Νυρεμβέργη, 1945-46, τα όρια του αστικού αντιφασισμού -Α’ μέρος
Το ζήτημα της ενοχής της ναζιστικής γερμανικής κυβέρνησης της Γερμανίας συνδεόταν με προσεκτικούς σχεδιασμούς των καπιταλιστικών και αποικιοκρατικών δυνάμεων για τον τρόπο με τον οποίο θα μηδενιζόταν η ενίσχυση της Σοβιετικής Ένωσης μέσα από την ήττα της Γερμανίας. Η επανάληψη του σκηνικού των «πολεμικών επανορθώσεων» σε όφελος των κομμουνιστών ήταν κάτι το αδιανόητο για τους δυτικούς.
(Κείμενο ομιλίας σε εκδήλωση της ΠΚΣ στο Τμήμα Ιστορίας Εθνολογίας του Πανεπιστημίου Θράκης στην Κομοτηνή, στις 11 Μαίου 2017)
Στις 9 Μαίου του 1945 τελείωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος στην Ευρώπη και μαζί του εάν θέλετε η τριακονταετής διαμάχη μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για τη διανομή μιας οικουμένης στο σύνολο της οποίας πλέον είχε επιβληθεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.
Πρωταγωνιστές σε αυτή τη νίκη ήταν και πάλι οι Λαοί της Ευρώπης και, στην πρώτη γραμμή του αγώνα η πατρίδα των εργατών, η Σοβιετική Ένωση. Ο Κόκκινος Στρατός και στο πλάϊ του το μαζικό κίνημα Αντίστασης που ξεπήδησε από τους εργαζόμενους σε κάθε γωνιά της Ευρώπης, αναμετρήθηκαν με το Τρίτο Ράϊχ αλλά και και τη ναζιστική Νέα Ευρώπη. Αυτές οι λαϊκές δυνάμεις έδωσαν τη δύναμη, τον ενθουσιασμό, τη θέληση, το πείσμα για να συντριβεί ο ναζισμός.
Οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια: Περισσότερα από είκοσι εκατομμύρια θύματα έδωσε η Σοβιετική Ένωση σε αυτόν τον τιτάνιο αγώνα. Περισσότερα από έντεκα εκατομμύρια πολίτες της ηπείρου θανατώθηκαν στα στρατόπεδα εργασίας και θανάτου, ως Εβραίοι (μολυσμένοι πίστευαν οι Ναζί με την ασθένεια του μπολσεβικισμού), ως Ρομά, ως αντάρτες, ως αντιστασιακοί, ως σοβιετικοί αιχμάλωτοι, ως ανίκανοι για εργασία ή απλά ως «φυλετικά κατώτεροι». Τα «αντίποινα» των κατακτητών, οι αναρίθμητες εκτελέσεις «για παραδειγματισμό», οι πυρπολήσεις χωριών μαζί με τους κατοίκους τους, τα «πογκρόμ» των ομάδων εκκαθάρισης (Einzatzgruppen) πρόσθεσαν ακόμα τρία ως πέντε εκατομμύρια στον λογαριασμό. Εκατόν πενήντα χιλιάδες εκτελέστηκαν στην τρομερή χαράδρα του Μπάμπι Γυάρ στο Κίεβο της Ουκρανίας, εξήντα χιλιάδες εκτελέστηκαν στην Οδησσό – αυτή τη φορά από Ρουμάνους φασίστες.
Και μαζί με αυτά, κοντά σε αυτά, τα δικά μας Καλάβρυτα, το Δίστομο, ο Χορτιάτης, η Βιάννος, το Κοντομαρί, το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, μια λιτανεία τόπων μαρτυρίου και θυσίας, τόπων αγώνα. Οι Ιταλοί, οι Βούλγαροι οι Γερμανοί φασίστες και ναζί μάτωσαν κάθε γωνιά της πατρίδας μας σε συνεργασία πάντοτε, μην το ξεχνάμε αυτό, με το κατοχικό κράτος και τον ελληνικό φασισμό, τα Τάγματα Ασφαλείας, τη Χωροφυλακή, την Ειδική Ασφάλεια, τους δωσίλογους που τόσο θαυμάζει οι σημερινή δεξιά και αναβαθμίζουν σε κάθε ευκαιρία οι αναθεωρητές της ιστορίας.
Ας έρθουμε όμως στους πρώτους μετά το τέλος του πολέμου μήνες. Τότε που οι τρεις δυνάμεις1 που συγκροτούσαν το συμμαχικό αντι-φασιστικό στρατόπεδο κλήθηκαν να δώσουν απάντηση στο ζήτημα της εξάλειψης του ναζισμού και κολασμού των ηγετών του. Η απάντηση ήταν οι Δίκες της Νυρεμβέργης. Οι δίκες διεξήχθησαν στο πλαίσιο του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου από τις 20 Νοεμβρίου 1945 ως την 1η Οκτωβρίου 1946 στην βαυαρική πόλη της Νυρεμβέργης εκεί όπου λίγα χρόνια νωρίτερα το ναζιστικό κόμμα οργάνωνε τα συνέδρια του και τις συνακόλουθες μυστικιστικές τελετουργίες, όπου έκαιγε βιβλία και όπου διαμόρφωνε τους φυλετικούς του νόμους.
Οι δίκες καταδίκασαν τον επιθετικό πόλεμο, την συνωμοσία κατά της ειρήνης, και τα ναζιστικά εγκλήματα πολέμου. Ταυτόχρονα όμως κατέδειξαν ότι δεν ήταν κοινή η πρόθεση για εκμηδένιση του ναζισμού και τελικό ξερίζωμά του από την ιστορία της ανθρωπότητας.
-.-.-
Στην πραγματικότητα οι γνώσεις μας για την Δίκη της Νυρεμβέργης έχουν έντονα επηρεαστεί από το κυρίαρχο Αμερικανο-βρετανικό αφήγημα γι’ αυτήν2. Σύμφωνα με αυτό επρόκειτο για τον θρίαμβο της ελευθερίας και του δικαίου πάνω στην εγκληματική φύση των ναζί και ολοκλήρωσε με τον καλύτερο τρόπο τον πόλεμο ενάντια στη ναζιστική Γερμανία: ήταν ο τελικός διακανονισμός των λογαριασμών που είχε ανοίξει η φιλελεύθερη ανθρωπότητα με τον χιτλερισμό. Κάτω από αυτή τη σκοπιά η δίκη αποτελούσε συνάμα και μάθημα ή και προειδοποίηση σε όλους όσους επιβουλεύονταν τις ανθρώπινες ελευθερίες, τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και τις φιλελεύθερες αξίες. Με βάση την αφήγηση αυτή, η δίκη προδίκαζε την τύχη όλων εκείνων που ο «ελεύθερος κόσμος» θα χαρακτήριζε ως εχθρούς των αξιών του.
Το απτό παράδειγμα του τι σήμαινε αυτό το είδαμε στο ειδικό δικαστήριο για τον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία όπου πολλές φορές, εντός ή εκτός του δικαστηρίου, έγινε υπόμνηση της Δίκης της Νυρεμβέργης. Οι δίκες κατά των εγκληματιών πολέμου της Γιουγκοσλαβίας –συνήθως μέλη της ηγεσίας της Σερβίας και αξιωματούχοι των σερβικών θυλάκων- θεωρήθηκαν από πολλούς συνέχεια των νομικών αξιών που κατοχυρώθηκαν στην Νυρεμβέργη.
Αργότερα καθώς μεσολάβησαν οι «Δίδυμοι Πύργοι», οι συνακόλουθες επιθέσεις-εισβολές σε Αφγανιστάν, Ιράκ, η «αραβική άνοιξη» και η γενίκευση του πολέμου στην Μέση Ανατολή, τα ζητήματα απλοποιήθηκαν. Οι δυτικές δυνάμεις έκριναν ότι η όποια δίκη θα ήταν περιττή πολυτέλεια για τις προαποφασισμένες φρικιαστικές εκτελέσεις του Σαντάμ Χουσείν, του Ανουάρ Καντάφι, του Μπιν Λάντεν ή άλλων ανάλογων «εχθρών της ελευθερίας» – της δυτικής καπιταλιστικής εκδοχής της εξυπακούεται. Η επιλεκτική δολοφονία –έξω από κάθε δικαστική διαδικασία- ηγετικών στελεχών των «τρομοκρατικών» οργανώσεων –όπως η τρομοκρατία ορίζεται στις ΗΠΑ- είναι πλέον καθεστώς καθώς μάλιστα τη «διευκολύνουν» τα νέα τεχνικά μέσα.
Στο δυτικό λοιπόν περί Νυρεμβέργης αφήγημα η παρουσία της Σοβιετικής Ένωσης στη δίκη σχεδόν αποσιωπάται ή στην περίπτωση που αναφέρεται θεωρείται «αναγκαίο κακό» που όμως δεν εμπόδισε σε τίποτε τον προαναφερόμενο θρίαμβο της φιλελεύθερης αντίληψης3. Ο Αμερικανός Γενικός Εισαγγελέας στη δίκη, ο Robert Jackson ηρωοποιήθηκε εξαιτίας και της επιτευχθείσης από αυτόν «απομόνωσης» της σοβιετικής αντιπροσωπείας σε όλα τα σημαντικά σημεία της δίκης. Το αφήγημα αυτό είναι δημιούργημα των μετά τη δίκη καιρών, εμπλουτισμένο με πλήθος νέα «στοιχεία» στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η σχέση του με την ιστορική αλήθεια είναι κυριολεκτικά σχετική.
Στην πραγματικότητα οι βασικοί παρονομαστές των όσων έγιναν στη Νυρεμβέργη απουσιάζουν από το παραπάνω αφήγημα. Το πρώτο ζήτημα είναι εκείνο της ενιαίας στάσης των συμμάχων απέναντι στην μορφή, τη διαδικασία, τους στόχους της δίκης. Η απόσταση που χώριζε τη Σοβιετική Ένωση από τις τρεις καπιταλιστικές δυνάμεις αποδείχθηκε τεράστια τόσο στην προπαρασκευή, όσο και στη διάρκεια της δίκης. Το «επίσημο αφήγημα» ψεύδεται τόσο ως προς την ενότητα αυτή (η οποία παρουσιάζεται ως υποταγή της Σοβιετικής Ένωσης σε μια διαδικασία που «αριστοτεχνικά» -επιμένει όλη τη δυτική βιβλιογραφία σε αυτό- διεύθυνε ο Αμερικανός Γενικός Εισαγγελέας της δίκης Robert Jackson), ως και προς τη θέση και το ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης σε αυτήν.
Στην πραγματικότητα η Σοβιετική Ένωση πρωταγωνίστησε στην ιδέα της δικαστικής δίωξης των ηγετών του ναζιστικού κινήματος και του ναζιστικού γερμανικού κράτους μεταπολεμικά, μη εξαιρώντας ούτε τα στηρίγματά τους στον οικονομικό ή στον ιδεολογικό τομέα. Η θέση της Σοβιετικής Ένωσης αποτυπώθηκε στο βιβλίο του σοβιετικού νομικού Τραϊνίν που κυκλοφόρησε στη Μόσχα το 1944 με τίτλο «Η εγκληματική ευθύνη των χιτλερικών». Το βιβλίο θεμελίωνε τη δικαστική δίωξη της ηγεσίας του ναζισμού τόσο για τα πολύμορφα εγκλήματα που διέπραξε στην διάρκεια του πολέμου, όσο και για τον σχεδιασμό και την εξαπόλυση του τελευταίου.
Η σοβιετική θέση ερχόταν σε αντίθεση και σε σύγκρουση με όσα συζητούσαν στην δυτική πλευρά της συμμαχίας εκείνο τον καιρό. Να αναφερθούμε για παράδειγμα στο περίφημο σχέδιο Μοργκεντάου –υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ στην διάρκεια του πολέμου- που επεξεργάστηκε και δημοσιοποίησε το υπουργείο οικονομικών σε συνεργασία με το Σταίητ Ντηπάρτμεντ και τις διπλωματικές υπηρεσίες των ΗΠΑ. Σύμφωνα με αυτό θα γίνονταν συνοπτικές και έξω από δίκη εκτελέσεις των κεφαλών του ναζιστικού κόμματος και κράτους σε μια χώρα που θα τοποθετούνταν για το σκοπό αυτό «εκτός νόμου» -τη Γερμανία. Η τελευταία δε θα μετατρεπόταν σε αγροτική κοινωνία μετά τη μεθοδική καταστροφή ή κατάσχεση όλων των πολεμικών βιομηχανικών της υποδομών και συγκροτημάτων αλλά και όσων αντίστοιχων θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στην ανοικοδόμηση και επαναλειτουργία των πρώτων4.
Το σχέδιο αυτό απέβλεπε δευτερευόντως στην μόνιμη εξάλειψη ενός ανταγωνιστικού προς την αμερικανική βιομηχανία και τον αμερικανικό καπιταλισμό κράτους5 αλλά κυρίως απέβλεπε στην αποτροπή δημιουργίας κανόνων διεθνούς δικαίου οι οποίοι θα περιόριζαν τη δράση των δυνάμεων που εξήλθαν ισχυρές από τον πόλεμο, των ΗΠΑ δηλαδή.
Σε αντίθετη κατεύθυνση το σοβιετικό σχέδιο απέβλεπε ακριβώς στην πρόληψη ενός άναρχου μεταπολεμικού κόσμου όπου θα βασίλευε το δίκιο του πλέον ισχυρού. Η δημιουργία ενός πλέγματος διεθνούς δικαίου όπου θα καταδικαζόταν κατηγορηματικά ο επιθετικός, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και τα εγκλήματα που εκπορεύονταν από αυτόν, θα ήταν μια εγγύηση (όση αξία θα μπορούσαν να έχουν οι εγγυήσεις σε ένα καπιταλιστικό κόσμο που ορίζεται από τους ξέφρενους ανταγωνισμούς) για την εξαντλημένη από τον πόλεμο Σοβιετική Ένωση.
Η σοβιετική πρόταση ήταν πολύ συγκεκριμένη και ουσιαστική σε τρόπο ώστε πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να την απορρίψουν οι δυτικοί σύμμαχοι. Το σχέδιο Μόργκεντάου πέρασε λοιπόν στην ιστορία και αποφασίστηκε η παραπομπή σε δίκη των πρωταίτιων του ναζισμού, του πολέμου και των εγκλημάτων. Σε καμία περίπτωση αυτό δεν σήμαινε ότι οι δυτικές δυνάμεις υιοθέτησαν τις σοβιετικές θέσεις και προσδοκίες.
-.-.-
Η σοβιετική πρόταση, η ιδέα για την σύγκληση διεθνούς δικαστηρίου επικράτησε –με τον τρόπο που είδαμε νωρίτερα. Δεν επικράτησε απλά και μόνο επειδή κρίθηκε λογική πρόταση. Πολιτικές ανάγκες επέβαλαν την υιοθέτησή της. Καθώς ο ναζισμός ως πολιτικό σχέδιο και πρακτική είχε γοητεύσει πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου σημαντικό μέρος των αστικών ελίτ -οικονομικών, πνευματικών, πολιτικών- της Ευρώπης κρίθηκε ότι χρειαζόταν ένα είδος αυστηρής νομολογίας που θα λειτουργούσε ως νομικό και θεσμικό φράγμα ενάντια στα τυχόν κληροδοτήματα αυτής της εποχής. Η διαπίστωση αυτή συνηγορούσε στην σοβιετική πρόταση για ειδικό δικαστήριο.
Η ανάγκη για ανασυγκρότηση των αστικών πολιτικών δυνάμεων που είχαν ανεπανόρθωτα εκτεθεί με τη στάση τους στην διάρκεια του πολέμου και στο πλαίσιο της Νέας Ευρώπης ήταν ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί. Η ανάδειξη αξιόπιστων αστικών πολιτικών σχημάτων ήταν ουσιαστική προϋπόθεση στην κατεύθυνση της ανάσχεσης του κομμουνισμού.
Η δίκη εκτός από νομολογία θα χρησίμευε και ως τομή με το κακό παρελθόν της Γερμανίας αλλά και της ναζιστικής Νέας Ευρώπης. Θα αποτελούσε το πρόπλασμα για τις «εθνικές» διαδικασίες αποναζιστικοποίησης – κάθαρσης δηλαδή του αστικού κόσμου από το άγος της συμπόρευσης ή της παράδοσης στους ναζί.
Δύο ζητήματα έπρεπε να επιλυθούν πριν συγκληθεί το διεθνές δικαστήριο. Το πρώτο αφορούσε τη διπλωματική –ας την πούμε έτσι- παράδοση που δημιουργήθηκε την επαύριο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Στη συγκυρία του 1919 είχε κριθεί νόμιμη και επιβεβλημένη η δικαστική δίωξη ενάντια στην πολιτική ηγεσία του κράτους που εξαπέλυσε τον πόλεμο. Η κίνηση δεν είχε σχέση με τυχόν φιλειρηνικές αρχές και αξίες αλλά εξυπηρετούσε μια συγκεκριμένη ανάγκη. Το υπέρμετρο κόστος του πολέμου – για νικητές και ηττημένους- επέβαλε την μετακύλισή του στους ηττημένους. Η έννοια των νόμιμων πολεμικών επανορθώσεων ή αποζημιώσεων εκτοξεύθηκε με τον τρόπο αυτό μέχρι του σημείου να επιτρέπει την μεταπολεμική λεηλασία του ηττημένου κράτους.
Το πρόβλημα γινόταν πιο έντονο από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των πολεμικών δαπανών της Βρετανίας και της Γαλλίας είχε εξυπηρετηθεί από εξωτερικό δανεισμό, αμερικανικό για την ακρίβεια. Η πίεση για την εξόφληση των δανείων της πολεμικής περιόδου παρουσιάστηκε πιεστική στο τέλος του πολέμου. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες των νικητών πολλαπλασιάζονταν από την ανάγκη αποκατάστασης βιώσιμων σχέσεων με αποικίες ή κτήσεις που είχαν υποβληθεί σε θυσίες υπέρ της μητρόπολης στη διάρκεια του πολέμου, την αναδιοργάνωση της οικονομίας και την εξασφάλιση κάποιων παροχών για τους στρατεύσιμους που επέστρεφαν στην δύσκολη ειρηνική ζωή. Η επανάσταση ήταν εκείνο τον καιρό χειροπιαστή εκδοχή των επερχόμενων και ουδείς επιθυμούσε να διακινδυνεύσει σχετικές εξελίξεις.
Για να στηριχθεί μια τόσο απόλυτη απαίτηση χρειάστηκε η ηθική-νομική προεργασία. Η έννοια της ενοχής ως προς την πρόκληση του πολέμου έγινε βασικό στοιχείο της διπλωματίας και η Γερμανία καταδικάστηκε ως πρώτος υπαίτιος γι αυτόν. Εξυπακούεται ότι στη διπλωματία δεν χωρούσαν λεπτομερείς αναλύσεις περί ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και καπιταλιστικών συμφερόντων και έτσι, τα πραγματικά αίτια του πολέμου κρύβονταν κάτω από το χαλί της «γενικής ενοχής» μιας ολόκληρης χώρας.
Στα 1945, οι οικονομικές υποχρεώσεις που είχαν επιβληθεί στην Γερμανία στον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο –σημαντικά μειωμένες μέσα από μια σειρά επιπρόσθετων συμφωνιών- ήταν ακόμη ενεργές και απαιτητές, ο κόσμος όμως δεν ήταν πλέον ίδιος με εκείνον του 1919. Η ουσιαστική αλλαγή οφειλόταν στην παρουσία της Σοβιετικής Ένωσης. Η τελευταία είχε επωμιστεί το κύριο βάρος του αγώνα ενάντια στη ναζιστική Γερμανία και είχε πληρώσει σε αυτόν το αγώνα βαρύτατο τίμημα τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και σε υλικά αγαθά και υποδομές.
Για τις καπιταλιστικές δυνάμεις του συμμαχικού στρατοπέδου ήταν αδιανόητη η επανάληψη του σκηνικού του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου στον Δεύτερο. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να επωφεληθεί η Σοβιετική Ένωση από την ήττα της Γερμανίας και να πάρει τα όσα δίκαια απαιτούσε: όχι «τιμωρητικές» οικονομικές επιβαρύνσεις αλλά κλασσικές επανορθώσεις για τα όσα ο εισβολέας προκάλεσε στην χώρα.
Η φαινομενικά ριζοσπαστική αντι-μιλιταριστική και αντι-ναζιστική πρόταση του υπουργού οικονομικών των ΗΠΑ Χένρυ Μόργκεντάου, για πλήρη αποβιομηχάνιση της Γερμανίας και μετατροπή της σε ένα ουδέτερο αγροτικό χώρο, στόχευε στην πρόληψη της επικίνδυνης για τον καπιταλιστικό κόσμο εξέλιξης: της οφειλόμενης δηλαδή πληρωμής γερμανικών επανορθώσεων στην ΕΣΣΔ η οποία και θα περιλάμβανε και μεταφορά τεχνογνωσίας και μονάδων παραγωγής σε αυτήν6.
Το ζήτημα της ενοχής της ναζιστικής γερμανικής κυβέρνησης της Γερμανίας συνδεόταν διαμέσου αυτών των διπλωματικών, οικονομικών και πολιτικών υπολογισμών με προσεκτικούς σχεδιασμούς των καπιταλιστικών και αποικιοκρατικών δυνάμεων για τον τρόπο με τον οποίο θα μηδενιζόταν η ενίσχυση της Σοβιετικής Ένωσης μέσα από την ήττα της Γερμανίας. Η επανάληψη του σκηνικού των «πολεμικών επανορθώσεων» σε όφελος των κομμουνιστών ήταν κάτι το αδιανόητο για τους δυτικούς. Φυσικά «για να μην πάρουν οι κομμουνιστές», δεν πήρε ούτε η Ελλάδα, αυτό όμως είναι ένα άλλο ζήτημα….
1 Η Σοβιετική Ένωση, οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία.
2 Hirsch Francine, “The Soviets at Nuremberg: International Law, Propaganda and the Making of the Postwar Order”, in The American Historical Review, vol. 113, n. 3 (Jun., 2008), pp. 701-730, 701. Επίσης, Sadat Leila Nadya, “The Nuremberg Paradox”, in The American Journal of International Law, vol. 58, n. 1 (Winter 2010), pp. 151-204, 152.
3 Hirsch, 706.
4 Η σχετική συζήτηση –στο επίπεδο των διασκέψεων κορυφής των συμμάχων- έφθασε μάλιστα μέχρι τις βιομηχανίες μεταλλικών επίπλων. Κρίθηκαν και αυτές επικίνδυνες για τυχόν επανεξοπλισμό της Γερμανίας.
5 Ο στόχος αυτός υλοποιήθηκε μερικά στις δίκες που διεξήχθησαν στην Νυρεμβέργη στα 1946-1947 με ευθύνη αποκλειστικά της αμερικανικής στρατιωτικής διοίκησης. Μέσα σε αυτές πραγματοποιήθηκε η ανακατανομή των μεριδίων ισχυρών ομίλων στην γερμανική βιομηχανία σε όφελος των αμερικανικών συμφερόντων –κρατικών και ιδιωτικών.
6 Το σχέδιο, στο όνομα της ανάγκης για εξουδετέρωση τυχόν μελλοντικού στρατιωτικού δυναμικού της Γερμανίας πρόκρινε την καταστροφή των μη μεταφερόμενων εγκαταστάσεων σε τρόπο ώστε να περιοριστεί το όποιο όφελος θα μπορούσε να έχει η Σοβιετική Ένωση. Από την άλλη απέρριπτε τις «πολεμικές επανορθώσεις» καθώς αυτές θα αντικαθίσταντο από εδαφικές παραχωρήσεις.