«Μάχη είναι, σύντροφοι, κι αυτή. Και σε κάθε μάχη θα έχουμε κι απώλειες…»
Στις 2 του Απρίλη 1994 έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης), δάσκαλος και σπουδαίος λογοτέχνης, που στάθηκε στο πλευρό των αδικημένων και καταπιεσμένων, στρατεύτηκε στην υπόθεση του δίκιου τους και αφιέρωσε την ζωή και το έργο του στον αγώνα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους και την εξάλειψη των αιτιών που γεννούν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Στις 2 του Απρίλη 1994 έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης), δάσκαλος και σπουδαίος λογοτέχνης, αλλά όχι πολύ γνωστός στην Ελλάδα, εξ αιτίας του ότι μετά τον εμφύλιο έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στην πολιτική προσφυγιά, χωρίς να επαναπατριστεί.
Ο Κώστας Πουρναράς (Κώστας Μπόσης το αγωνιστικό-λογοτεχνικό του ψευδώνυμο) γεννήθηκε στη Χώσεψη (Κυψέλη) Άρτας το 1908. Από νεαρή ηλικία στάθηκε στο πλευρό των αδικημένων και καταπιεσμένων, στρατεύτηκε στην υπόθεση του δίκιου τους και αφιέρωσε την ζωή και το έργο του στον αγώνα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους και την εξάλειψη των αιτιών που γεννούν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Υπηρέτησε δάσκαλος στη Θράκη και στα καμποχώρια της Αρτας, Ανέζα και Νεοχώρι. Μέχρι σήμερα οι κάτοικοι των περιοχών αυτών μιλούν με θαυμασμό και συγκίνηση για «το δάσκαλο με το πλατύ χαμόγελο και τη μεγάλη καρδιά που περίμενε να πληρωθεί για να μοιράσει το μισθό του σε φτωχούς και ανήμπορους ενώ αυτός ζούσε ασκητικά…», όπως καταγράφεται σε μαρτυρία του μεγάλου μας φωτογράφου Κώστα Μπαλάφα.
Το 1930 ο Κώστας Πουρναράς εντάχτηκε στο ΚΚΕ. Στη διάρκεια της φασιστικής μεταξικής δικτατορίας συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και εκτοπίζεται. Η Γερμανική Κατοχή θα τον βρει στον Αη Στράτη. Εκεί, τον χειμώνα του 1941-42 θα επιζήσει από την τρομαχτική μάχη με την πείνα, που οι δεσμοφύλακες επέβαλλαν στους εξόριστους για να τους αποσπάσουν «δήλωση μετάνοιας». Από την ασιτία θα χάσουν τη ζωή τους 33 κομμουνιστές, αρνούμενοι να προδώσουν την ιδεολογία τους. Την εμπειρία του αυτή θα μεταφέρει αργότερα στο μνημειώδες έργο του «Αη Στράτης, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξόριστων στα 1941», που πρωτοεκδόθηκε το 1947 από το Εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ.
Από τον Αη Στράτη με τους επιζήσαντες εξόριστους θα δραπετεύσει και θα ενταχτεί στον ΕΛΑΣ. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας φυλακίζεται και εξορίζεται για τη δράση του. Δραπετεύει και ξαναβγαίνει στο βουνό για να ενταχτεί στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ).
Αναδείχνεται αντισυνταγματάρχης Πολιτικός Επίτροπος Ταξιαρχίας και παράλληλα δημοσιογραφεί σε έντυπα του ΔΣΕ. Σε μάχη τραυματίζεται βαριά στο κεφάλι με αποτέλεσμα να χάσει την όραση από το ένα του μάτι.
Με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου βρίσκεται πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη της ΕΣΣΔ. Μεταβαίνει στη Μόσχα όπου κάνει ανώτατες σπουδές και από εκεί στη Σ.Δ. Ρουμανίας όπου τοποθετείται στο εκδοτικό τμήμα του ΚΚΕ, στον Λογοτεχνικό Κύκλο (επιτροπή λογοτεχνών που γνωμοδοτούσαν για τα υπό έκδοση βιβλία), στην μεταφραστική ομάδα και στον ραδιοφωνικό σταθμό. Μέχρι το τέλος της ζωής του θα μείνει αταλάντευτα πιστός στις ιδέες και τα ιδανικά του.
Έφυγε από τη ζωή στις 2 του Απρίλη 1994, στο Σιμπίου της Ρουμανίας. Η τέφρα του μεταφέρθηκε με τη φροντίδα της συζύγου του Ιλεάνα Μπιρσάν και τάφηκε, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, στον τάφο των γονιών του, στο νεκροταφείο του Αη Θανάση στη Χώσεψη. Όπως άλλωστε ολόκληρη η ζωή του, έτσι και το λογοτεχνικό του έργο ήταν στρατευμένο στο πλευρό των φτωχών και καταπιεσμένων, στην υπηρεσία του σοσιαλιστικού οράματος.
Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί τα βιβλία του: 1) «Αη Στράτης, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξόριστων στα 1941» (Εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, 1947 — Ιστορικές Εκδόσεις, 1977—Αθήνα 1995), 2) «Εμείς θα νικήσουμε» (Εκδοτικό «Νέα Ελλάδα», 1953), 3) «Δύσκολες μέρες» (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1956), 4) «Αναμνήσεις» (Αθήνα 1978), 5 «Ο Θωμάς ο Καρατζάς» (Σύγχρονη Εποχή, 1978), 6) «Ο Κραβαρίτης» (Σύγχρονη Εποχή, 1983), 7) «… Και το τραίνο τραβούσε για τα ξεχερσώματα» (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1962 — Σύγχρονη Εποχή, 1998 και β’ έκδοση 2013).
Με αφορμή την επέτειο επιλέξαμε ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κ. Μπόση «Ο Κραβαρίτης» (Σύγχρονη Εποχή, 1983):
Όσο φέγγει στο κελί, διαβάζει και κουβεντιάζει με τους στερνούς συντρόφους του. Σα μούχρωσε, στάθηκε κάτω απ’ το φεγγίτη και κάρφωσε τη ματιά σε μια στενή γαλάζια λωρίδα, που φαίνεται πλάγια, ψηλά – μακριά. Κι αύριο θα είναι γαλάζιος ο ουρανός. Ο κόσμος θα τραβάει το δρόμο του με τις χαρές και τις λύπες του, με τις αγάπες και τις λαχτάρες του, με τα όνειρα και τα πάθη και θα χτίζει μια ζωή όλο και πιο ευτυχισμένη…
Τα τραύματα απ’ την ορθοστασία και την υπερένταση πονούν. Τρέμουν τα πόδια. Μα από τούτη τη θέση δε λέει να το κουνήσει. Να χόρταινε το γαλάζιο, απαλό – γλυκό κείνο κομματάκι, που, όσο σουρουπώνει, γίνεται πιο απαλό και πιο γλυκό…
Όμως, έρχεται γρήγορα η νύχτα…
Ο κινητός σκοπός ζυγώνει τη θυρίδα, ακουμπάει το γουρουνίσιο μούτρο του στα σίδερα, τον κοιτάζει με μάτι λυσσασμένου σκύλου και κουνάει το κεφάλι, μουρμουρίζοντας σ’ ένα τόνο έσχατης περιφρόνησης: «Χαράμισες τα νιάτα σου, βλάκα!» Τα λόγια του σκοπού τον τράβηξαν απ’ τους ρεμβασμούς, τους ζυμωμένους με γλύκα και νοσταλγία, παράπονο και πίκρα. Αλήθεια! Τι καλά θα ήταν να ζήσει πολλά χρόνια ακόμα, να παντρευτεί, να κάνει παιδιά κι αγγόνια και να πεθάνει παππούς με κάτασπρα μαλλιά, κάτασπρα γένια!…Πρέπει να διώξει τούτες τις σκέψεις. Κανένα όφελος δεν έχουν. Παίρνει το δρόμο…φτάνει στο Καλοχώρι…Ολόγυρα, ως τον ορίζοντα μακριά, βουνά ψηλά και χαμηλά, γκρεμοί απάτητοι, ράχες ξερές, πλαγές ορθές και κάπου – κάπου ισιώματα και χούνες. Οι Καλοχωρίτες – κι όλοι οι αγρότες της ορεινής περιοχής – παιδεύονταν σαν τον κολασμένο με τα κουτσοχώραφα. Τη μια χρονιά οι νεροποντές σάρωναν το λίγο χώμα. Την άλλη ο λίβας δεν άφηνε τίποτα χλωρό. Αν τύχαμε και καμιά καλή, το διάφορο δεν ήταν μεγάλο. Οι Καλοχωρίτες – κι όχι όλοι – είχαν κι από λίγα ζωντανά, πρόβατα ή γίδια. Κι απ’ τον Οχτώβρη ως τον Απρίλη, ούτε μια ώρα δε σταματούσε η παλαίστρα. Πάνω απ’ την καλύβα είχε κριθάρι ο ένας γείτονας, πέρα απ’ το ρέμα σιτάρι ο άλλος…κι ο ίδιος ο νοικοκύρης έσπερνε ένα κομμάτι πρωιμιές, ένα καλαμπόκι, είχε κι έναν κήπο με λαχανικά…Πού να βοσκήσουν και πού να φέρουν γύρα! Για δεκαπέντε με είκοσι κεφάλια δυο άνθρωποι. Έμπαινε ο ένας μπροστά, ο άλλος πίσω, ή ο ένας δεξιά, ο άλλος αριστερά και τα πετροβολούσαν και τα σαλαγούσαν, και τα παίδευαν και τα τυραννούσαν και παιδεύονταν και τυραννιούνται και οι ίδιοι. Αδύνατοι – στεγνοί – ζάρκοι οι ανθρώποι, τέτια και τα ζωντανά…Και το κέρδος!…Κάμποσοι, οι περσότεροι, είχαν και μια γελάδα και για χωράφι, και για γάλα, και γι’ αυγάτιστη. Κι έναν καημό είχαν όλοι οι Καλοχωρίτες – τον κληρονομούσε ο παππούς στο γιο, ο γιος στ’ αγγόνι και τραβούσε κορδέλα από γενιά σε γενιά – να χορτάσουν ψωμάκι. Τ’ άλλα, τα ρούχα, τα παπούτσια, το σχολειό, ο γιατρός, οι πιο στοιχειώδικες ανάγκες έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Κι αυτός ο καημός έμενε καημός.
Ο Θανάσης κάνει βόλτες στο μάκρος του κελιού – δυο βήματα και μισό – και κουβεντιάζει μόνος του, σα να κουβεντιάζει με τους χωριανούς του. Φτώχεια με το σακί. Αλλά….αύριο…Στην Πολιάνα θα φτιάξουν το κολχόζ. Στην κορφή, κει που αρχίζουν οι πλαγιές και δεν κρατάει καθόλου νερά, θα χτίσουν, κατά το μέρος της ανατολής, μεγάλους σταύλους, καλύτερους απ’ τα σημερινά σπίτια του χωριού. Θα κοιμούνται τα πρόβατα στη ζέστη και στη στέγνα. Ο τόπος το χειμώνα δεν κρατάει χιόνι, όμως, η γη μονάχη της δεν μπορεί να δόσει τροφή…Τον Αύγουστο – Σεπτέμβρη θα ποτίζουν το ίσιωμα και θα σπέρνουν γρασίδι – κριθάρι – βρώμη, βίκο…Στα προσήλια, στις πλαγιές και τα χέρσα, ολόγυρα, θα σπέρνουν λούπινα, αποπάνω, χωρίς όργωμα, και θα γεμίζει ο τόπος καρπό…
Η Πολιάνα μπορεί να σηκώσει 500 και περσότερα κεφάλια και τέτια ισιώματα για κτηνοτροφία έχει κι άλλα το χωριό…
Δέκα, το πολύ δώδεκα, τσομπαναραίοι θα φτάνουν να τα φυλάγουν. Και θα έχουν σπίτια και κρεβάτια, θα έχουν λουτρά…Δε θα κοιμούνται αντάμα με τα ζωντανά, με σκέπασμα την κάπα και προσκέφαλο την πέτρα…Και δε θα μυρίζουν ιδρώτα, γάλα, απλυσιά, όπως ο πατέρας του…
Ο γέρο- Κραβαρίτης με τα μεγάλα μουστάκια, με τη μαύρη σκούφια, πότε χαμηλά στα φρύδια, πότε ψηλά, πιο πάνω απ’ το κούτελο, ανάλογα με την ψυχική κατάσταση, προβάλλει μπροστά του: Λιγόλογος, υπομονητικός, κάποτε μονοκόμματος, εργατικότατος, πάντα τίμιος και απροσκύνητος. Κι όταν τον γονάτιζε η ανάγκη, δε φιλούσε ποδιές…Όλα τα χρόνια πάλευε με τις μπόρες, χωρίς να λυγάει το κορμί. Κι ύστερα…στα στερνά του…Από πού ξεκίνησε; Και πού έφτασε;! Ήθελε να τον κάνει αποπαίδι, γιατί ήταν «αντίθεος», όπως του έλεγαν οι «φαύλοι». Μα, σαν είδε την αλήθεια, τράβηξε μπροστά χωρίς φόβο, χωρίς συμβιβασμό κι έφυγε σκεπασμένος με την κόκκινη σημαία. Ήταν ένα μόριο, ελάχιστο μόριο, της χιλιοβασανισμένης αγροτιάς, που την είχε σκεβρώσει η φτώχεια και η καταπίεση, της κατατρεγμένης αγροτιάς, που χρόνια και αιώνες μάζευε το μίσος και την πίκρα απ’ την καταφρόνια και το διωγμό και, σαν ήρθε το φως – το έφεραν απ’ τις φυλακές και τα ξερονήσια, απ’ τις πολιτείες, απ’ τις φάμπρικες και τα γιαπιά οι «οξαποδώ» – τινάχτηκε ορθή, αγέρωχη, και τους ακολούθησε πιστά.
Από κάποια γωνιά της μνήμης μπαίνει, δειλά – συμμαζεμένα, μια άλλη σιλουέτα καμπούρικη. Φοράει σκληρό καπέλο στο κεφάλι και κρατάει μπαστούνι στο χέρι. Ζάρες βαθιές αυλακώνουν το κίτρινο στεγνό πρόσωπό του. Στο λαιμό ανεβοκατεβαίνει το καρύδι και γέρνει δεξιά – αριστερά το φιογκάκια. Δυο άνθρωποι της ίδιας, πάνω – κάτω, ηλικίας. Ο ένας φύλαγε πρόβατα, όργωνε τα χωράφια, ήταν αγράμματος…Ο άλλος είχε μια αψηλή αποστολή. Απ’ αλλού ξεκίνησαν…σε διαφορετικούς δρόμους περπατούσαν…άλλες απαιτήσεις είχε η κοινωνία απ’ τον καθένα, ή, καλύτερα, απ’ τον ένα δεν είχε καμιά απαίτηση. Πέθαναν κι οι δυο και πέθαναν τον ίδιο περίπου καιρό. Κι όμως! Ο ένας παραπονιόταν: «Γιατί να γεράζει ο άνθρωπος!» Αν ήταν νιώτερος, θα πήγαινε στον ΕΛΑΣ να πολεμήσει. Κι όση ζωή κι αν είχε, θα την έδινε για κάποιο σκοπό…Έζησε ορθός και πέθανε ορθός. Οι Καλοχωρίτες τον ξεπροβόδισαν με δάκρυα και τραγούδια στην τελευταία κατοικία του. Κι όταν η λήθη θα σβήσει τη μορφή του απ’ τη μνήμη των ανθρώπων, θα μένει στα βιβλία του Λαϊκού Δικαστηρίου και του Λαϊκού Συμβουλίου η υπογραφή του, μια τζίφρα δυσανάγνωστη. Θα τη βλέπουν και θα θυμούνται ξανά το δικαστή τους, τον πρόεδρό τους. Θα τον αναφέρουν μαζί με άλλους σαν παράδειγμα και θα παίρνουν περσότερη ορμή οι ζωντανοί, θα είναι και αυτό ένα μικρό σκαλοπάτι για να πατούν απάνω οι κατοπινοί και να ανεβαίνουν πιο ψηλά. Ο άλλος ζούσε «σύμφωνα με τη συνείδησή» του. Τον έβαλε η κοινωνία να πλάθει συνειδήσεις. Σ’ αυτά τα μεγάλα χρόνια ούτε μια πετρίτσα δεν έβαλε στο καινούργιο σπίτι…Όλο σώπαινε…Μα κι όταν μιλούσε;! Και στα στερνά του;! Ο μαυραγορίτης τον έχωσε, ένα τόσο δα κουβαράκι, στο σακί και τον έθαψε κρυφά, για να του πάρει το δωμάτιο. Έζησε κι ο Κραβαρίτης, έζησε κι ο Στασινόπουλος. Πέθαναν κι οι δυο…Αλλά…κάποιος απ’ τους δυο χαράμισε εκείνα τα χρόνια…
Έτσι. Στην Πολιάνα θα φτιάξουν το κολχόζ. Ύστερα θα το μεγαλώσουν…Τα πρόβατα θα γίνουν χίλια…δυο χιλιάδες…Κι αν θρέψουν και γουρούνια…και γελάδες…και κουνέλια…και κότες…Θα μπήξουν φούρκες…Θ’ ανεβάσουν κλήματα…θα τα τραβήξουν απ’ τη μια άκρη στην άλλη…θα φτιάξουν κληματαριές κι αμπέλια…Θα μπολιάσουν τα αγριόδεντρα…στα άγονα χωράφια, σ’ όλο το χέρσο ως το ριζό, καρυδιές, συκές, κερασιές, καστανιές…Την άνοιξη θα χάνεται το Καλοχώρι μες στα λουλούδια και θα μοσχοβολάει απ’ άκρη σ’ άκρη…Οι ρίζες των δέντρων θα κρατούν το χώμα, τα φύλλα θα το λιπαίνουν, θα ντυθεί ο τόπος. Έπειτα. Στις Αρμύρες, σ’ όλο το μάκρος της Μαυρόγκουρας, απ’ το ριζό ψηλά ως το ποτάμι χαμηλά, έχει αλάτι. Στο βουνό έχει μέταλλα. Το καλοκαίρι οι τσομπαναραίοι σκαλώνουν στο σκυλόγκρεμα, αντίκρυ απ’ το Καταφύγι, παίρνουν πέτρες, τις καίνε στη φωτιά και βάφουν τα κριάρια κίτρινα, κόκκινα και δεν ξεβάφουν ως την άλλη χρονιά, που τα κουρεύουν…Θα φτιάξουν σταθμούς και κήπους για τα παιδάκια…Θα μαζευτούν τα σπίτια σ’ ένα μέρος και δε θα είναι σκόρπια στους τέσσερους ανέμους. Θα φύγει η φτώχεια, θα ομορφύνουν τα ζωντανά, θα ομορφύνει ο άνθρωπος…και γι’ αυτή την ομορφιά…
Να γινόταν κάπως αλλιώς. Κι ο κόσμος να ομορφύνει, κι αυτός να ζήσει.
Καινούργιο κύμα πίκρας και πόνου πλημμυρίζει την καρδιά του. Στηρίζει τα χέρια στον τοίχο, ακουμπάει πάνω το κεφάλι. Βαθιά στην κοιλάδα φαίνεται μια κουκίδα μαύρη. Κινιέται αργά, μεγαλώνει σιγά σιγά, γίνεται μια γραμμή, που ανεβαίνει και ζυγώνει. Μπροστά τ’ αετόπουλα με τα χάρτινα δίκωχα στο κεφάλι, τα ξύλινα ντουφέκια περασμένα χιαστί, πιασμένα δυο δυο, σα να πάνε εκδρομή. Ακολουθάει η δεύτερη σκάλα με μπογιές, πινέλα, χωνιά στα χέρια και πιο πίσω έρχονται οι νέοι με τυπογραφικά στοιχεία, μελάνες και χαρτιά παραμάσκαλα, με ντουφέκια και πολυβόλα στους ώμους. Προχωρούν και τραγουδούν: «Καμαρωτά χαρούμενα τα νιάτα». «Αυτά που έγραψε ο Ρήγας ένα καιρό – παλιό καιρό…» Τον κοιτάζουν με τ’ αθώα τους μάτια, του χαμογελούν, τον χαιρετούν στρατιωτικά. Και προχωράει η φάλαγγα. Κι είναι όλοι νέοι, κι ήθελαν όλοι να ζήσουν, κι οι περσότεροι, όπως τα παιδόπουλα, ούτε και πρόφτασαν να ζήσουν…
Η γραμμή μεγαλώνει, ανεβαίνει τραγουδάει. Ακολουθούν οι μεγάλοι, μεσόκοποι άντρες και γυναίκες, γέροι και γριές, και κλείνουν την πομπή οι φυλακισμένοι και οι εξόριστοι. Είναι μέσα σ’ αυτούς και οι σύντροφοι του νησιού. Μαζί τους κάθονταν τα βραδάκια στους κάβους και παρακολουθούσαν τα καΐκια, που χάνονταν μακριά στον πόντο, και κοίταζαν με λαχτάρα τις αντικρινές κορφές κι έλεγαν: «Να είχε η θάλασσα ένα δρομάκι, δυο μέτρα φάρδος. Να πατούσαμε ξηρά, να παίρναμε ντουφέκι, να βλέπαμε την Ανάσταση του Έθνους κι ύστερα…» Και πολλοί δεν το αξιώθηκαν…Έμειναν για πάντα φρουρά στον ξερόβραχο…Όμως αν προσκυνούσαν…
Αν είχε χαρεί τη ζωή, δε θα παραπονιόταν…Αλλά βρίσκεται άνθρωπος στον κόσμο, που να πει όταν θα φτάσει στον τελευταίο γύρο, «νυσάφι!» Όποιον κι αν ρωτήσεις, θα σου πει: «Χτες ήταν…σα νερό που πέρασαν τα χρόνια!…» Και σ’ αυτή τη συναίστηση της προσωρινότητας βρίσκεται όλη η ομορφιά κι η γλύκα. Αν ο άνθρωπος ήταν αιώνιος, όπως η ανόργανη ύλη, αν δεν είχε συναίσθηση, όπως συμβαίνει με τα φυτά και τα ζώα, πως κάποια μέρα θα φύγει, τότε τι χάρη θα είχε η ζωή;! Ο πόνος και η πίκρα, που φέρνει η συναίσθηση της προσωρινότητας, σαν να είναι ο φόρος, που πληρώνει ο άνθρωπος για την πλεονεχτική του θέση πάνω στη γη…
Και μήπως δεν τη χάρηκε τη ζωή;
Ο κάθε άνθρωπος είχε τις χαρές του. Κι ο αγωνιστής είχε τις δικές του. Στην εξορία χτυπήθηκαν με το χάρο και, κει που κάθονταν ένα βραδάκι και κουβέντιαζαν για τούτο και για κείνο, ήρθε ένας άνθρωπος, ένας μουτζούρης, και τους είπε: «Μ’ έστειλε το Κόμμα να σας πάρω…» Κι ήταν εκείνη η χαρά της νίκης, η πιο μεγάλη στη ζωή του…Μια ομάδα ελασίτες άραξαν σε τούτη τη γωνιά. Κι έγιναν εκατοντάδες, και πέρασαν τους χίλιους…Αναμετρήθηκαν με τον «αήττητο» καταχτητή και τον γονάτισαν…Πριν λίγα χρόνια μια χούφτα ήταν οι «απάτριδες» κι αυτοί στις φυλακές και τις εξορίες. Σήμερα αυξήθηκαν και πλήθυναν «ως η άμμος της θαλάσσης», έβγαλαν την πατρίδα τους απ’ τη σκλαβιά κι αμόλυσαν ρίζες και κλωνάρια σαν τις χιλιόχρονες βελανιδιές. Ακόμα και τα αετόπουλα, όταν τα ρωτάς σε ποια οργάνωση ανήκουν, δεν καταδέχονται, τις άλλες και απαντούν: «Στο ΚΚΕ». Ο πατέρας του, η μάνα του, οι αδελφές του, οι χωριανοί του…Τούτοι οι «μισοτσάρουχοι», οι «ανεπρόκοποι, τα γίδια» σήκωσαν το ανάστημά τους ορθό, περήφανο και κοιτάζουν μακριά, πέρα απ’ τον ορίζοντα.
Τούτα τα κατσάβραχα, τα βυθισμένα στο λήθαργο και την κακομοιριά, που ζούσαν πίσω απ’ τον άλλο κόσμο, τούτα τα κατσάβραχα τα περιφρονημένα τραντάχτηκαν συθέμελα και πετάχτηκε μέσα απ’ τον τρανταγμό ένας καινούργιος κόσμος, γεμάτος ακατάλυτη δύναμη…Σε τούτον τον τόπο, τούτα τα χρόνια έγινε ένα θάμα, μεγάλο θάμα. Αν οι γοναίοι χαίρονται, γιατί βλέπουν τα παιδιά τους γερά κι όμορφα, κι ο ζευγίτης, γιατί γέμισε τ’ αμπάρι καρπό, κι ο τσοπάνος, γιατί αβγάτισε το κοπάδι του, κι ο νιός, γιατί σφίγγει την αγάπη του στην αγκαλιά, και τόσοι άλλοι για τόσα άλλα, τότε πώς να μη χαίρεται κι ο αγωνιστής, γιατί σ’ αυτό το θάμα έβαλε κι αυτός τα όνειρά του, την ψυχή του!! Και ποιος άλλος, όσα χρόνια κι αν ζήσει, έχει να δείξει, όταν έρχεται η ώρα της συγκομιδής, μεγαλύτερη σοδιά;
Αύριο ο ουρανός θα είναι γαλάζιος, όπως και χτες. Οι φθινοπωριάτικες μέρες ήσυχες, απαλές. Η Ελλάδα θα λευτερωθεί…Θα ’ρθουν χρόνια χωρίς φτώχεια, χωρίς πολέμους. Τα παιδάκια ξέγνοιαστα θα τρέχουν στους δρόμους…Οι νέοι θα λένε το αιώνιο τραγούδι…Θα κυλάει η ζωή όλο και πιο χαρούμενη…
Οι αντάρτες θα γυρίσουν στα σπίτια τους, τους καρτερούν οι δικοί τους. Η Ζωίτσα θα παντρευτεί το Γεράσιμο και με τον καιρό θα ξεχάσει και τα «Κονάκια του Αγά», και την όμορφη βραδιά, και τον Κραβαρίτη το Θανάση. Η ζωή έχει τις απαιτήσεις της, τους νόμους της…Η Τασία θα μεγαλώσει τα παιδιά της. Ο Αντώνης με τη Μαρία θα κάνουν άλλα. Η Βασίλω…να έβρισκε κανένα, να μην έμνησκε ολότελα μόνη κι έρημη στη ζωή….Μόνο η μάνα…»
Φάνηκε κοντά στην πόρτα, κοντούλα, στρογγυλοπρόσωπη και μαυριδερή με την ομπόλια χαμηλά στα φρύδια. Έκανε δυο βήματα δειλά μέσα στο σκοτάδι, έκατσε καταγής στο κρύο τσιμέντο, σταύρωσε τα λιπόσαρκα ροζιασμένα χέρια πάνω στο στήθος, τον κοίταξε με σπαραγμό κι άρχισε ένα σιγανό μοιρολόγι, που το έκοβαν οι λυγμοί: «Τι έκανα η έρμη και με παιδεύει ο Θεός! Οχτώ παιδιά μου έδοσε ο μεγαλοδύναμος…»
Οχτώ παιδιά της είχε δόσει ο μεγαλοδύναμος. Τα γέννησε στους δρόμους και στα χωράφια…Τα κουβάλησε στη ράχη απ’ τα Ζερβά στα Χειμαδιά…Τα άφηνε στην άκρη, να κυλιούνται μέσα στα χώματα…Έσκαβε, σκάλιζε, θέριζε και, σαν έβγαινε στην κορφή, τα θήλαζε, ποτίζοντάς τα, αντί για γάλα, ιδρώτα. Κι ο πανάγαθος το μετάνιωσε στο μεταξύ και της τα έπαιρνε ένα – ένα. Ο Λάκης πέθανε στα 3 χρόνια. Είχε καρκαλιά…Έβηχε πολύ – πολύ. Του πιανόταν η ανάσα. Ύστερα κρύωσε και πάει…Η Αγγελική στα 7. Ήταν τότε με τη μεγάλη πείνα. Δεν είχε δάσκαλο και πήγαιναν στο γειτονικό χωριό, μια ώρα δρόμο μακριά. Μ’ ένα κομματάκι ψωμί όλη τη μέρα…Δρόμος, μαθήματα, κούραση. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο είχε ελονοσία και το χειμώνα…Μια βραδιά μονάχα έκατσε στο στρώμα…Ο Βασίλης στα 12, ο Γιώργης στα 33…
Όταν ήταν άρρωστα ξαγρυπνούσε στο προσκέφαλο κι έβανε το κορμί της πρόχωμα. Μα ο χάρος άπλωνε το κοκαλιάρικο χέρι του και της τα άρπαζε. Όταν ήταν γερά, δεν είχε ψωμί να τα ταΐσει, ρούχα να τα ντύσει, κοντύλι, τετράδιο, φυλλάδα να τα στείλει στο σχολειό…Σαν ήταν μικρά, ζούσε με τη λαχτάρα να τα μεγαλώσει και, σα μεγάλωσαν…Κι αν τύχαινε καμιά φορά κι ήταν καλά όλη η φαμίλια, κάποιο ζωντανό θ’ αρρώσταινε ή θα ψοφούσε, το ρέμα θα έπαιρνε το χωράφι…Τις νύχτες δεν την κολλούσε ύπνος. Κι αν κοιμόταν, πάλι δε σύχαζε. Περνούσε απ’ το όνειρό της για δεύτερη φορά η τυραγνισμένη της ζωή.
Ο σκληρός αγώνας, ο καθημερινός αγώνας μεγάλωσε την καρδιά της μάνας τόσο πολύ, που να χωράει τον πόνο και την αγάπη όλου του σπιτιού. Μα τούτο δω δεν το χωράει πια. Έφτασε ο πόνος στην απόγνωση. Αντάμωσε τις παλάμες, σήκωσε τα χέρια σε στάση προσευχής και μουρμούρισε: «Θανάση μου! πού πας;…Παιδί μου! Έλα ν’ αλλάξουμε…»
Έκανε δυο βόλτες στο μάκρος του κελιού, στάθηκε κάτω απ’ το φεγγίτη, στήριξε τις πλάτες στον τοίχο. Κει που πριν λίγες στιγμές καθόταν η μάνα του, είναι τώρα πηχτό σκοτάδι. Ύστερα ένας όγκος άρχισε να παίρνει σχήμα. Το σκοτάδι σκορπάει, φαίνονται όλο και πιο καθαρά, τα χαρακτηριστικά. Ένας άντρας κάθεται διπλοπόδι. Άνοιξε την ταμπακιέρα, πήρε καπνό και την απίθωσε ανοιχτή πάνω στο δεξιό γόνατο. Έστριψε ένα τσιγάρο, καλλιτεχνικότατα, το έβαλε στ’ αυτί, έστριψε και ένα δεύτερο, σκύβει το στήθος και κοιτάζει λυπημένα το τσιμέντο. Τίποτε δεν είπε. Και σα σηκώθηκε να φύγει, άναψε για μια στιγμούλα κι έσβησε αμέσως το τσιγάρο και στη λάμψη φάνηκε η πονεμένη μορφή του Δημητρού.
Φουντώνει ο καημός. Να πετιούνταν μια στιγμούλα στο Καλοχώρι κι όπως τότε, παιδάκι, ξυπόλυτο, μ’ ένα φουστάνι ντρίλινο κατάσαρκα να δρασκελίσει τη χαμηλή πόρτα του παλιού μουχλιασμένου σχολειού, να καθήσει στην πέτρα, μπροστά – μπροστά, σχεδόν στα πόδια του δασκάλου, κοντά στο τραπέζι και το μαυροπίνακα. Να κατεβάσει τη σάκα απ’ το λαιμό, να βγάλει από μέσα τη φυλλάδα με το κρεμμυδί εξώφυλλο, την πλάκα με το κοντύλι, να σκύψει από πάνω…Να μπει στην εκκλησιά…Να βγει στην πλατεία με τ’ άλλα παιδάκια και να τρέχουν ολόκληρο κοπαδάκι, απλώνοντας τα χέρια τους στο Γιάννη Καραμπούλα και το Δημήτρη Τσίτσα να τους δόσουν κόλυβα…Να πάει στο σπίτι…Να περάσει απ’ τις ρούγες και τα χωράφια. Να κατεβεί στο Ζερβά και στο Φραξιά, κει που φύλαγε τα ζωντανά, κει που έσκαβε, όργωνε…Ν’ ανεβεί στα Πύργια, να καραουλίσει γύρω. Αλλά…τούτα τα κακοτράχαλα μέρη, τ’ αγαπημένα μέρη, δε θα τα δει άλλη φορά…
Στον ουρανό σβήνουν τ’ αστέρια κι αραιώνει το πυκνό σκοτάδι. Μακριά ξάσπρισε κιόλας η ανατολή. Η νύχτα φεύγει κι έρχεται η μέρα, μια καινούργια μέρα. Στέκει ασάλευτος κοντά στο φεγγίτη, κοιτάζει αχόρταγα, σαν υπνωτισμένος, τον ορίζοντα, κι αναπνέει βαθιά το πρωινό αγέρι…
Ακούστηκαν βήματα στο διάδρομο και σε συνέχεια κλειδιά στην πόρτα. Τον έδεσαν, τον έβαλαν στη μέση και τον πέρασαν απ’ την ανατολική εξωτερική πλευρά του κτιρίου. Πίσω απ’ τα παράθυρα στέκουν βουβοί οι φυλακισμένοι. Στο δεύτερο παράθυρο ακούγεται ένας σιγανός λυγμός. Είναι του Μεγδοβίτη. Στο άλλο παρακάτω κουνιέται, για μια μόνο στιγμούλα, ένα χακί μαντήλι και χάνεται αμέσως…Κάποιοι σφίγγουν τις γροθιές, άλλοι σφουγγίζουν τα δάκρυα. Τα στήθια του Θανάση δεν χωρούν άλλη συγκίνηση. Θέλει να τους αγκαλιάσει, έναν – έναν, να τους φιλήσει, να τους σφίξει το χέρι δυνατά, χωρίς να τρέμει καθόλου, να τους πει: «Μάχη είναι, σύντροφοι, κι αυτή. Και σε κάθε μάχη θα έχουμε κι απώλειες…»