Το μήνυμα μιας τυχαίας συνάντησης….
Έφυγε την Κυριακή σε ηλικία 93 ετών ο Ρόμπυ Βαρσάνο, ένας από τους λίγους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που επέζησαν το ολοκαύτωμα. Ήταν ο άνθρωπος που την δεκαετία του ‘50 είχε αναγνωρίσει στον δρόμο τον Μαξ Μέρτεν.
«Εκείνες οι ιδεολογίες που αιματοκύλησαν την ανθρωπότητα, που εξόντωσαν εκατομμύρια στο όνομα της δήθεν υπεροχής δεν έχουν θέση εδώ σ’ αυτήν την πόλη».
Έφυγε, διάβασα την Κυριακή σε ηλικία 93 ετών ο Ρόμπυ Βαρσάνο, ένας από τους λίγους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που επέζησαν το ολοκαύτωμα. Ήταν ο άνθρωπος που την δεκαετία του ‘50 είχε αναγνωρίσει στον δρόμο τον Μαξ Μέρτεν.
Προσωπικά γνώρισα τον Βαρσάνο, το νούμερο 115.365 του στρατοπέδου εξόντωσης Άουσβιτς-Μπιρκενάου τελείως τυχαία, ως συνταξιδιώτη των γονέων μου. Είχαν αποφασίσει να επισκεφτούν την Κρήτη με τουριστικό λεωφορείο. Σε εκείνο το ταξίδι η μητέρα μου κάποια στιγμή μίλησε Γερμανικά στον πατέρα μου. Τους πλησίασε ο Βαρσάνο δείχνοντας να ακούει προσεχτικά τι έλεγαν. Φυσικά αυτό προξένησε ερωτηματικά στους γονείς μου. Παρεξήγηση ωστόσο δεν υπήρχε. Απλώς ήθελε να ακούσει Γερμανικά σε καθημερινές κουβέντες. Επιθυμούσε να συμφιλιωθεί με μια γλώσσα που μίσησε. Την μίσησε ως γλώσσα των Ναζί που αιματοκύλισαν τον κόσμο. Όταν το ταξίδι στην Κρήτη έφτασε στο τέλος του, οι γονείς μου είχαν κάνει ένα νέο φίλο – ωστόσο θα έφευγαν πάλι στην Γερμανία. Οπότε και «κληρονόμησα» το φίλο μιας τυχαίας συνάντησης. Βρέθηκα μερικές φορές μαζί του, επικοινωνούσαμε κατά καιρούς τηλεφωνικά και μιλούσα Γερμανικά – για όλα τα θέματα της ζωής εκτός από το προφανές, το ναζισμό και τα εγκλήματά του.
Δεν έχω σκοπό να αναφέρω τις προσωπικές κουβέντες. Ούτε να περιγράψω με λεπτομέρεια το οξύμωρο των συζητήσεων σε μία μισητή γλώσσα με σκοπό την συμφιλίωση μαζί της. Διάβασα όμως ένα τελευταίο μήνυμα του Βαρσάνο που δημοσιεύτηκε στην ΕφΣυν.
Διαβάζοντας την επιστολή δεν ξαφνιάστηκα για την αναφορά του: «επιβιώσαμε και παλέψαμε σκληρά για να βγάλουμε το μαύρο από τη ζωή μας. Όλοι οι επιζήσαντες δώσαμε αγώνα νύχτα-μέρα για να βγάλουμε αυτό το καταραμένο, καρβουνιασμένο… μαύρο της ψυχής και του σώματος.»
Στην επιστολή του, τρεις μέρες πριν από τον θάνατο του έγραψε επίσης:
«Είμαι τόσο γέρος, που δεν ξέρω τί θα γίνει αύριο. Αλλά νιώθω τόσο γερός, για να φωνάξω σε όλους: αποκαταστήστε την αλήθεια. Τιμήστε εκείνους που προσέφεραν στην πόλη μας. Προσπεράστε ό,τι διχαστικό. Ξαναγράψτε την ιστορία με αλήθειες. Όχι τις δικές μου αλήθειες αλλά τις αλήθειες του κόσμου.»
Μια από αυτές τις αλήθειες αφορά τον Μαξ Μέρτεν, τον τοποτηρητή της «τελικής λύσης» των ναζί αλλά και τον Χανς Γκλόμπκε, το δεξί χέρι του πρώτου Καγκελάριου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Τόσο ο Μέρτεν όσο και ο Γκλόμπκε, ο υπεύθυνος για τους ρατσιστικούς νόμους του Χίτλερ, ήταν εγκληματίες.
Μετέπειτα, το 1951, ο Γκλόμπκε ήταν ο δημιουργός του νόμου που έδινε συντάξεις στους δημόσιους υπάλληλους του Γ’ Ράιχ, φυσικά και στον εαυτό του. Επίσης ήταν από τους «αρχιτέκτονες» της απαγόρευσης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας (17/8/1956). Μιας απαγόρευσης την οποία περιγράφουν τα Γερμανικά ΜΜΕ όπως το Der Spiegel ως «έργο υπαγόρευσης δικαστικής απόφασης από το γραφείο της καγκελαρίας».
Ο Γκλόμπκε καθοδηγούσε τον Μέρτεν και δεν τιμωρήθηκε ποτέ, όπως πολλοί άλλοι. Έλαβε το μεγαλύτερο παράσημο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και φυσικά μια παχυλή σύνταξη. Ο Μέρτεν από την πλευρά του προσπάθησε να εμπλέξει Έλληνες συνεργάτες των ναζί στα εγκλήματα του. Κάτι που μια φιλική προς Αντενάουερ υπηρεσία, η CIA, δημοσίευσε στο διαδίκτυο.
Λόγω Γκλόμπκε (για την κάλυψή του) η CIA έκρυβε από το Ισραήλ τα στοιχεία για το που βρισκόταν ο Άντολφ Άιχμαν. Λόγω ΝΑΤΟ και δυτικής συμμαχίας δεν μάθαμε ποτέ τι στο καλό απέγιναν όλοι αυτοί οι συνεργάτες των ναζί στις κατεχόμενες χώρες.
Οι τελευταίοι επιζήσαντες πεθαίνουν και το τέρας του ναζισμού ξυπνάει πάλι. Πότε λοιπόν θα αρχίσουμε να αναζητούμε τις αλήθειες;