Το αγαπημένο μου παιδικό βιβλίο
Με αφορμή την Παγκόσμια Μέρα παιδικού βιβλίου, συντάκτες της Κατιούσα θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια, που δεν είναι ακριβώς περασμένα-ξεχασμένα, και επιλέγουν το δικό τους αγαπημένο βιβλίο.
Σήμερα είναι η Παγκόσμια Μέρα παιδικού βιβλίου, με αφορμή τη γέννηση του μεγάλου παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, και τέσσερις συντάκτες της Κατιούσα θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια, που δεν είναι ακριβώς περασμένα-ξεχασμένα, και επιλέγουν το δικό τους αγαπημένο βιβλίο. Μιλάμε για κλασικά βιβλία κι όχι τα βιβλία των κλασικών, που κάποιες τα είχαν διαβάσει από μικρή ηλικία και τα είχαν απορρίψει από την εφηβεία τους.
Η Μαρία Παρέντη επιλέγει: Άλκη Ζέη – Το καπλάνι της βιτρίνας
Το Καπλάνι της βιτρίνας, της Άλκης Ζέη συντρόφευε και σηματοδοτούσε κάθε μου καλοκαίρι από την πρώτη φορά που το έπιασα στα χέρια μου σε ηλικία οκτώ ετών, μέχρι σήμερα όπου βρίσκεται χιλιοβασανισμένο σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου. Δημοσιευμένο το 1963 αποτελεί το πρώτο έργο της συγγραφέως. Αναφέρεται στη δικτατορία του 1936, βιωμένη μέσα από τη ζωή δύο αδελφών, της Μυρτούς και της Μέλιας, των οποίων τα ΕΥΠΟ και ΛΥΠΟ, δηλαδή η ευτυχία και η λύπη αλλάζουν εξαρτώμενα από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής, που η μικρότερη των αδελφών η Μέλια αναλαμβάνει να μάς διηγηθεί. Η αφηγήτρια-παιδί είναι ένας μάρτυρας των γεγονότων διόλου αφελής και διόλου ασήμαντος.
Το καπλάνι, δηλαδή το ομοίωμα μίας τίγρης, που κοσμεί το σαλόνι της πλούσιας θείας των κοριτσιών , η οποία παραχωρεί στέγη σε εκείνες και τους γονείς τους, δίνει αφορμές για υπέροχες φανταστικές περιπέτειες. Τα δύο κορίτσια παραθερίζουν το καλοκαίρι του 1936 στο Λαμαγάρι, ένα παραθαλάσσιο χωριό, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο μένουν στη χώρα του νησιού, στο ανατολικό Αιγαίο.
Ήρωας-κλειδί ο αγαπημένος εξάδελφος, Νίκος, εμπνευστής των περιπετειών του καπλανιού και σύμβολο αγώνα, διώκεται από τη δικτατορία του Μεταξά και η ζωή ξεπερνά την φαντασία.. Η ζωή και ο χαρακτήρας των κοριτσιών θα επηρεαστεί για πάντα από τα περιστατικά τα οποία ακολουθούν.
Το βιβλίο μέσα από αφηγήσεις βιωματικών περιστατικών, σκιαγραφεί τη φασιστική Εθνική Οργάνωση Νέων, την αλλαγή της εκπαίδευσης στο μεταξικό καθεστώς, την κοινωνική ανισότητα, το φόβο, τη λογοκρισία, τις πρακτικές του φασισμού και τις επιδράσεις σε κάθε οικογένεια. Το Καπλάνι δεν αγαπήθηκε τυχαία, από μικρούς και μεγάλους, θα ταξιδεύει ελεύθερο φορώντας το αντιφασιστικό του λάβαρο και θα βλέπει πάντα με το καλό του μάτι τους αγωνιστές και με το κακό τους βασανιστές τους.
-.-.-
Οι Δύσκολες Νύχτες επιλέγουν: Έριχ Καίστνερ – Διπλή Λόττε
Καλό παιδικό βιβλίο είναι εκείνο που μπορείς ευχάριστα να (ξανα)διαβάσεις ως ενήλικας. Τα παιδικά του Έριχ Καίστνερ εμπίπτουν όλα σε αυτήν την κατηγορία, αλλά αφού πρέπει ντε και καλά να ξεχωρίσω κάποιο, αυτό ειναι η Διπλή Λόττε, που όσοι δεν την έχετε διαβάσει, πιθανόν έχετε δει κάποια κινηματογραφική της διασκευή, όπως το “The Parent Trap” με τη μικρή Λίντσεϊ Λόχαν, όταν ήταν ακόμα ένα ανερχόμενο ταλέντο κι όχι μόνιμη τρόφιμος κλινικών αποτοξίνωσης.
Ομολογώ βέβαια ότι εκείνο που με συνάρπαζε πρωτίστως εκείνη την εποχή, ήταν η εικονογράφηση του βιβλίου, από τον Walter Trier, ασπρόμαυρη και μινιμαλιστική, που άφηνε τη φαντασία μου να πλάθει παράλληλες ιστορίες με εκείνη του βιβλίου ή και εντελώς επινοημένες. Όχι ότι δε με κέντριζε η υπόθεση, η οποία έκανε πολύ έξυπνη χρήση του παλιού λογοτεχνικού ευρήματος των χαμένων διδύμων σε παιδική εκδοχή. Δυο κορίτσια με εντελώς αντίθετες προσωπικότητες αλλά που μοιάζουν σα δυο σταγόνες νερό, η Λουίζα και η Λόττε, συναντώνται σε κατασκήνωση των Άλπεων και γρήγορα ανακαλύπτουν ότι είναι δίδυμες που χωρίστηκαν μετά το διαζύγιο των γονιών τους, που ζουν σε άλλες πόλεις. Αποφασίζουν να πάρουν τη θέση η μια της άλλης, προκαλώντας σύγχυση και διάφορα ευτράπελα επεισόδια στο νέο τους περιβάλλον. Μετά από περιπέτειες και την από μηχανής ασθένεια της Λόττε, η οικογένεια ξανασμίγει και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς το παλεύουμε.
Μπορεί με τα σημερινά κριτήρια να αποτελεί απλώς μια παραδοσιακή ιστορία αποθέωσης της πυρηνικής οικογένειας, εκείνη την εποχή ωστόσο (κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα γερμανικά το 1949, κι έκτοτε έχει μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες, και στα ελληνικά φυσικά) σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως, διότι παρουσιάζε δυο μονογονεϊκές οικογένειες, με τη μητέρα μάλιστα να είναι και εργαζόμενη, κάτι όχι ακόμα αυτονόητο στη μεταναζιστική ΟΔΓ. Επίσης, σε αντίθεση με άλλα μυθιστορήματα του Καίστνερ που προβάλλουν αγόρια ως κεντρικούς ήρωες, εδώ πρωταγωνιστούν δυο κορίτσια, εκ των οποίων το ένα, η Λουίζα, παρουσιάζεται ως το τυπικό αγοροκόριτσο, όχι όμως με την πρόθεση να “τιθασευτεί”, αλλά με τα χαρακτηριστικά του θάρρους, της ειλικρίνειας και της τόλμης να εξαίρονται.
Είναι επίσης από τα παιδικά έργα που δε βρίθουν μόνο ασπρόμαυρων χαρακτήρων, αλλά και ενδιάμεσων, όπως ο πατέρας, που ευθύνεται για το αρχικό διαζύγιο και γενικά παρουσιάζεται ως ένας κάπως επιπόλαιος καλλιτέχνης (διευθυντής ορχήστρας), που ωριμάζει όμως κατά τη διάρκεια του βιβλίου. Η έννοια της εξέλιξης και της ωρίμανσης είναι εξάλλου κεντρική στο έργο, καθώς οι γονείς διαπιστώνουν ότι τα παιδιά τους μεγαλώνουν και γίνονται νέες γυναίκες με δική τους πρωτοβουλία.
Αυτά φυσικά είναι “σοφίες” εκ των υστέρων, τότε απλά μου άρεσε το παραμύθι και οι ζωγραφιές. Ο συνδυασμός όλων αυτών είναι που επιφυλάσσει στο βιβλίο του την απαράγραπτη θέση του στη βιβλιοθήκη και την καρδιά μου.
-.-.-
Ο Σφυροδρέπανος επιλέγει: Ρενέ Γκοσινί – Ο Μικρός Νικόλας (και η τρελοπαρέα του)
Καλά παιδικά βιβλία δεν είναι απαραίτητα τα παραμύθια. Μπορεί να είναι κι αυτά που δείχνουν τον κόσμο ως έχει, χωρίς να τον ωραιοποιούν με καλούς βασιλιάδες. Πόσο μάλλον αν προβάλλουν αυτούς που αντιπαλεύουν τους τελευταίους, σαν τα βιβλία της Ζωρζ Σαρή και της Άλκης Ζέη, που μπορεί να έχεις φτάσει ενήλικος και ακόμα να δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις αυτές ή τα βιβλία τους. Ρεαλιστικά βιβλία, όχι για να χάσει το παιδί την αθωότητα της ηλικίας του, αλλά για να προσεγγίσει με αυτήν τον ένοχο κόσμο των μεγάλων, που δεν είναι όλοι το ίδιο μεγάλοι και ισχυροί -και συνεπώς το ίδιο ένοχοι.
Τις κέρδισε όμως στη (δεξιά) στροφή ο μικρός Νικόλας του Γκοσινί. Κι αν έπρεπε να επιλέξω ένα μόνο βιβλίο, θα ήταν αυτό με την τρελοπαρέα του, γιατί έχει τις περισσότερες ιστορίες με τους φίλους τους από το σχολείο (νομίζω κι αυτή με το παιχνίδι ποδοσφαίρου που δεν ξεκίνησε ποτέ, γιατί δεν είχαν φέρει την μπάλα, θυμίζοντας κάτι απο Σούπερ Λιγκ) και μου θύμιζε τη δική μου αγοροκρατούμενη τάξη: μπάλα κι ανέμελο ξύλο, πριν μπλέξουμε με το άλλο φύλο και τα μεγάλα προβλήματα της ζωής. Αν και από τότε το ζήτημα έμπαινε καθαρά ως εξής: τάξη εναντίον τάξης.
Για τον τρόπο γραφής του βιβλίου, χρειάζεται να γνωρίζετε ένα μόνο πράγμα, αν και ποτέ αυτά που πρέπει να ξέρουμε δεν είναι μόνο ένα πράγμα, και όποιον λέει κάτι τέτοιο, πρέπει να τον υποψιαζόμαστε και να φυλαγόμαστε, εκτός κι αν αυτός είναι ο Γκοσινί, οπότε το μόνο που χρειάζεται να γνωρίζουμε για τον τρόπο γραφής του είναι πως εμπνεύστηκε από παιδικές μαθητικές εκθέσεις και το χειμαρρώδη -κι ενίοτε ανερμάτιστο- λόγο τους και τη φαντασία τους, που δε γνωρίζει φρένα, σύνορα και τελείες, και μια μέρα θα πάρει εκδίκηση από την πραγματικότητα, αν και -στην πραγματικότητα- την παρουσιάζει τόσο καλά, σατιρίζοντας και τους μεγαλους, ή μάλλον κυρίως αυτούς και την αδυναμία τους να καταλάβουν, με τις συμβάσεις τους και τη συνήθεια που τους πλακώνει, κάτι τόσο απλό και λογικό όσο ένα παιδί και τις επιθυμίες του.
Τα ωραία βιβλία είναι ασφαλώς τα διαχρονικά. Ή αυτά που σε κάνουν να ταξιδεύεις εσύ στο χρόνο, αλλά και στην ηλικία σου, αυτά που είναι κατάλληλα για μεγάλους και παιδιά, που σου επιτρέπουν να ξαναγίνεις παιδί. Κλασική παιδεία. Πολύ καλύτερα από αυτά που σου πλασάρονται ως βιβλία για ενήλικες, αλλά είναι εντελώς παιδιάστικα κατά βάθος. Πολύ καλύτερα από κάθε σύγχρονο ημερολόγιο σπασίκλα, ξενέρωτης και δε συμμαζέυεται. Και πολύ καλύτερα από τις διάφορες τηλεοπτικές-κινηματογραφικές μεταφορές του Μικρού Νικόλα.
-.-.-
Ο Νίκος Πουρναράς / Οικοδόμος επιλέγει Ιούλιο Βερν
Σε μια άκρη της βιβλιοθήκης, το ένα σφιχτά δίπλα στο άλλο. Ταλαιπωρημένα εξώφυλλα και σελίδες ωχρές, ποτισμένες με τη μυρωδιά που αφήνει πίσω του το πέρασμα του χρόνου. Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραν, Μιχαήλ Στρογκώφ, Ο δεκαπενταετής πλοίαρχος, Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσαν, Ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα ημέρες, είναι μερικά από τα πρώτα και πιο αγαπημένα μου βιβλία, από εκδοτικούς οίκους όπως ΑΣΤΗΡ, ΑΛΜΑ, ΓΕΜΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, εκεί κοντά στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄70. Πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω ένα από αυτά.
Ο Ιούλιος Βερν ήταν ο πρώτος που με πήρε απ’ το χέρι και με πήγε μακριά. Διασχίσαμε με την ίδια άμαξα τη σιβηρική στέπα, θαυμάσαμε τις κορυφογραμμές της Παταγονίας, δαμάσαμε τα κύματα του ωκεανού με τη θαλαμηγό «Ντύνκαν» και με τον «Ναυτίλο» του πλοιάρχου Νέμο προσεγγίσαμε σε σκοτεινούς βυθούς με αλλόκοτους κατοίκους.
Δεν μείναμε όμως μόνο στο ταξίδι. Σαν καλόκαρδος και σοφός παππούς μου έδειξε το δρόμο ν’ ανακαλύψω τι κρύβεται πίσω από τους φανταστικούς ήρωες και τις ιστορίες τους, μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη φύση και την ελευθερία, να σέβομαι και ν’ αγαπώ τους ανθρώπους, με δίδαξε ότι η πρόοδος περνάει μέσα από την ανάπτυξη της επιστήμης και την τεχνολογική εξέλιξη και ότι το μέλλον θα γίνει καλύτερο αν κατανοήσουμε και ερμηνεύσουμε σωστά το παρόν. Αυτός ο οραματιστής και πολυμήχανος Γάλλος φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης που ο γράφων συνέχισε ν’ ανοίγει κανένα βιβλίο και πέρα από τα παιδικά-εφηβικά του χρόνια.
Τα σημερινά παιδιά «αναθέτουν» την δυνατότητά τους να ονειρεύονται σε παιχνίδια και δραστηριότητες που στην ουσία τους κόβουν τα φτερά και τα κρατάνε καθηλωμένα -και κυριολεκτικά- σε μια καρέκλα. Τα παιδιά δεν φταίνε. Οι εποχές αλλάζουν, η ζωή και οι συνήθειες των ανθρώπων αλλάζουν. Σήμερα οι λέξεις υποχωρούν διαρκώς κάτω από τη δύναμη της ευκολίας της εικόνας. Τα όνειρα αν και δεν θα πάψουν να γεννιούνται, θα δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να κερδίσουν την ελευθερία τους, έξω από ορθογώνιες οθόνες υψηλής ευκρίνειας, χωρίς να τους επιβάλλεται να μετατραπούν σε βίντεο και ν’ «ανεβούν» σε κάποια από τις παγκόσμιες πλατφόρμες προβολής.
Ανάμεσα στις σελίδες των προαναφερόμενων βιβλίων βρίσκονται κλεισμένα, εκτός από τ’ αποτυπώματα των δαχτύλων που τις ξεφύλλισαν, τα «ίχνη» των πιο άγουρων ονείρων. Πρώτα σκιρτήματα μιας πορείας που έμελλε να πάρει το δρόμο της σ’ έναν κόσμο τόσο διαφορετικό μα και τόσο όμοιο με αυτόν που περιγράφει ο Ιούλιος Βερν. Αν τα πατήματα που ακολούθησαν μπόρεσαν να ισορροπήσουν πάνω στο τεντωμένο σκοινί που καλείται ο καθένας να περάσει, κάποια «χιλιόμετρα» αυτής της διαδρομής ανήκουν αναμφισβήτητα στον σοφό «παππού» μου Ιούλιο Βερν.