Αυξάνονται οι Κουβανοί φυγάδες που ζητούν επαναπατρισμό
Αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός των Κουβανών φυγάδων που ζητούν να επαναπατριστούν, για διάφορους λόγους, από εξασφάλιση περιουσιών μέχρι πρόσβαση στο σύστημα υγείας και αίσθημα μοναξιάς στο απρόσωπο Μαϊάμι.
Από το 2013, όταν ο Ραούλ Κάστρο έφερε μεταρρυθμίσεις στο μεταναστευτικό νόμο της Κούβας, αυξάνεται ολοένα και περισσότερο το ρεύμα των φυγάδων στις ΗΠΑ που επιθυμούν να επιστρέψουν στο νησί και να ανακτήσουν την υπηκοότητά τους, μαζί με τα οφέλη που αυτή συνεπάγεται σε μια σειρά τομείς. Βάσει της νέας νομοθεσίας, οι Κουβανοί φυγάδες πλέον αποκαλούνται “μετανάστες” και μπορούν να κάνουν αίτημα επαναπατρισμού είτε στα κατά τόπους κουβανικά προξενεία, είτε απευθείας στο Υπουργείο Εσωτερικών της χώρας. Περιορισμοί τίθενται μόνο στο ιδιοκτησιακό κομμάτι, καθώς οι περιουσίες όσων είχαν εγκαταλείψει το νησί δημεύτηκαν από το κουβανικό κράτος.
Βάσει των στοιχείων της κουβανικής κυβέρνησης, 11.176 Κουβανοί έκαναν αίτημα επαναπατρισμού το 2017, οι περισσότεροι προερχόμενοι από τις ΗΠΑ. Το 2016, σύμφωνα με την κουβανική διπλωματική αποστολή στη Ουάσινγκτον 13.000 αιτήσεις είχαν πραγματοποιηθεί. Παρόμοιους αριθμούς, περί τις 14.000, ανέφερε ο Χουάν Κάρλος Αλόνσο Φράγκα, επικεφαλής του Κέντρου Πληθυσμιακών και Αναπτυξιακών Μελετών της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής εμφάνισης. “Είναι διαφόρων ηλικιών, και των δύο φύλων, παρότι η πλειονότητα είναι πάνω από 50”, είπε ο Φράγκα, προσθέτοντας ότι οι αυξητικές τάσεις του 2016 συνεχίστηκαν το 2017.
Τα κίνητρα των αιτούντων επαναπατρισμού είναι ποικίλα. Κάποιοι, όπως ο 78χρονος Ρένε που ζει στο Μαϊάμι, αναφέρουν τη μοναξιά και την επιθυμία να περάσουν τα τελευταία τους χρόνια τους στα πάτρια εδάφη: “Η μοναξιά με σκοτώνει. Το τέλος του δρόμου για τους ηλικιωμένους εδώ είναι το ίδρυμα, γιατί η οικογένεια δε μπορεί να μας φροντίσει. Κι αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να μου συμβεί.” Αν και ήρθε για πολιτικούς λόγους το 2004 στην πόλη, έχοντας αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα, πλέον επιθυμεί να ενωθεί με τους δυο γιους, τα τέσσερα αδέρφια και πολλά εγγόνια και δισέγγονα στο Γκουαντάναμο απ’ όπου κατάγεται. “Δε μετανιώνω που ήρθα εδώ. Αν το πω αυτό, θα ήμουν αχάριστος”, λέει ο Ρένε, που είχε περάσει πέντε χρόνια στις κουβανικές φυλακές. “Αλλά στην Κούβα είναι διαφορετικά. Κινείσαι και μιλάς στους ανθρώπους. Εδώ, μπορεί να περάσει ένας μήνας και να μη δεις το γείτονά σου.”
Άλλοι δηλώνουν ανοιχτά ότι επιστρέφουν για να ασκήσουν αντικαθεστωτική προπαγάνδα, όπως η Ιλιάνα Ερνάντεζ, που επέστρεψε από την Ισπανία όπου ζούσε το 2016 “για να διδάξει στους Κουβανούς να χάσουν το φόβο τους”. Πολλοί ζητούν τον επαναπατρισμό για οικονομικούς λόγους, ενώ οι περισσότεροι δε σκοπεύουν να μείνουν για πάντα στο νησί. Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, οι Κουβανοί έχουν δικαίωμα να ζήσουν ως και 24 μήνες στο εξωτερικό χωρίς να χάσουν την υπηκοότητα και την περιουσία τους στην Κούβα. Κάποιοι το κάνουν για να εξασφαλίσουν φτηνότερο κουβανικό διαβατήριο, ενώ έχουν και δικαίωμα να εισάγουν εμπορεύματα για προσωπική χρήση πληρώνοντας σε κουβανικά πέσος, ενώ δεν επιβαρύνονται με δασμούς για όσα οικιακά σκεύη φέρνουν μαζί τους κατά την μετεγκατάστασή τους.
Όρος για την επιστροφή των φυγάδων είναι να υπάρχει άτομο που εγγυάται για τη στέγαση και συντήρησή τους, ώσπου να μπορούν να φροντίσουν για τη διαβίωσή τους. Αρκετοί πάντως φέρνουν μαζί τους κάποιο ποσό, συχνά με στόχο την επένδυση σε μικροεπιχειρήσεις όπως εστιατόρια και κομμωτήριο, άλλοι πουλούν στη μαύρη αγορά ρούχα και φάρμακα που έχουν φέρει από το Μαϊάμι, τα οποία ως γνωστόν λόγω του εμπάργκο σπανίζουν στο νησί. Άλλοι πάλι, όπως η Μπεατρίζ που έφυγε από την Κούβα πριν 25 χρόνια, απλώς θέλουν να διασφαλίσουν το δικαίωμα που τους παρέχει ο νόμος να αγοράσουν ή να κληρονομήσουν περιουσία στην Κούβα, εν προκειμένω το σπίτι της μητέρας της, όπου σκοπεύει να εγκατασταθεί μετά τη συνταξιοδότησή της.
Ένας ακόμα σημαντικός λόγος είναι το χαμηλό κόστος της ιατρικής περίθαλψης στην Κούβα. Τέτοια είναι η περίπτωση του Αρμάντο, που επέστρεψε στην Κούβα το Δεκέμβρη του 2016. Έχοντας διαγνωστεί ένα χρόνο πριν με προχωρημένο καρκίνο του στομάχου, έμεινε μετά από οχτώ χρόνια εγχειρήσεων κι έναν κύκλο χημειοθεραπείας μόνος, καθώς η σύζυγός του τον εγκατέλειψε παίρνοντας το παιδί τους, χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειά, χωρίς ιατρική ασφάλιση και στο τέλος χωρίς επίδομα αναπηρίας. Η μητέρα του στην Κούβα έλαβε ανθρωπιστική άδεια ώστε να τον φέρει στο νησί. Ως ξένος υπήκοος αρχικά έπρεπε να πληρώσει τη θεραπεία του σε δολλάρια, ωστόσο αποκτώντας την κουβανική υπηκοότητα συνέχισε τη θεραπεία του πληρώνοντας σε πέσος πολύ λιγότερα. Ωστόσο μετά από τέσσερις μήνες που στέφτηκαν από πλήρη επιτυχία στη θεραπεία, άφησε το νησί, λέγοντας πως “Παρακάλεσα το Θεό να μη με αφήσει εδώ, δεν ανήκω στην Κούβα”.
Με πληροφορίες από: miamiherald.com