“Γράψε ότι εδώ θα γίνει Στάλινγκραντ”-Το ΝΑΤΟ ξεκινά τους βομβαρδισμούς στη Σερβία
Ένα ακόμα ιμπεριαλιστικό έγκλημα πραγματοποιήθηκε επί 78 μέρες, αφήνοντας πίσω του χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, μεγάλες υλικές ζημιές και προσθέτοντας μία ακόμα χαίνουσα πληγή στην “πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης”.
Σαν σήμερα το 1999 ξεκίνησε η διάπραξη ενός ακόμα στυγερού πολεμικού εγκλήματος του ΝΑΤΟ και των συμμάχων του, μεταξύ των οποίων και η τότε ελληνική κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, του μεγαλύτερου σε έκταση ως εκείνη τη στιγμή στην ιστορία του οργανισμού,. Δεν ήταν άλλο από το βομβαρδισμό της Σερβίας επί 78 ημέρες, με αφορμή την άρνηση του τότε ηγέτη της χώρας Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, να μετατραπεί η χώρα του σε νατοϊκό προτεκτοράτο, με την αποστολή, μεταξύ άλλων, “ειρηνευτικής δύναμης” στο Κόσοβο, σύμφωνα με τη διάσκεψη του Ραμπουιγιέ. Ο Μιλόσεβιτς στιγματίστηκε ως υπεύθυνος “γενοκτονίας” κατά Κοσοβάρων, κατηγορίες που ποτέ δεν αποδείχτηκαν δικαστικά. Εξάλλου, η σερβική πλευρά αντέτεινε ότι οι 850.000 πρόσφυγες του Κοσσυφοπεδίου εγκατέλειψαν τα σπίτια τους λόγω της ίδιας της πολεμικής σύρραξης.
Η νατοϊκή υπεροπλία έναντι της μικρής και τεχνολογικά απαρχαιωμένης σερβικής πολεμικής αεροπορίας ήταν συντριπτική, παρότι αξίζει να σημειωθεί ότι η σερβική αεράμυνα, χρησιμοποιώντας σοβιετικά ραντάρ του Β’ παγκοσμίου πολέμου, κατόρθωσε να καταρρίψει ένα “αόρατο” στελθ αμερικανικού βομβαρδιστικού F-117 Nighthawk, γεγονός μοναδικό στην 20χρονη υπηρεσιακή πορεία αυτού του μοντέλου αεροσκάφους. 2.300 επιδρομές πραγματοποιήθηκαν εκείνες τις μέρες από 1.100 μαχητικά ενώ εκατοντάδες πύραυλοι Κρουζ σφυροκοπούσαν τη χώρα κατά το ίδιο διάστημα. Το Βελιγράδι βομβαρδίστηκε 212 φορές, η πρωτεύουσα του Κοσόβου Πρίστινα 374 και το Πρίζρεν 232. Οι καταστροφές υποδομών ήταν τεράστιες, ανερχόμενες σε κόστος άνω των 30 δις.
Πέραν από στρατιωτικούς στόχους, βομβαρδίστηκαν γέφυρες, δρόμοι, εργοστάσια, δημόσια κτίρια και υπηρεσίες, το μέγαρο της σερβικής τηλεόρασης, η κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι, εκκλησίες και σχολεία. Ακόμα και γηροκομεία, λεωφορεία,σανατόρια, τραίνα, προσφυγικοί καταυλισμοί και λαϊκές αγορές έγιναν στόχοι επιθέσεων, που συνήθως βαφτίζονταν “λάθη” από τους νατοϊκούς μακελάρηδες, ενώ και ελληνική ιατρική αποστολή βρέθηκε πολύ κοντά σε αεροπορική επίθεση στις 5 Μάη 1999. Αδιευκρίνιστες παραμένουν ως σήμερα οι απώλειες μεταξύ των αμάχων, καθώς δυτικές οργανώσεις έκαναν λόγο για 500 πολίτες, ενώ η σερβική κυβέρνηση αναφέρει 2.500 νεκρούς αμάχους, από τους οποίους 89 ήταν παιδιά, καθώς και 1.000 στρατιώτες, με τους τραυματίες να ανέρχονται σε 12.500. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του εκπροσώπου του ΝΑΤΟ Ο εκπρόσωπος του ΝΑΤΟ Τζ. Σέι, που δικαιολόγησε την επίθεση κατά αυτοκινητοπομπής Κοσοβάρων προσφύγων συνοδεία Σέρβων αστυνομικών στις 14 Απρίλη, δηλώνοντας: «Ρισκάρουμε τις ζωές των λίγων για να σώσουμε τις ζωές των πολλών».
Οι πληγές του πολέμου, που έληξε στις 11 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, ουσιαστικά δεν έχουν κλείσει ακόμα, όχι μόνο λόγω της τελικής απόσχισης του Κοσόβου, το οποίο μέχρι σήμερα διοικείται ουσιαστικά από το ΝΑΤΟ, που παραμένει με ισχυρά στρατεύματα στην περιοχή, αλλά και λόγω των 2.500 βομβών απεμπλουτισμένου ουρανίου που έχουν σφηνώσει στο έδαφος της χώρας εγκυμονώντας διαρκώς κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Σήμερα, ορισμένα κτίρια στο κέντρο του Βελιγραδίου παραμένουν ερειπωμένα σε ανάμνηση των βομβαρδισμών. Κλείνουμε το κείμενο με μια συγκλονιστική ανταπόκριση των ημερών, όπως δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη της 9ης Απρίλη 1999:
Αφού με προειδοποίησαν για τους πολλαπλούς κινδύνους του ταξιδιού και για την πιθανότητα να μην μπορέσω να εισέλθω στη χώρα ως δημοσιογράφος, ορίσαμε το ραντεβού αναχώρησης την επομένη στα περίχωρα της Βουδαπέστης. Προορισμός μας το Βελιγράδι. Η πόλη που τις τελευταίες μέρες δέχεται τον ανελέητο βομβαρδισμό των ΝΑΤΟικών δολοφόνων.
Μέσω Ουγγαρίας ήταν ο μοναδικός, κάπως ασφαλής, δρόμος. Από Βουλγαρία και ΠΓΔΜ οι δρόμοι είναι μεν ανοιχτοί, αλλά κατεστραμμένοι από τους συνεχείς βομβαρδισμούς και έτσι το πέρασμα καθίσταται αρκετά δύσκολο και επικίνδυνο. Ξεκινήσαμε στις 1 μ.μ. με ένα κλειστό φορτηγάκι. Επρεπε να ταξιδέψουμε μέρα, γιατί όταν πέσει το σκοτάδι οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται. Αφού συνήθως οι πρώτες βόμβες πέφτουν μόλις σουρουπώσει, αν και τίποτε δεν είναι απόλυτο… Στο φορτηγάκι, εκτός από τον οδηγό, είχαμε και ακόμη δύο συνεπιβάτες. Ο Σερτζάν και ο Νεϊμπόσα. Και οι δύο μόνιμοι κάτοικοι Βουδαπέστης. Στην ερώτηση για το σκοπό της επίσκεψής τους και οι δύο απάντησαν με μία φωνή:
– Για τα ιερά και τα όσιά μας. Ενάντια στον φασίστα Κλίντον. Στο Βελιγράδι έχουμε τις μανάδες μας, τα αδέλφια μας, ένα κομμάτι του εαυτού μας.
Ακούγοντας τα λόγια του λύγισα. Η φαινομενική ψυχραιμία με εγκατέλειψε.
– Δεν είστε μόνοι. Είμαστε και εμείς εδώ. Ο ελληνικός λαός, οι απανταχού της Γης αγωνιστές ενάντια στη “νέα τάξη πραγμάτων”, του είπα.
Το ραδιόφωνο αναγγέλλει ότι οι ΝΑΤΟικοί φασίστες χτύπησαν το Βελιγράδι. Απρίλη του 1941 χτύπησαν οι ναζίστες, Απρίλη του 1999 χτύπησαν οι ΝΑΤΟικοί. Θύμα τους το υπουργείο Εσωτερικών. Από θαύμα δε χτυπήθηκε το διπλανό βρεφοκομείο με 70 νεογέννητα μωρά. Τα πρόσωπα των συνεπιβατών μου έσφιξαν και ξέσπασαν σε λυγμούς.
– Είστε και εσείς ένοχοι. Γιατί η κυβέρνησή σας υπέγραψε για τους βομβαρδισμούς. Εμείς σας θεωρούσαμε φίλους. Γιατί;, με ρωτά ο Σερτζάν.
– Εχεις δίκιο για την κυβέρνηση. Αλλά ο λαός μας ήταν και είναι και θα είναι ενάντια στον πόλεμο, ενάντια σε αυτούς που για μια χούφτα δολάρια θέλουν να καταστρέψουν τα κοινά όνειρά μας, το κοινό μέλλον μας, του λέω.
Φτάνουμε στην Κελέμπια. Το συνοριακό πέρασμα μεταξύ Ουγγαρίας – Γιουγκοσλαβίας. Καμία δεκαριά αστυνομικοί με τα αυτόματα στον ώμο μας διατάζουν να δώσουμε τα διαβατήρια για έλεγχο. Ολα εντάξει. Στη συνέχεια αρχίζει ο πράγματι εξονυχιστικός έλεγχος στο λεωφορειάκι και στις αποσκευές μας. Φοβούνται για προβοκάτσιες και για εισαγωγή ειδικών πομπών, που δίνουν το στίγμα στα αεροπλάνα για τους βομβαρδισμούς. Ο έλεγχος τελειώνει. Μπήκαμε στη Γιουγκοσλαβία. Στη χώρα που με νύχια και με δόντια αντιστέκεται στους φασίστες του ΝΑΤΟ.
Πρώτη πόλη η Σουμπότιτσα. Περνάμε χωρίς στάση. Μέχρι τώρα τίποτα δε θυμίζει πόλεμο. Επόμενη στάση μας το Νόβι Σαντ. Αυτή η θαυμάσια πόλη από αρχιτεκτονική άποψη, που έχει επανειλημμένως δεχτεί την άνανδρη επίθεση του ΝΑΤΟ. Εδώ κατοικούν Σέρβοι – Ούγγροι – Μαυροβούνιοι. Ενα καταπληκτικό σύμπλεγμα πολιτισμών, που σε πείσμα των καιρών συνυπάρχουν αρμονικά, παρά τη θέληση των ιμπεριαλιστών να σπείρουν ζιζάνια μεταξύ τους. Κάνουμε μία ολιγόλεπτη στάση για ξεμούδιασμα και μια ανάσα αέρα. Τα παιδάκια εδώ παίζουν και γελούν αμέριμνα. Σα να μη συμβαίνει τίποτε. Το ψυχικό θάρρος και το μεγαλείο αυτού του λαού δεν έχει όρια.
Περνάμε από τη γέφυρα που συνδέει το Νόβι Σαντ με την κεντρική Σερβία. Ο οδηγός μάς δείχνει την άλλη, σε απόσταση λίγων μέτρων, που καταστράφηκε πριν λίγες μέρες. Δεν πέρασε μία ώρα και σε έκτακτο δελτίο ειδήσεων στο ραδιόφωνο ακούσαμε ότι κατέστρεψαν και τη δεύτερη. Αυτή που πριν μία ώρα ήμαστε πάνω της. Αλληλοκοιταχτήκαμε. Ευτυχώς δεν ήμασταν ανάμεσα στους επτά τραυματίες του βομβαρδισμού. Τη γλιτώσαμε για λίγο. Το στομάχι μου άρχισε να σφίγγει και από το μέτωπό μου να τρέχει κρύος ιδρώτας. Αρχισα να αισθάνομαι στο πετσί μου τι σημαίνει πόλεμος. Μέχρι χτες τον έβλεπα στην οθόνη μου και μου φαινόταν κάτι μακρινό. Είναι όμως τόσο κοντά μας. Ισως αύριο να είναι η σειρά μας.
Φτάσαμε στο Βελιγράδι. Από τη στιγμή που ακούσαμε την είδηση για τη γέφυρα, κανείς δεν έβγαλε μιλιά. Ολοι σιωπούσαμε. Οχι από φόβο. Αυτό κάπως το ξεπεράσαμε. Από οργή και αηδία γι’ αυτούς που νομίζουν ότι παίζουν φλίπερ στην οθόνη τους. Που δε θέλουν να κατανοήσουν ότι τα θύματά τους είναι απλοί πολίτες, εργάτες, αγρότες, μαθητές, μανάδες, πατεράδες…
Ζωντάνεψα ξανά όταν φτάσαμε στο Βελιγράδι. Η κίνηση στους δρόμους ήταν ζωηρή. Οπως την ήξερα την εποχή που σπούδαζα στο Βελιγράδι. Αυτή η εικόνα μάς έδωσε θάρρος. Αρχίσαμε να αστειευόμαστε. Το αστείο σε αυτές τις ώρες λειτουργεί καταλυτικά, είναι ένας τρόπος άμυνας ενάντια στην αγωνία και το φόβο. Τέλος του ταξιδιού. Οχι όμως και της περιπέτειας. Γύρω στις 9 μ.μ. άρχισε η σειρήνα να ουρλιάζει. Αυτό που είδα ήταν εκπληκτικό. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που πήραν το δρόμο για τα καταφύγια. Στο Βελιγράδι παντού υπάρχουν καταφύγια. Ο Τίτο είχε προβλέψει γι’ αυτά, όχι όμως και για να ξεριζώσει την αντιπαλότητα μεταξύ των εθνοτήτων, της πολυφυλετικής Γιουγκοσλαβίας.
Ακόμη και αυτοί που μπαίνουν στα καταφύγια μπαίνουν χαμογελαστοί σα να λένε… “ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ”. Μπήκα και εγώ. Ηταν μία πρωτόγνωρη εμπειρία. Μπετόν, έντονος φωτισμός και παντού κρεβάτια, σπαρμένα στη σειρά. Ο υπεύθυνος μάς ενημερώνει ότι είναι σχεδιασμένα να αντέχουν ακόμη και για πυρηνικό πόλεμο.
Προσπαθούμε να πάρουμε λίγες φωτογραφίες. Παρόλο που είχαμε άδεια, ένας αστυνομικός μου παίρνει τη μηχανή και προσπαθεί να με χτυπήσει. Ευτυχώς τον σταματούν. Είναι πράγματι αηδιασμένοι με τα ψέματα πολλών ξένων ΜΜΕ. Του λένε ότι είμαι Ελληνας. Ησυχάζει. Ερχεται και μου ζητά συγνώμη.
– Γιατί δε λες πως είσαι Ελληνας, μου λέει.
Οταν ακούει ότι είμαι και από το “Ριζοσπάστη”, το πρόσωπό του φωτίζεται.
– Είσαι Ελληνας και κομμουνιστής. Σίγουρα θα γράψεις την αλήθεια. Μόνο ένα σου ζητώ. Γράψε ότι εδώ θα γίνει Στάλινγκραντ…