γνωστός για την εκπληκτική σκηνική του παρουσία, παρά τις τεχνικές του αδυναμίες. Ταυτόχρονα, ήταν γνωστός ως πολύ δύσκολος στη συνεργασία, λόγω της αλαζονίας και των άξεστων τρόπων του. Την 1η Ιούνη 1961 εμφανίστηκε με τα μπαλέτα Κίροφ στο Παλαί ντε Σπορ του Παρισιού στη Λίμνη των Κύκνων, στα πλαίσια ανταλλαγής θιάσων μεταξύ Γαλλίας και ΕΣΣΔ. Οι πηγές είναι αντιφατικές ως προς το αν η φυγή στη Δύση ήταν προσχεδιασμένη από το Νουρέγιεφ ή απόφαση της στιγμής. Σε κάθε περίπτωση όταν του ανακοινώθηκε ότι αντί ο θίασος να συνεχίσει στο Λονδίνο θα επέστρεφε στη Μόσχα άμεσα, χάρη στη βοήθεια των φίλων του Πιέρ Λακότ και Κλάρα Σαιν, διέφυγε από τα καμαρίνια και ζήτησε πολιτικό άσυλο στη Γαλλία.
Συνέχισε την καριέρα του σε ιδιωτικό θίασο χορού, ευελπιστώντας κάποια στιγμή να χορεύει στο Βασιλικό Μπαλέτο του Λονδίνου. Σημαντική υπήρξε η γνωριμία του με το χορευτή Erik Bruhn, με τον οποίο διατηρούσε δεσμό για πολλά χρόνια κι ο οποίες εκλέπτυνε το κάπως ακατέργαστο ακόμα στιλ του.
Χάρη σε πρόσκληση της σπουδαίας Αγγλίδας πρίμα μπαλερίνας Μαργκότ Φοντέιν, να συμμετάσχει σε Γκαλά προς τιμήν της Βασιλικής Ακαδημίας Χορού στις 2 Νοέμβρη 1961 ξεκίνησε μια από τις ιστορικότερες χορευτικές συμπράξεις του 20ου αιώνα. Η πρώτη τους εμφάνιση ως χορευτικό ζευγάρι έγινε με το μπαλέτο “Ζιζέλ” στις 21 Φλεβάρη 1962 στην Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν, που έληξε με τους δυο χορευτές να επιστρέφουν 23 φορές στη σκηνή από το χειροκρότημα. Τελικά το όνειρό του για ένταξη στο Βασιλικό Μπαλέτο δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά η καριέρα του σε διάφορους θιάσους αλλά και με δικές του παραγωγές υπήρξε σε διαρκή ανοδική και εξαιρετικά προσοδοφόρα πορεία, καθώς ήταν από τους ελάχιστους χορευτές της εποχής που είχαν τόσο ψηλό κασέ.
Ο Νουρέγιεφ μετέδωσε τη σοβιετική δεξιοτεχνία και αθλητική παρουσία στη Δύση, σηματοδοτώντας την Αναγέννηση του κλασικού χορού. Η φήμη του ζεύγους Νουρέγιεφ-Φοντέιν ήταν τέτοια που όσο ζούσαν, “Η κυρία με τας καμελίας”, που χορογραφήθηκε ειδικά για τους ίδιους από τον Φρέντερικ Άστον το 1963, δεν ξαναπαρουσιάστηκε με άλλη σύνθεση ως το θάνατό τους. Ιστορία έγραψε και η εμφάνισή τους στις 9 Φλεβάρη 1965, όταν παρουσίασαν στην Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν τον “Ρωμαίο και Ιουλιέτα” του Προκόφιεφ με μια χορογραφία από την ΕΣΣΔ, προκαλώντας χειροκρότημα 40 λεπτών. Εκτός από το κλασικό μπαλέτο, πειραματίστηκε και με το σύγχρονο χορό, ιδιαίτερα κατά τη συνεργασία του με Εθνικό Μπαλέτο της Ολλανδίας.
Το 1964 εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, όπου ως το 1988 δούλεψε ως χορευτής και χορογράφος του Μπαλέτου της Κρατικής Όπερας της Βιέννης. Έχοντας χάσει τη σοβιετική ιθαγένεια μετά τη φυγή του, έλαβε το 1982 χάρη σε μεσολάβηση του τότε διευθυντή της σκηνής Γκέρχαρντ Μπρούνερ την αυστριακή ιθαγένεια. Το 1983 έγινε διευθυντής του Μπαλέτου της Όπερας των Παρισίων, προωθώντας νέους χορευτές, όπως τη Συλβί Γκιγιέμ, που υπήρξε και παρτεναίρ του.
Συνέχισε να εργάζεται παρότι η ασθένεια του προχωρούσε. Πιθανολογείται ότι κόλλησε AIDS στις αρχές του ’80. Το 1992 κατά τη διάρκεια της παράστασης Λα Μπαγιαντέρ κατέρρευσε επί σκηνής. Λίγους μήνες μετά, στις 6 Γενάρη 1993, σε ηλικία 54 ετών έχασε τη μάχη με την αρρώστια και λίγες μέρες μετά, βάσει της τελευταίας του επιθυμίας τάφηκε στο ρωσικό νεκροταφείο Σαιν-Ζενεβιέφ-ντε-Μπουά στο Παρίσι. Το 1996 στήθηκε ένα ασυνήθιστο ταφικό μνημείο στο σημείο, σχεδιασμένο από τον Ιταλό σκηνογράφο Έτσο Φριτζέριο.