Η ανυπακοή της Αντιγόνης πέραν της εγελιανής διάκλεισης
Η Αντιγόνη -δηλαδή ο Σοφοκλής έστω και χωρίς να το κατανοεί- αμφισβητεί την ίδια την αρχετυπική ύπαρξη του νόμου, θεϊκού και ανθρώπινου.
Η ενασχόληση με την Αντιγόνη του Σοφοκλή ολοκληρώνεται συνήθως, είτε ως η πρωτόλεια ανάγνωση της αντίφασης ανάμεσα στον θεϊκό και τον ανθρώπινο νόμο, είτε στην περίπτωση της εγελιανής οπτικής ως η τοποθέτηση του πραγματικού ως απόρροια μιας έλλογης εμμένειας που απορρέει από τους αναβλύζοντες πόρους της καθολικότητας. Το ερώτημα ωστόσο που ταλανίζει είναι, γιατί το υποκείμενο είναι εντεταλμένο ή αρτιότερα προγραμμένο, να τοποθετηθεί εντός της δεσπόζουσας αν και πλαστής αντίθεσης θεϊκός-ανθρώπινος νόμος, η οποία δε συνιστά παρά την εκφορά μιας κοινότητας κυριαρχίας που σε συγκεκριμένες περιστάσεις ιστορικές και κοινωνικές, μεταμφιέζεται είτε σε ερεβώδης θεϊκή βροχή γονιμοποιώντας το ανθρώπινο, είτε σε γήινη δικαιοσύνη επικαλούμενη τα νομοκανονιστικά συμφραζόμενα της επικρατούσης καθολικότητας.
Στην τραγωδία του Σοφοκλή, ο Κρέοντας εκφράζει και εν πολλοίς εκπροσωπεί, τον ανθρώπινο νόμο, ενώ η Αντιγόνη αποτελεί την γήινη υπενθύμιση της θεϊκής επιταγής, ως εκδοχή μιας ηθικής υπόστασης. Ο Χέγκελ αντιμετωπίζει και προσλαμβάνει τον θεϊκό νόμο ως την αποτύπωση μιας ηθικής υπόστασης που δρα ουσιαστικά, όπως και συνεκτικά, για την ίδια την δομή της κοινότητας, της οποίας συστοιχία αποτελεί το ατομικό υποκείμενο, τόσο δηλαδή η Αντιγόνη όσο και το σώμα του νεκρού Πολυνείκη. Τα ατομικά υποκείμενα υποτάσσονται στους όρους πραγματοποίησης της κοινότητας, καθώς στην σχέση ατομικού/καθολικού, το καθολικό υπερτερεί ως η γνήσια έκφραση της πόλης, δηλαδή της πολιτικής, δηλαδή της κυριαρχίας, της από κοινού συνομολογημένης.
Σύμφωνα με την εγελιανή ερμηνεία λοιπόν, η ηθική υπόσταση της πόλης, χάνεται, εκκενώνεται, όταν προκύπτει η αντίθεση, η εργώδης αντίφαση, μεταξύ θεϊκού και ανθρώπινου νόμου, όταν δηλαδή προκύπτει μια ανάρμοστη αντίφαση στο εσωτερικό του ίδιου του νόμου, που πρέπει ωστόσο να επισημανθεί πως δρομολογείται ακριβώς λόγω της ύπαρξης αυτής της ζωογόνου αντίφασης. Πρόκειται εδώ, για μια ενότητα αντιθέτων όπου τα δύο μέρη της αντίθεσης την νοηματοδοτούν ισότιμα, αν και με διαφοροποιημένες ποιότητες. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στην σχέση ατομικού/καθολικού έτσι και εδώ, το θεϊκό είναι το σημαίνον και το ανθρώπινο το σημαινόμενο.
Ωστόσο, η δραματουργική απεικόνιση της Αντιγόνης στην τραγωδία του Σοφοκλή είναι δυνατόν να ιδωθεί πέραν της τετριμμένης πεζότητας που εγκλωβίζεται στην αντίθεση μεταξύ θεϊκού και ανθρώπινου νόμου και συνεπακόλουθα να αναδυθεί ως η συνολική ρήξη οντολογική και μορφολογική με την ίδια την ουσία και την έκταση του νόμου στην διττή εκδοχή αυτού. Υπό αυτή την οπτική, η καθολικότητα της κυριαρχίας που εκφράζεται μέσα από την διττή αναπαράσταση του νόμου, είναι δυνατόν να προσληφθεί ως υπέρβαση της εγελιανής διάκλεισης, που κατανοεί τον νόμο ως αδιατάρακτη, αυτονόητη, απρόσβλητη και για αυτό διηνεκή καθολικότητα, χωρίς ρωγμές, κενή ενδεχομενικότητας, ενδεής, σε ό,τι αφορά στη δυνατότητα υπερκερασμού αυτής.
Η ανυπακοή της Αντιγόνης υπό αυτό το πρίσμα, είναι η ολιστική άρνηση του νόμου καθώς η θεϊκή υπόσταση αυτού, στην οποία εδράζει την αντίθεσή της προς τον Κρέοντα, δεν συνιστά παρά την αναβλύζουσα πηγή της γήινης εκφοράς ενός νόμου που υπάρχει ακριβώς γιατί αναφέρεται και ενεργοποιείται στην βάση μιας θεϊκής καταγωγής η οποία αποτελεί το αρχικό αλλά και το τελικό σύνορο της κυριαρχίας. Θεϊκός και ανθρώπινος νόμος ταυτίζονται στον βαθμό που η τεχνητή -καθώς πραγματική δεν υφίσταται- αποκοπή του ενός από τον έτερο οδηγεί τελεολογικά στην απόρριψη του όλου, ως αποτέλεσμα της διάθλασης των μερών. Έτσι η Αντιγόνη δηλαδή ο Σοφοκλής έστω και χωρίς να το κατανοεί, αμφισβητεί την ίδια την αρχετυπική ύπαρξη του νόμου, θεϊκού και ανθρώπινου, καθώς η αμφισβήτηση του ενός συμπαρασύρει στην αποτέφρωση και το έτερο μέρος της αντίθεσης, καθώς η μισή άρνηση είτε θα μετουσιωθεί σε ολιστική είτε θα υποταχθεί στα πλαίσια μιας άρνησης που ποτέ δε θα διαβεί τον Ρουβικώνα του μη εφικτού.
Η άρνηση λοιπόν του ανθρώπινου νόμου, που συναρτά την ισχύ του από την ύπαρξη του θεϊκού νόμου, ώστε να συναποτελούν την έκφραση μιας διπλής κυριαρχίας που συνιστά την καθολικότητα, δεν μπορεί παρά να είναι και η άρνηση του θεϊκού νόμου, καθώς η επίκληση αυτού ως αντίπαλο δέος απέναντι στην ανθρώπινη μη δικαιοσύνη, είναι δυνατή μονό αν διενεργηθεί η ολιστική διάρρηξη μιας καθολικότητας που μπορεί να μετασχηματιστεί μόνο ως καθολική άρνηση του εαυτού της. Η ανυπακοή της Αντιγόνης λοιπόν, είναι το εγχείρημα της μετάβασης εκτός των ορίων μιας κυριαρχίας που εκφράζεται διττά, υπερβαίνεται ή διαιωνίζεται διττά.
Η ανυπακοή της Αντιγόνης είναι τελικά η απόπειρα διάρρηξης του καθολικού και αμετάκλητου χαρακτήρα της κυρίαρχης καθολικότητας και η συσσωματωμένη εντός της ανυπακοής ενδεχομενικότητα, οντολογικής ανατροπής και υπέρβασης της ηθικής υπόστασης ενός νόμου που παρέχει την δυνατότητα στον Κρέοντα να αναστέλλει την θεϊκή εκφορά αυτού υποτάσσοντάς τον, στις επιδιώξεις της κυριαρχίας που δε συνάδουν στην συγκεκριμένη στιγμή με τις επιταγές της θεϊκής νομοθεσίας. Έχουμε εδώ μια δισυπόστατη εξαίρεση. Ο Κρέοντας αμφισβητεί την ενότητα θεϊκού και ανθρώπινου νόμου απαλλοτριώνοντας τον θεϊκό ενώ η Αντιγόνη, αρνείται την πρωτοκαθεδρία του ανθρώπινου έναντι του θεϊκού αρνούμενη με την σειρά της, την αδιατάρακτη ενότητα του νόμου.
Ουσιαστικά τόσο ο Κρέοντας όσο και η Αντιγόνη αρνούνται την ίδια την Πόλη της οποίας η ιδιοσυστασία στηρίζεται δομικά, στην ομαλή διεκπεραίωση του νομικού πλαισίου αναφοράς αυτής. Ο Κρέοντας ωστόσο, αρνείται εκείνη την όψη της πόλης που θέτει όρια στο απεριόριστο της εξουσίας του, ενώ η Αντιγόνη αντίκειται στην θέαση ενός νόμου που εγκολπώνει την θεϊκή επιταγή ως μη γενόμενη, ως έκφραση μιας αδύναμης μη αποφασιστικής ισχύος. Η άρνηση του Κρέοντα εστιάζει στον εσωτερικό μετασχηματισμό της σχέσης που συνιστά το νόμο, δηλαδή την ίδια την πόλη, ακριβώς γιατί αποτελεί την έκφραση αυτού του νόμου, ενώ η άρνηση της Αντιγόνης είναι η δυνητική πιθανότητα ολοκληρωτικής υπέρβασης του νόμου ακριβώς γιατί αυτή, είναι το υποκείμενο που δέχεται τις κυρώσεις, είναι το θύμα της αντίθεσης του κυρίαρχου νομοκανονιστικού πλαισίου.
Η εξαιρετική στιγμή του Κρέοντα λοιπόν είναι το εγχείρημα αναπροσαρμογής του φορτίου της κυριαρχίας στο εσωτερικό της αντίθεσης μεταβάλλοντάς την μόνο εξωτερικά, ενώ η εξαίρεση που δυνητικά μπορεί να εκφράσει η Αντιγόνη συνιστά την πιθανότητα διάρρηξης τόσο της οντολογίας όσο και της μορφολογίας του νόμου, ως του συνεκτικού δικαίου της κυριαρχίας. Ο Χέγκελ περιγράφοντας αυτή τη σχέση αδυνατεί να απαγκιστρωθεί από την ανάγκη ύπαρξης μιας κοινά αποδεκτής καθολικότητας που στην σκέψη του πρέπει με κάθε τρόπο να αποκατασταθεί, ως όρος για τη δικαίωση του αιτήματος της Αντιγόνης. Ωστόσο μια τέτοια αποκατάσταση δεν είναι δυνατή ακριβώς γιατί θα σήμαινε την ακύρωση του εμμενούς χαρακτήρα της κυριαρχίας που δεν υποτάσσεται στον θεϊκό αλλά διυλίζεται και εκφέρεται μέσω αυτού, ώστε να αυτοεκπληρωθεί ως η πρωταρχική πλευρά του νόμου.
Πρόκειται εδώ για μια κίβδηλη αντίθεση, καθώς ο νόμος, η πολιτική κυριαρχία δηλαδή, αξιοποιεί τη θεϊκή απεικόνιση του δικαίου ώστε να αποκρύψει την κυρίαρχη αντίθεση που αναφύεται ανάμεσα στον φορέα του νόμου και στο θύμα του νόμου. Υπό αυτήν τη σκοπιά, ο Κρέοντας κατασκευάζει μια εξαίρεση στη βάση μιας μη υπαρκτής αντίθεσης, ενώ η Αντιγόνη συνιστά εξαίρεση στην βάση μιας μη υπαρκτής επίκλησης. Ο Κρέοντας επιδιώκει την επιβεβαίωση του αυτοεκπληρούμενου σκοπού της κυριαρχίας του ενώ η Αντιγόνη αποπειράται να απεγκλωβιστεί από τα όρια της κυριαρχίας του Κρέοντα, από τα όρια του νόμου και τα όρια της πόλης για να θάψει τον νεκρό αδερφό της. Η ταφή ωστόσο, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αν επιτευχθεί η χειραφέτηση από τα δεσμά της κυριαρχίας. Η δυνατότητας της ταφής είναι η άρνηση του νόμου. Η άρνηση του νόμου είναι η κραυγή του υποκειμένου να πραγματώσει, τη δυνατότητα της άρνησής του.
Η Αντιγόνη βρίσκεται με το μισό της σώμα εκτός του νόμου και εκτός των ορίων της Πόλης. Η μετάβαση του νεκρού σώματος του Πολυνείκη, από την κατάσταση της πλήρους αναξιοπρέπειας, σε μια κατάσταση αυτονόητου σεβασμού διαμεσολαβείται από την σύγκρουσή ενός νόμου που εκπνέει και ενός που πιθανά επέρχεται, ως απόρροια της πρωταρχικής άρνησης της Αντιγόνης.
Η Αντιγόνη δεν είναι η μορφή της γυναίκας που εκλιπαρεί ή ακόμη και ζητά απόδοση δικαιοσύνης. Είναι η μορφή της γυναίκας που απαιτεί την ολοσχερή αλλαγή του υποδείγματος δικαιοσύνης, έστω και αν δεν το ομολογεί. Δεν αρκεί να επιτραπεί από τον Κρέοντα η ταφή ενός σώματος που στην πραγματικότητα βρίσκεται στην δικαιοδοσία μιας κυριαρχίας που μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιλέξει την σύληση του. Επιβάλλεται να αμφισβητηθεί η δυνατότητα και το δικαίωμα επιβολής δικαίου, από μια a priori μεροληπτούσα κυριαρχία.
Η δυνατότητα της δικαιοσύνης δεν αποκαλύπτεται λοιπόν, μέσα από την επιβεβαίωση της θεϊκής της υπόστασης ως μέσου ανοικοδόμησης της καθολικότητας της πόλης και του νόμου της, αλλά ανάστροφα εκφέρεται ως η ρητή άρνηση του δικαίου μιας πόλης, όπου οι πολίτες συναρτούν τον δικαίωμα της ζωής και του θανάτου από την μεγαλοθυμία ή μη, μιας πολιτικής κυριαρχίας που πραγματοποιείται μόνο και αναγκαστικά, ως “Κέρβερος” της κανονικότητας.
Η δικαιοσύνη που η Αντιγόνη αναζητά βρίσκεται πέραν και εκτός του δίκαιου της Πόλης. Η φυλακή είναι η οικεία οδός για όσους αμφισβητούν τα όρια της πολιτικής κυριαρχίας. Η δικαιοσύνη που αναζητά κάθε αποσυνάγωγος που ζει στις σκοτεινές γωνιές της Πόλης διαμεσολαβείται από τη άρνηση του δικαίου που καθιστά επιτακτική αυτή την αναζήτηση.
Η Αντιγόνη ξεκίνησε ένα ταξίδι που έμεινε στα μισά. Η άρνηση, παρέμεινε άρνηση και μετασχηματίστηκε σε λήθη. Η εκκωφαντική σιωπή της καθολικότητας του κανονικού, επεβλήθη. Η δικαιοσύνη αποδήμησε. Το δίκαιο επικράτησε. Η κυριαρχία μακροημέρευσε.
Σίγουρα ο Χέγκελ θα μειδιά ικανοποιημένος.