Ο καλπάζων συνταγματάρχης και η χούντα των συνταγματαρχών
Ο Φέρεντς Πούσκας ήταν σπουδαίος παίκτης και πήρε το προσωνύμιο “καλπάζων συνταγματάρχης”. Έφυγε από τη χώρα του μετά τα γεγονότα του 56′ αλλά δε φάνηκε να έχει αντίστοιχο πρόβλημα με το καθεστώς του Φράνκο ή τη χούντα των συνταγματαρχών στη χώρα μας.
Η αξία ενός μεγάλου παίκτη δεν είναι απαραίτητο να συμβαδίζει με μια εξίσου μεγάλη προσωπικότητα σε άλλα πεδία. Κι αν έχουμε την πολιτική συνείδηση ως κριτήριο, ο Φέρεντς Πούσκας, πιθανότατα ο κορυφαίος Ευρωπαίος -μαζί με τον Κρόιφ- ποδοσφαιριστής του περασμένου αιώνα, φαίνεται να επιβεβαιώνει τα παραπάνω.
Γεννήθηκε την Πρωταπριλιά και κατά άλλους στις 2 Απρίλη του 1927. Αναδείχτηκε από μικρός μέσα από τις γραμμές της Κίσπεστ, κι όταν αυτή μετονομάστηκε σε Χόνβεντ (“Εθνική Άμυνα”, ως ομάδα του στρατού) απέκτησε το προσωνύμιο “στρατηγός” ή “(καλπάζων) συνταγματάρχης”. Εκεί συνυπήρξε με άλλα μεγάλα ονόματα της εποχής κι όλοι μαζί συνέθεσαν το βασικό κορμό της μεγάλης Ουγγαρίας της δεκαετίας του 50′.
Η ομάδα έδωσε τα πρώτα διαπιστευτήριά της σε ένα φιλικό στο Ουέμπλεϊ, κατεβάζοντας τους Άγγλους από το συννεφάκι τους, με ένα εκκωφαντικό σκορ, 6-3, που το ακολούθησε το ακόμα πιο εμφατικό 7-1 στη ρεβάνς της Βουδαπέστης. Οι Μαγιάροι πήραν το 52′ το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι και δύο χρόνια μετά, πήγαιναν ως το μεγάλο φαβορί στο Μουντιάλ της Ελβετίας. Κάνοντας σπουδαίες εμφανίσεις, έφτασαν στο μεγάλο τελικό απέναντι στη Γερμανία, που την είχαν διαλύσει με 8-3 στη φάση των ομίλων. Προηγήθηκαν με 2-0 στο δεκάλεπτο, αλλά αυτή τη φορά η ιστορία γράφτηκε διαφορετικά, για δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος ήταν η αντεπίθεση των Γερμανών και η ανατροπή με 3-2, που έμεινε στην ιστορία ως “το θαύμα της Βέρνης”, και γυρίστηκε μάλιστα σε ταινία, χωρίς όμως να μπορέσει να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από τη σκιά της φήμης περί χρήσης αναβολικών, που έπεφτε βαριά πάνω της.
Ο δεύτερος λόγος ήταν το πείσμα κι ο αθλητικός εγωισμός του ξεροκέφαλου Πούσκας, που ήταν τραυματίας, αλλά απαίτησε κι επέβαλε την παρουσία του στον τελικό. Πέτυχε ένα από τα δύο γκολ της ομάδας του, αλλά μετά το 15′ χώλαινε και καταδίκασε ουσιαστικά την Ουγγαρία να παίξει με παίκτη λιγότερο, σε μια εποχή που δεν επιτρέπονταν ακόμα οι αλλαγές.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό ήταν ουσιαστικά το τέλος μεγάλης μαγιάρικης ομάδας, που σκόρπισε στη συνέχεια στους πέντε ανέμους, για εξωαγωνιστικούς λόγους.
Στα εγχώρια, ο Πούσκας “βαρέθηκε” να μετράει τίτλους και προσωπικές διακρίσεις. Πέντε πρωταθλήματα Ουγγαρίας και τέσσερις φορές πρώτος σκόρερ, τη μία εξ αυτών με 50 τέρματα (!), που του έδωσαν και τον τίτλο του αρχισκόρερ της Ευρώπης για εκείνη τη χρονιά. Ο Πούσκας, με το τρομερό αριστερό -σε αντίθεση με τις ιδέες του- ήταν μια πραγματική μηχανή γκολ, με ένα καταπληκτικό μέσο όρο που πλησίαζε το ένα τέρμα ανά αναμέτρηση, στους επίσημους αγώνες με τους συλλόγους και τις εθνικές του ομάδες (που ήταν παραπάνω από μία). Πρόκειται για επιτεύγματα που -στη Γηραιά Ήπειρο τουλάχιστον- έμειναν απλησίαστα μέχρι τις μέρες μας και την εμφάνιση του δίπολου Μέσι-Ρονάλντο.
Το 56′ όμως, που εγκαινιάζεται ως θεσμός το Κύπελλο Πρωταθλητριών, συμπίπτει με τα πολιτικά γεγονότα στην Ουγγαρία, την άνοδο της αντεπανάστασης και τη στρατιωτική επέμβαση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η χρονιά για τη Χόνβεντ -που αγωνιζόταν στην Ισπανία εναντίον της Μπιλμπάο- κόβεται στη μέση. Οι παίκτες αρνούνται να γυρίσουν πίσω, δίνοντας τον αγώνα-ρεβάνς στις Βρυξέλλες, ενώ ο Πούσκας εμμένει στην απόφασή του, δε γυρίζει ποτέ και χωρίζεται οριστικά από τους συμπαίκτες του.
Τιμωρείται από την ΟΥΕΦΑ με αποκλεισμό δύο χρόνων και στα 31 του, πολλοί μεγάλοι σύλλογοι τον θεωρούν καμένο χαρτί και του γυρίζουν την πλάτη. Ο Εθνικός προσπαθεί να τον φέρει στην Ελλάδα, τελικά όμως κλείνει στη Ρεάλ Μαδρίτης, φτιάχνει ένα φοβερό επιθετικό δίδυμο με τον Ντι Στέφανο και γράφει ιστορία. Στην Ισπανία πήρε πέντε πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και τέσσερις τίτλους πρώτους σκόρερ, ενώ στις διεθνείς διοργανώσεις κέρδισε ένα Διηπειρωτικό και τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών, κι έγινε ο μόνος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του θεσμού που έχει σκοράρει τέσσερα γκολ σε τελικό (στο χορταστικό 7-3 επί της Άιντραχτ). Το 61′ πήρε την ισπανική υπηκοότητα από το καθεστώς του Φράνκο κι έπαιξε με τη Ρόχα στο Μουντιάλ της Χιλής, ενώ έκλεισε τη μεγάλη καριέρα του σε ηλικία 39 χρονών, το 1966.
Η προπονητική του καριέρα δεν έφτασε ποτέ στο κορυφαίο επίπεδο, όπου βρισκόταν ως παίκτης -ίσως γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να σκοτώσει τον ποδοσφαιριστή μέσα του. Συνδέθηκε όμως με την Ελλάδα και τη μεγάλη πορεία του Παναθηναϊκού ως τον τελικό του Ουέμπλεϊ, απέναντι στον Άγιαξ, που έπαιζε βασικά το ποδόσφαιρο της Ουγγαρίας του 50′, στην εξελιγμένη του εκδοχή, κι ήταν ο κορμός της Ολλανδίας των 70’ς, της άλλης μεγάλης βασίλισσας χωρίς στέμμα, στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Από εκείνη την πορεία έχει μείνει στην ιστορία το “11 εμείς, 11 κι αυτοί” που είπε στους ποδοσφαιριστές του για να τους ντοπάρει ψυχολογικά, και έμελλε να γίνει ένα από τα λατρεμένα ξύλινα κλισέ του χώρου. Αλλά και οι σκιές για την πιθανή ανάμειξη της χούντας -που επιδίωξε ούτως ή άλλως να κεφαλαιοποιήσει επικοινωνιακά την επιτυχία και το ποδόσφαιρο συνολικά- ή τις διάφορες φήμες για την κακή απόδοση του Ερυθρού Αστέρα στο δεύτερο ημιτελικό στη Λεωφόρο (όπου ο ΠΑΟ ανέτρεψε το 4-1 του πρώτου αγώνα).
Σε κάθε περίπτωση, ο “καλπάζων συνταγματάρχης” -που ιδεολογικά δεν είχε κανένα πρόβλημα με τη χούντα των συνταγματαρχών, αν και θεωρητικά έφυγε από τη χώρα του εξαιτίας μιας στρατιωτικής επέμβασης- έμεινε τέσσερα χρόνια στον ΠΑΟ, κατακτώντας δύο πρωταθλήματα, ενώ επέστρεψε στην Ελλάδα για την ΑΕΚ, το 1979, τη χρονιά που πήρε πρωτάθλημα -χωρίς όμως να βρίσκεται αυτός στον πάγκο της, αφού απομακρύνθηκε στα μέσα της σεζόν.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έπασχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ, ενώ πέθανε τελικά το Νοέμβρη του 2006, λίγο πριν συμπληρώσει 80 χρόνια ζωής, από πνευμονία, στην πατρίδα του. Οι συμπατριώτες του τίμησαν τη μνήμη του, δίνοντας μεταξύ άλλων το όνομά του σε έναν από τους δρόμους της πρωτεύουσας Βουδαπέστης.