Ρόζα Ιμβριώτη: Τα παιδία δεν παίζει!
«Αυτή είναι η πραγματικότητα. Άλματα έχει κάνει η Νέα Γενιά μέσα στα 4 χρόνια. Ωρίμασε ψυχικά και πνευματικά μέσα στο σχολείο της ζωής. Έζησαν τα παιδιά τη στέρηση, τον τρόμο, την αδικία, το μίσος, την ίδια την Ιστορία, όχι πια με τα μάτια του σχολείου ή των γονιών τους, παρά με τα μάτια τα δικά τους, μάλιστα την έγραψαν με το αίμα τους»
Συνοδοιπόρος και συμπαραστάτρια του λαού μας, η Δασκάλα του Ρόζα Ιμβριώτη, στάθηκε πάντα στο πλευρό της εργατικής τάξης, της εργαζόμενης γυναίκας και της νέας γενιάς. Από νεαρή ηλικία την κέρδισε το δίκιο, ο αγώνας για την κοινωνική απελευθέρωση, την κατάργηση της εκμετάλλευσης, ήρθε σ’ επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες, τις ασπάστηκε και τις υπηρέτησε μέχρι την τελευταία της πνοή. Στρατεύτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και το τίμησε μέχρι τον θάνατό της. Το Σάββατο 20 του Μάη, το Κόμμα της την τιμά με μια μεγάλη εκδήλωση.
Το πραγματικά συγκλονιστικό κείμενο της μεγάλης παιδαγωγού Ρόζας Ιμβριώτη που παρουσιάζουμε στην Κατιούσα, γράφτηκε μετά την Απελευθέρωση και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα. Το αντιγράφουμε από το βιβλίο «Η Ρόζα της Εκπαίδευσης, της Επανάστασης», εκδόσεις Εντός – ΠΕΑΦΕ, Αθήνα 2001.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΙ!
Αυτό είναι το δράμα τον σημερινού Δασκάλου. Και το μεγάλο σύγχρονο πρόβλημα της σημερινής σχολικής πράξης.
Πρόβλημα, πού αν δεν έχει την παιδαγωγική ευστροφία ο Δάσκαλος να το αντικρίσει σωστά, οδηγάει και τον ίδιο σε αδιέξοδο και την παιδική ψυχή πληγώνει ανεπανόρθωτα.
Τα παιδιά τούτα δεν είναι τα παιδιά που γνωρίσαμε πριν 4 χρόνια. Τα μάτια που κοιτάζουν το Δάσκαλο πάνω στην έδρα έχουν νέα, δικά τους πια, αξιολογικά κριτήρια, πού τ’ απόχτησαν με την πείρα τους. Οι σκέψεις, που αναδεύονται μέσα τους, δεν είναι πια οι ήρεμες ανησυχίες μήπως ξεχάσουν τούτη την εξαίρεση του συνταχτικού κανόνα ή τούτη την εξίσωση, μα μιαν ανήσυχη επιφυλακή για τα ιερά και όσια που έχουν μέσα στην ψυχή τους, και που νομίζουν πως κιντυνεύουν. Και το κορμί, που κάθεται αδέξια αυτή τη στιγμή μέσα στο θρανίο, είναι κείνο που τέσσερα χρόνια ξαπλωνόταν κατάχαμα, στο πρόχωμα, μέρες και νύχτες μέσα στα χιόνια και τις βροχές και στο λιοπύρι, νηστικό, για να διώξει τον καταχτητή, να γράψει ένα σύνθημα, να μοιράσει τη συνωμοτική εφημεριδούλα, να κερδίσει τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.
Δε χωράει πια τούτο το κορμί στο παλιό θρανίο κι ούτε η αντάρτισσα ψυχή του μέσα στην παλιά τάξη. Είναι τα παιδιά που έπαιξαν με το θάνατο τη ζωή τους 1460 μέρες ή καλύτερα 35.040 ώρες.
Αυτή είναι η τραγική, μα μαζί κι ωραία σχολική πραγματικότητα.
Στο πρώτο θρανίο της ΣΤ’ τάξης του Δημοτικού κάθεται περήφανος για την ιστορία του ο Κώτσος ―και τον θαυμάζουνε όλα τα παιδιά― που με το οπλοπολυβόλο του έσωσε ολόκληρη τη συνοικία του, όταν πήγαν να πάρουν τους πατεράδες τους και τ’ αδέρφια τους οι Γερμανοί. Ένα τέταρτο της ώρας, ώσπου να φτάσουν οι δυνάμεις αντίστασης, κράτησε μόνος τις ορδές.
Στο δεύτερο θρανίο της Ε’ τάξης του Δημοτικού κάθεται η Λενιώ, που με την παρέα της, όταν ο Πούλος, σε μια στιγμή, ανάστησε τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου μέσα στην αυλή του σχολείου της σφάζοντας μόνος 67 άτομα ―τους γειτόνους της― βγήκε και πρόταξε στον αιματοβαμμένο προδότη το μικρό της κορμάκι.
Στο τελευταίο θρανίο κάθεται η Καραγκουνοπούλα που βίγλιζε έφιππη στο καραούλι.
Λιένηηηη!… Ωρή Λιεν… Λύκοι στα πρόβατα!
Κι η Λιένη έγνεφε από μακριά, πως έρχεται φάλαγγα γερμανική, και κρύβονταν οι εφοδιοπομπές που περνούσαν για να πάνε στα στρατεύματα αντίστασης πολεμοφόδια και τροφές.
Στην 1η τάξη του Γυμνασίου, στο πρώτο θρανίο, κάθεται η Μέλπω. Το μικρό δωδεκάχρονο κοριτσάκι που έσπαζε στην Πεντέλη πέτρες για τους Γερμανούς. Η Μέλπω που, μόλις την πλησίασε το βρόμικο και αισχρό μούτρο ενός γερμαναρά, σήκωσε μια μυτερή πέτρα και του άνοιξε το κεφάλι.
Να κι ο Γρηγόρης, που μπήκε μικρός στη φυλακή και βγήκε άντρας· κι ο Μήτσος που έζησε όλη την τραγική ζωή του Χαϊδαριού κι αποχαιρέτησε εκατοντάδες μελλοθάνατους με το τραγούδι της λευτεριάς στο στόμα.
Στα θρανία, απέναντί μας, κάθονται τα παιδιά της πείνας και της στέρησης, που πέρασαν όλα τα μαρτύρια και τις ταπείνωσες για να φέρουν ένα κομμάτι ψωμί στο σπίτι τους.
Μα απέναντί μας κι άντικρά μας είναι ολόκληρη η ψυχή της ελληνικής νεολαίας, έτοιμη για θυσίες και ηρωισμούς για το ατίμητο δώρο της λευτεριάς. Το ηθικό μεγαλείο της το δείχνει η Όλγα από το Γοργογύρι, που κάθεται κι αυτή στο θρανίο τώρα. Παιδί της πίκρας και της ανάγκης στέκεται, ξυπόλυτη, λιοκαμμένη, με μόνο φόρεμα μιαν αλατζαδένια ποδιά, πάνω στο βήμα και δηλώνει:
―Εμείς στο Γοργογύρι από 8 χρόνων κι απάνω δουλεύαμε στον αγώνα. Δεν έχουμε πια κανείς ούτε σπίτι ούτε πράματα και πολλές από μας δεν έχουμε πια ούτε γονείς, τους σκότωσαν οι Γερμανοί. Ζούμε μέσα στα δέντρα, σε σπηλιές. Ένα μόνο σκοπό έχουμε: να εκδικηθούμε. Μας λένε πως είμαστε αδύνατες και δε μπορούμε να κρατήσουμε όπλο!
»Κι εγώ, σας λέω, πως όποιος είναι σταθερός, αυτός μπορεί και το κρατάει καλά! Γι’ αυτό έφτασα εδώ, για να σας ζητήσω από μέρος όλων των κοριτσιών όπλα.
Και γυρίζοντας τα βαθιά, πονεμένα, φωτερά, γαλάζια μάτια της στον Άγγλο αντιπρόσωπο, είπε:
―Σας ζητούμε όπλα!…
Μα υπάρχουν κι οι άδειες θέσεις στα θρανία. Εδώ καθόταν η Καλλιοπίτσα, που στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Ελασσόνας παρακολουθούσε τις κινήσεις των Γερμανών και τις πρόδινε μαζί με τα άλλα παιδιά στους αντάρτες. Την έπιασαν οι Γερμανοί, κι αφού την βασάνισαν άγρια για να μαρτυρήσει, έπειτα την έσφαξαν. Ακόμα τα παιδιά ακούνε τη φωνή της:
―Πεθαίνω για την Πατρίδα!
Κι εδώ καθόταν ο Κώστας, που, ενώ του περνούσαν τη θηλιά οι Γερμανοί για να τον κρεμάσουν, φώναξε στους συμμαθητές του:
―Αδέρφια, με σέρνουν στην κρεμάλα, γιατί πάλεψα για τη λευτεριά! Γιατί δε δέχτηκα να κάνω προδοτική δήλωση.
Κι οι θέσεις αυτές οι άδειες είναι το προσάναμμα στη φωτιά πού καίει μέσα στις ψυχές των παιδιών.
Κι είναι τουλάχιστο 450 χιλιάδες ψυχές παιδιών που μουρμουρίζουν κι αφουγκράζονται και περιμένουν τη δικαίωση τούτου του αγώνα.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Άλματα έχει κάνει η Νέα Γενιά μέσα στα 4 χρόνια. Ωρίμασε ψυχικά και πνευματικά μέσα στο σχολείο της ζωής. Έζησαν τα παιδιά τη στέρηση, τον τρόμο, την αδικία, το μίσος, την ίδια την Ιστορία, όχι πια με τα μάτια του σχολείου ή των γονιών τους, παρά με τα μάτια τα δικά τους, μάλιστα την έγραψαν με το αίμα τους.
Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή και σύνεση να μη ’ρθούμε σε αντίθεση μ’ όλο τούτο το βίωμα και το αντίκρισμα της αλήθειας.
Αλλιώς θα πάθουμε ό,τι έπαθε ο γυμνασιάρχης ενός Γυμνασίου που όλοι οι μαθητές αγωνίστηκαν για τη λευτεριά κι είχαν και θύματα.
―Υπάρχουν δυστυχώς Καθηγηταί επιλήσμονες των καθηκόντων των…, έλεγε ο κ. γυμνασιάρχης…, και εννοούσε τους καθηγητές που αγωνιστήκανε στον απελευθερωτικό αγώνα.
Τον διέκοψε όμως πεισμωμένα κι απειλητικά το καλύτερο παιδί της τάξης, που είχε φυλακιστεί δύο φορές:
―Τι εννοείτε, κ. Γυμνασιάρχα; Μήπως τον εαυτό σας;
Κι άρχισε όλη η τάξη μαζί:
«Σε γνωρίζω από την κόψη…»
Κι όταν διδάχτηκαν από τον καθηγητή της Ιστορίας οι «αρματολοί και κλέφτες», πού αποτέλεσαν τον πυρήνα του μάχιμου στρατού της Ελληνικής Επανάστασης, τότε σηκώθηκε ολόκληρη η τάξη στο πόδι:
―Ζήτω οι αντάρτες μας!… «Με το τουφέκι μου στον ώμο», τραγουδάει όλη η τάξη. Μα πιο καλά από όλα δείχνει το βάθος και τον ψυχικό παλμό και την ωρίμανση των παιδιών και τις ανησυχίες τους, η Ποπούλα.
Κοριτσάκι 9 χρόνων, κόρη γιατρού, που πηγαίνει στη Β’ του Δημοτικού.
―Ε, Ποπούλα, λέει ο πατέρας το μεσημέρι, το διάβασες το βιβλίο σου;
―Έκανες λάθος, πατερούλη. Αυτό το βιβλίο δεν είναι για μας, είναι για μωρά… Αυτό το βιβλίο δεν ξέρει ούτε για Ιταλούς, ούτε για Γερμανούς, ούτε χωνί, ούτε παιδιά του αγώνα, ούτε συνθήματα. Αυτό λέει πως ζει ο Μεταξάς. Ούτε για τις νίκες μας λέει ούτε για τους νεκρούς! Μου ’φερες, πατερούλη, ένα βιβλίο που τα παιδιά παίζουνε κούκλες και λένε μωρουδιακά τραγούδια. Ούτε ένα τραγούδι από τούτα που τραγουδάμε. Άιντε, δε θα το διαβάσω, το βαριέμαι.
Ο πατέρας έμεινε βουβός… Η Ποπούλα είχε δίκιο. Είναι αλήθεια… Τα παιδία δεν παίζει… Είναι όμως τραγικό που την αλήθεια αυτή δεν την βλέπουμε εμείς οι μεγάλοι.