Αυτοκράτορας Γουλιέλμος Α’: Ένας σκληρός αντεπανάστατης με υστεροφημία “μετριοπαθούς”
Ο πρώτος Κάιζερ του γερμανικού κράτους πρωτοστάτησε στην καταστολή των επαναστατικών κινημάτων της εποχής του, η αγαστή εν πολλοίς συνεργασία του ωστόσο με τον αγαπημένο της αστικής ιστοριογραφίας καγκελάριο Μπίσμαρκ, του εξασφάλισε μια θέση στο πάνθεον των μετριοπαθών ηγεμόνων του 19ου αιώνα.
Ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Λουδοβίκος γεννήθηκε σαν σήμερα το 1797, ως δεύτερος γιος του βασιλιά Φρειδερίκου Γουλιέμου Γ’ και της Λουΐζας του Μεκλεμβούργου στο Βερολίνο. Από την ηλικία των 4 ετών τη διαπαιδαγώγησή του ανέλαβε ο Πρώσος θεολόγος και παιδαγωγός Γιόχαν Γκότλιμπ Ντελμπρύκ, ενώ σε ηλικία 10 ετών ξεκινά τη στρατιωτική του εκπαίδευση στον προσωπικό στρατό. Το 1814 συμμετείχε στους Ναπολεόντιους πολέμους, συνοδεύοντας τον πατέρα του στην εκστρατεία κατά της Γαλλίας, κι αποσπώντας το Σιδηρούν Σταυρό για τις υπηρεσίες του. Η σταδιοδρομία του στο στρατό συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, ενώ το 1829 παντρεύτηκε κατόπιν συνοικεσίου τη πριγκίπισα Αυγούστα της Σαξωνίας-Βαϊμάρης-Άιζεναχ, χωρίζοντας τη νεανική του αγάπη Ελίζα φον Ρατζίβιλ, κόρη Πολωνού ευγενούς, καθώς αυτή η σχέση δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του πρωσικού βασιλικού οίκου. Το ζευγάρι είχε διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις, καθώς η Αυγούστα ήταν υπέρ μετριοπαθών μεταρρυθμίσεων για να αποσοβηθεί ο επαναστατικός κίνδυνος, ενώ ο Γουλιέλμος αντιθέτως έτρεφε βαθιά απέχθεια για οποιαδήποτε εκδοχή φιλελευθερισμού.
Το 1840 λαμβάνει τον τίτλο του “Πρίγκηπα της Πρωσίας”, καθώς ο βασιλιάς αδερφός του ήταν άτεκνος κι έτσι ο Γουλιέλμος ανέβαινε στην πρώτη θέση της ιεραρχίας διαδοχής. Αν και αντίθετος στη συγκέντρωση Πρωσικού Κοινοβουλίου, υπέγραψε από σεβασμό στον αδερφό του το σχετικό διάταγμα για τη σύγκλησή του το 1847. Στην επανάσταση του Μάρτη του 1848 στο Βερολίνο πρωτοστάτησε στη βίαιη καταστολή των εξεγερμένων, κάτι που ανάγκασε τον αδερφό του να τον στείλει μεταμφιεσμένο ως έμπορο στην Αγγλία, λόγω του μίσους που έτρεφε ο λαός στο προσωπό του. Σύντομα ωστόσο επέστρεψε ως διοικητής της στρατιάς που κατέστειλε εξεγέρσεις στις περιοχές της Βάδης και της Παλατίας το 1849.
Στο διάστημα 1849-1858 ως γενικός κυβερνήτης των πρωσικών επαρχιών Βεστφαλίας και Ρηνανίας άρχισε να βλέπει τα οφέλη ενός ελεγχόμενου φιλελευθερισμού για τη μοναρχία, επηρεαζόμενος από τον ιστορικό Μαξιμίλια Ντούνκερ και τους νομικούς Αύγουστο Φον Μετμαν-Χόλβεγκ και Κλέμενς Τέοντορ Πέρτες. Μετά τη νευρολογική ασθένεια του αδερφού του αναλαμβάνει το 1857 καθήκοντα αντιβασιλιά και το 1858 ορκίζεται πίστη στο πρωσικό σύνταγμα, παρά την αντίθετη εισήγηση του αδερφού του, ενώ διατήρησε το σύνταγμα και μετά το θάνατο του τελευταίου το 1861, που στη διαθήκη του είχε ορίσει ως τελευταία επιθυμία του την κατάργηση του νομοθετικού αυτού περιορισμού των μοναρχικών εξουσιών. Μάλιστα διόρισε υπουργό τον φιλελεύθερο Καρλ Άντον φον Χοεντσόλερν-Ζιγκμάρινγκεν, εγκαινιάζοντας τη λεγόμενη “Νέα Εποχή” για την Πρωσία. Στις 14 Ιούλη της ίδιας χρονιάς ο φοιτητής Όσκαρ Μπέκερ προσπάθησε να δολοφονήσει το Γουλιέλμο, ο οποίος τραυματίστηκε μόνο ελαφρά. Στις 18 Οκτώβρη ενθρονίζεται ως βασιλιάς της Πρωσίας, η πρώτη τέτοια τελετή στην Πρωσία μετά το 1701 και η μοναδική του είδους της κατά το 19ο αιώνα. Το 1862, όταν η πρωσική βουλή αρνείται τη χρηματοδότηση των στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων, ξεσπά συνταγματική κρίση στο κρατίδιο, η οποία λήγει με το διορισμό του Όττο φον Μπίσμαρκ ως πρωθυπουργού.
Επρόκειτο για την απαρχή μιας στενής συνεργασίας μεταξύ των δύο ανδρών, που κράτησε ως το θάνατο του Γουλιέλμου, παρά τις επιμέρους ενστάσεις σε θέματα τακτικής. Στις πολεμικές περιπέτειες που ακολουθούν πρωτοστατεί ως αρχηγός του πρωσικού στρατού, με αποκορύφωμα το γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870, όταν και ηγείται της αποφασιστικής για την πρωσική επικράτηση μάχης του Σεντάν. Το 1871 στις Βερσαλλίες ανακηρύσσεται Κάιζερ του νεοσύστατου ενωμένου γερμανικού κράτους. Ο 74χρονος τότε αυτοκράτορας είχε αποδεχτεί διστακτικά τον τίτλο, καθώς προτιμούσε κατά πολύ τον τίτλο του Βασιλιά της Πρωσίας. Όπως έλεγε ο ίδιος στο γιο του και διάδοχό του, αναγκάστηκε να ανταλλάξει “το λαμπρό πρωσικό στέμμα με αυτό το βρωμόστεμμα”. Ο ίδιος αποσύρθηκε εν πολλοίς από τα πολιτικά δρώμενα, διάγοντας λιτή ζωή και αφήνοντας τις κυβερνητικές υποθέσεις στα χέρια του πρώτου Γερμανού καγκελαρίου, Μπίσμαρκ, λόγοι για τους οποίους η γερμανική αστική ιστοριογραφία μέχρι σήμερα σκιαγραφεί ένα συχνά αγιογραφικό πορτρέτο του “συνετού” αυτοκράτορα. Μέσα στο 1878 σημειώθηκαν δύο ακόμα απόπειρες δολοφονίας εναντίον του, οι οποίες έδωσαν στο Μπίσμαρκ την αφορμή για την απαγόρευση της δράσης του σοσιαλιστικού και εργατικού κινήματος εντός κι εκτός βουλής με το διαβόητο “Νόμο περί σοσιαλιστών”.
Το 1879 σημειώθηκε η μοναδική σοβαρή του σύγκρουση με το Μπίσμαρκ, όταν χωρίς άδεια από την κυβέρνηση, ταξίδεψε στη Ρωσία προκειμένου να μεσολαβήσει στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ τσάρου Αλεξάνδρου Β’ και Γερμανίας, καθώς ο Ρώσος ηγεμόνας ένιωθε ότι στο συνέδριο του Βερολίνου της προηγούμενης χρονιάς η χώρα είχε φερθεί “αχάριστα” έναντι των τσαρικών βλέψεων. Ο Μπίσμαρκ, απειλώντας με παραίτηση, εξανάγκασε τον αυτοκράτορα να επιστρέψει στη χώρα και να συμμορφωθεί με την πολιτική συμμαχιών της Γερμανίας με την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία.
Στις 18 Σεπτέμβρη 1883, ομάδα αναρχικών στο Ρίντεσχαϊμ επιχείρησε την τελευταία απόπειρα κατά της ζωής του Κάιζερ με δυναμίτιδα, που απέτυχε λόγω του βροχερού καιρού. Τελικά αποβίωσε μετά από σύντομη ασθένεια στις 9 Μάρτη 1888. Ο εγγονός του, αυτοκράτορας Γουλιέλμος, ανήγειρε στο διάστημα της βασιλείας του (1888-1918) περίπου χίλια μνημεία προς τιμήν του παππού του, η προσπάθειά του ωστόσο να καθιερώσει το προσωνύμιο “Μέγας Γουλιέλμος” για εκείνον, συνάντησε έντονη απόρριψη, τόσο του λαού, όσο και αυτών ακόμα των συντηρητικών ιστοριογράφων της εποχής.