Χέλμουτ Κολ-Η άνοδος στην εξουσία, η προσάρτηση της ΓΛΔ και τα σκάνδαλα
Ήταν ο αρχιτέκτοντας της γερμανικής ενοποίησης, δηλαδή της προσάρτησης της ΓΛΔ, με όρους καταστροφικούς για την τοπική κοινωνία και οικονομία.
Ο Χέλμουτ Κολ, χριστιανοδημοκράτης καγκελάριος της ΟΔΓ από το 1982 ως το 1998, υπήρξε ο αρχιτέκτοντας της γερμανικής ενοποίησης, δηλαδή της προσάρτησης της ΓΛΔ, με όρους καταστροφικούς για την τοπική κοινωνία και οικονομία. Τιμάται επίσης για το “ευρωπαϊκό του όραμα”, την καθοριστική του συμβολή του δηλαδή στη μετατροπή της ΕΟΚ σε ΕΕ με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, μαζί με εκείνη του σοσιαλιστή Γάλλου προέδρου Μιτεράν, συμβολή που απέσπασε και τα εύσημα του υπουργού εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, στην ανακοίνωσή του για το θάνατο του Κολ πριν λίγους μήνες. Τα τελευταία του χρόνια σκιάστηκαν ωστόσο από ένα σκάνδαλο διαφθοράς σχετικά με τη χρηματοδότηση του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά περίτρανα πόσο ανόητο είναι να αποδίδονται τα σκάνδαλα και δη αποκλειστικά, σε “οθωμανικά κατάλοιπα”, ελληνική ιδιατερότητα κοκ.
Ο Κολ γεννήθηκε σαν σήμερα το 1930 στο Λούντβιγκσχάφεν της Ρηνανίας σε μια συντηρητική καθολική οικογένεια. Γλίτωσε το μέτωπο στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο χάρη στην έγκαιρη απελευθέρωση της Γερμανίας, παρότι αν και ανήλικος είχε επιστρατευτεί και σταλεί για βασική εκπαίδευση. Από νωρίς αναμείχθηκε με την πολιτική, αφού το 1947 έγινε μέλος της νεολαίας του νεοσύστατου χριστιανοδημοκρατικού κόμματος στην πόλη του. Έγινε διδάκτορας πολιτικών επιστημών στη Χαϊδελβέργη το 1958 κι ένα χρόνο αργότερα ξεκίνησε η πολιτική του σταδιοδρομία σε σειρά αξιωμάτων, αρχικά στο κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου κι έπειτα σε εθνικό επίπεδο, αφού έγινε αρχικά αντιπρόεδρος κι έπειτα ηγέτης του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος το 1973.
Έχασε τις εκλογές του 1976 έναντι του σοσιαλδημοκράτη Χέλμουτ Σμιτ, ωστόσο το 1982 πολλά μέλη του φιλελεύθερου FDP, κυβερνητικού εταίρου του Σμιτ, εγκατέλειψαν τη συμμαχία. Έτσι, οι Χριστιανοδημοκράτες με τους αποστάτες του FDP πέτυχαν την άρση της ψήφου εμπιστοσύνης στο Σμιτ την 1η Οκτώβρη 1982, εξαναγκάζοντάς τον σε παραίτηση. Έτσι ο Κολ απέκτησε την απαιτούμενη πλειοψηφία για να εκλεγεί νέος καγκελάριος από την ομοσπονδιακή βουλή.
Η συμμαχία Χριστιανοδημοκρατών, Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών και Φιλελευθέρων κέρδισε τις εκλογές στις 6 Μάρτη 1983 και ξανά με μειωμένες έδρες το 1987. Ο Κολ εφήρμοσε σφιχτή δημοσιονομική πολιτική και ευθυγραμμίστηκε πλήρως με την ψυχροπολεμική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ του Ρήγκαν την ίδια περίοδο, δείχνοντας πλήρη αφοσίωση στις δεσμεύσεις της χώρας έναντι του ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστικότερο επεισόδιο ήταν η εγκατάσταση των πυραυλικών συστημάτων Pershing II επί γερμανικού εδάφους λίγους μήνες μετά την πρώτη εκλογή Κολ, παρά το τεράστιο αντιπολεμικό κίνημα διαμαρτυρίας στη χώρα, αλλά και τις αντιδράσεις μέσα στην ίδια τη γερμανική βουλή. Στη διάρκεια της δεύτερης θητείας του κι εκμεταλλευόμενος τις εξελίξεις στην ΕΣΣΔ και στις υπόλοιπες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, ο Κολ έκανε ό,τι μπορούσε για να επιφέρει την επανένωση των δύο Γερμανιών με απόλυτη ηγεμονία της καπιταλιστικής ΟΔΓ, με τη βοήθεια τόσο των Ευρωπαίων και νατοϊκών συμμάχων όσο και της ίδιας της ΕΣΣΔ του Γκορμπατσώφ.
Στις πρώτες “ελεύθερες” εκλογές στη ΓΛΔ, το Μάρτη του 1990, ο Κολ στήριξε με κάθε μέσο το αδελφό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της ΓΛΔ, το οποίο κέρδισε τις εκλογές επιταχύνοντες τις διαδικασίες προσάρτησης. Το Μάη του 1990 ο Κολ συνήψε συνθήκη με τη ΓΛΔ που ενοποιούσε τα οικονομικά συστήματα και το κράτος πρόνοιας των δύο χωρών, εισάγοντας κι ένα μέτρο-τυράκι για τους πολίτες της ΓΛΔ, που του εξασφάλισε προσωρινά πολύ μεγάλη δημοφιλία: Την ανταλλαγή του ανατολικογερμανικού μάρκου με ίδιας ονομαστικής αξίας δυτικογερμανικά. Μετά την επίτευξη της προσάρτησης στις 3 Οκτώβρη 1990, πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες παγγερμανικές εκλογές μετά το 1933, που εξασφάλισαν στην συμμαχία υπό τον Κολ μια συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία με 134 έδρες διαφορά. Στη νέα κυβέρνηση που ορκίστηκε στις 18 Γενάρη 1991, υπουργός γυναικείων υποθέσεων έγινε η Άνγκελα Μέρκελ, η νεαρότερη ως τότε υπουργός γερμανικής κυβέρνησης, όψιμη “αντιστασιακή” της ΓΛΔ, που σύντομα αναδείχθηκε σε μεγάλο πουλέν του CDU και του Κολ προσωπικά, που την αποκαλούσε “Κορίτσι” (Mädchen).
Η “αναδιοργάνωση” της ανατολικογερμανικής οικονομίας στη βάση των αρχών της ελεύθερης αγοράς, που είχε ήδη ξεκινήσει τους τελευταίους μήνες ύπαρξης της ΓΛΔ, επιταχύνθηκε ραγδαία, με πρωταγωνιστή το διαβόητο Ίδρυμα Treuhand, σημαντικό ρόλο εντός του οποίου έπαιξε και ο καλός μας γνώριμος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Η θητεία του Κολ σημαδεύτηκε επίσης από την αύξηση των φόρων καθώς και από σημαντικές περικοπές κοινωνικών παροχών, που συνδυάστηκαν με μια περίοδο ύφεσης της γερμανικής οικονομίας το 1992-93, κάτι που σήμανε τη μείωση της κοινοβουλευτικής του πλειοψηφίας στις εκλογές του 1994 σε μόλις δέκα έδρες διαφοράς. Μια περίοδος στασιμότητας και υψηλής ανεργίας ακολούθησε, επιτρέποντας την άνοδο του Γκέρχαρντ Σρέντερ του SPD, το Σεπτέμβρη του 1998, ο οποίος ως γνωστόν βέβαια αποσάθρωσε όσο κανείς προκάτοχός του τα θεμέλια του κοινωνικού κράτους στη Γερμανία.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Κολ βρέθηκε αναμεμειγμένος σε σκάνδαλο παράνομων χρηματοδοτήσεων στο κόμμα του, κατηγορίες βέβαια που είχαν ήδη αρχίσει να ακούγονται από τη δεκαετία του ’80, αλλά λόγω της πολιτικής του παντοδυναμίας δεν είχαν διερευνηθεί τότε. To Γενάρη του 2000 παραιτήθηκε από τα κομματικά του αξιώματα και αντιμετώπισε κατηγορίες κακοδιαχείρισης, που οδήγησαν σε καταδίκη του σε υψηλό πρόστιμο το Φλεβάρη του 2001. Παραδέχτηκε ότι το διάστημα 1993-1998 είχε λάβει εξωθεσμικά δωρεές 1,5 ως 2 εκ. μάρκων, από τα οποία διατείνεται ότι ο ίδιος δεν ωφελήθηκε προσωπικά, αλλά μόνο το κόμμα.
Πέρασε το υπόλοιπο της ζώης του αποτραβηγμένος από τα φώτα της δημοσιότητας, με εξαίρεση την προβεβλημένη του συνάντηση με τους τελευταίους εναπομείναντες “Πατέρες της γερμανικής ενοποίησης”, δηλαδή τον Μπους τον πρεσβύτερο και τον Γκορμπατσώφ, με έναν ενσταντανέ σε στιλ “Πώς καταντήσαμε λοχία”. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 στις 16 Ιούνη 2017.