Η δίκη της Κολωνίας 1852: Η πρώτη αντικομμουνιστική δίωξη της ιστορίας
Οι Μαρξ και Ένγκελς πρωτοστάτησαν στην ανάδειξη της πλαστότητας του κατηγορητηρίου, η πρώτη δίκη κατά της νεοσύστατης Ένωσης των Κομμουνιστών έληξε ωστόσο με επιβολή πολυετών ποινών φυλάκισης στους περισσότερους κατηγορούμενους, καθώς και με την ανταμοιβή των εκτελεστικών οργάνων της σκευωρίας των γερμανικών αρχών.
Η δημιουργία της Ένωσης των Κομμουνιστών είχε σκορπίσει από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της το 1847 το φόβο στην αντιδραστική άρχουσα τάξη των διασπασμένων ακόμα γερμανικών κρατιδίων, ορισμένα από τα οποία ωστόσο ήδη είχαν συγκροτήσει τη λεγόμενη “Γερμανική Ένωση”, συντονίζοντας έτσι καλύτερα και την κατασταλτική τους δράση. Το σύνολο της αντιπολίτευσης εκείνη την εποχή βρισκόταν στο στόχαστρο δικαστικών διώξεων, στην περίπτωση των κομμουνιστών της Κολωνίας ωστόσο ο ζήλος που επεδήχθη ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, καθώς ο ίδιος ο βασιλιάς της Πρωσίας Γουιλιέλμος Δ’ ανέθεσε στον πρωθυπουργό του Όττο Τέοντορ φον Μαντόιφελ την αποστολή της εξύφανσης σκευωρίας σε βάρος τους. Όπως σημείωνε ο βασιλιάς σε επιστολή του στο Μαντόιφελ που αποκαλύφθηκε το 1901, στο “πρωσικό κοινό” έπρεπε να δοθεί “το πολυπόθητο θέαμα μιας αποκαλυθφείσας και τιμωρηθείσας συνωμοσίας”. Συμβούλευε μάλιστα να διοριστεί επικεφαλής των ερευνών ο αστυνομικός Βίλχελμ Στίμπερ, τον οποίο ο Μαρξ χαρακτήρισε σαν έναν από τους “ελεεινότερους λούμπεν αστυνομικούς” της εποχής του.
Ο πρωθυπουργός και οι αστυνομικές αρχές υπάκουσαν χωρίς δισταγμό τη βασιλική προτροπή, ελπίζοντας μεταξύ άλλων να αντισταθμίσουν την απώλεια κύρους μετά τη δραπέτευση του δημοκράτη καθηγητή πανεπιστημίου Γκότφριντ Κίνκελ από τις φυλακές του Σπάνταου, τότε προαστίου του Βερολίνου. Στόχος ήταν πρωτίστως να δοθεί ένα αποφασιστικό πλήγμα κατά της ηγεσίας του “κόμματος ανατροπής”. Το Μάη του 1851 οι αρχές άδραξαν την ευκαιρία, όταν συνελήφθη τυχαία ο ράφτης Πέτερ Νότγιουνγκ χωρίς χαρτιά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Πάνω του βρέθηκαν έγγραφα που τον συνέδεαν με την Ένωση των Κομμουνιστών, δίδοντας στους αστυνομικούς το πρόσχημα για έρευνες κατ’οίκον και συλλήψεις.
Χάρη στη συνεργασία των κατά τόπους αρχών, οι ενοχοποιητικές αναφορές έφταναν στις πρωσικές αρχές, οι οποίες με τη σειρά τους άπλωσαν τα δίχτυα τους και στους Γερμανούς πολιτικούς εξόριστους του Λονδίνου, ώστε να στήσουν τη σκευωρία περί εσχάτης προδοσίας κατά του Νότγιουνγκ. Ο Βίλχελμ Στίμπερ, στα τέλη του ίδιου μήνα ανέφερε από την Κολωνία πως είχε αποκαλύψει “μια μεγάλη συνωμοσία”. Με τη βοήθεια πρακτόρων και χαφιέδων συγκέντρωσε υλικό, σε μεγάλο βαθμό χαλκευμένο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε και στη δίκη της Κολωνίας, αλλά και σε άλλες δίκες που ακολούθησαν στη Γερμανία και το Παρίσι ως το 1853.
Η δίκη της Κολωνίας ξεκίνησε το 1852, με καθυστέρηση δηλαδή λόγω της δυστοκίας στην εύρεση στοιχείων, έστω και πλαστών. Έτσι οι ένορκοι του δικαστηρίου της πόλης δεν πείθονταν πως στοιχειοθετούνταν κάποιο αδίκημα ώστε να προχωρήσει η εκδίκασή του. Δεν είναι τυχαίο ότι τελικά βασικό κομμάτι του κατηγορητηρίου ήταν η ίδια η συμμετοχή στην Ένωση των Κομμουνιστών, που χαρακτηριζόταν “ένα κόμμα που δρα στα κρυφά και ανατρέπει τα πάντα”, στο οποίο αποδίδονταν ευθύνη για τα επαναστατικά γεγονότα του 1848 στην Κολωνία. Την περίοδο εκείνη η Ένωση των Κομμουνιστών είχε προσωρινά διαλυθεί, αν και τα μέλη της σε προσωπικό επίπεδο συμμετείχαν συχνά ενεργότατα στα τεκταινόμενα. Μετά την καταστολή της επανάστασης υπήρξε απόπειρα αναδιοργάνωσης της Ένωσης από το Λονδίνο, ωστόσο το Σεπτέμβρη του 1850 υπήρξε διάσπαση σε δυο πτέρυγες, μία υπό τους Μαρξ και Ένγκελς κι άλλη μία υπό τους Καρλ Σάπερ και Αύγουστο Βίλιχ. Μετά από πολλές πιέσεις των κρατικών αρχών η δίκη ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 1852. Μεταξύ των κατηγορουμένων βρισκόταν κι ο μετέπειτα δήμαρχος Κολωνίας Χέρμαν Χάινριχ Μπέκερ, ο οποίος παρότι διαφωνούσε με το Μαρξ, έβλεπε στην Ένωση των Κομμουνιστών ένα όργανο για την καθιέρωση της αβασίλευτης δημοκρατίας στη χώρα. Από τους υπόλοιπους, κάποιοι ήταν ενεργά μέλη της Ένωσης, ενώ άλλοι ήταν ριζοσπάστες δημοκράτες χωρίς οργανωτικούς δεσμούς μαζί της.
Τους απαγγέλθηκε η κατηγορία ότι κατά τα έτη 1848-1851 είχαν οργανώσει συνωμοσία στην Κολωνία με στόχο την ανατροπή του πολιτεύματος και τη δημιουργία εμφυλίου πολέμου. Αρχικά η δίκη, που λόγω επιρροής του Ναπολεόντειου Ποινικού Κώδικα στη Ρηνανία, ήταν δημόσια, κι όχι ως συνήθως κεκλεισμένων των θυρών, προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον των πολιτών, ενώ σημειώθηκαν και διαδηλώσεις στήριξης των κατηγορουμένων. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι η διάρκεια που είχε οριστεί αρχικά στις 14 μέρες, επεκτάθηκε τελικά σε πάνω από έξι εβδομάδες, λόγω της εξέτασης πολυάριθμων μαρτύρων. Ο Καρλ Μαρξ πληροφορούνταν μέσω τοπικής εφημερίδας της Κολωνίας τις εξελίξεις με δυο μέρες καθυστέρηση, συμβάλλοντας στην κατάρριψη του κατηγορητηρίου, αναδεικνύοντας την πλαστότητα των τεκμηρίων στα οποία βασίστηκε. Προσπαθώντας να αλλάξει το κλίμα, ο Στίμπερ παρουσίασε στις 23 Οκτώβρη το βιβλίο πρακτικών και μυστικών συνεδριάσεων του “Κόμματος Μαρξ”, το οποίο επιβάρυνε κυρίως τον Μπέκερ. Κι αυτή τη φορά όμως η παραχάραξη αποδείχτηκε περίτρανα.
Όπως σημείωνε ο Φρίντριχ Ένγκελς: Πρόσωπα που ονομάζονταν Βίλχελμ, αναφέρονταν σ’ αυτό (σ.σ. το «βιβλίο πρακτικών») με τα ονόματα Λούντβιχ ή Καρλ, για τα άλλα πρόσωπα αναφέρεται ότι έβγαζαν λόγους στο Λονδίνο, όταν βρίσκονταν στο άλλο άκρο της Αγγλίας, άλλοι πάλι, σύμφωνα με τις εκθέσεις, διάβαζαν γράμματα που δεν είχαν λάβει ποτέ, αναφέρονταν ακόμα ότι συνέρχονταν ταχτικά κάθε Πέμπτη, ενώ αυτοί συνήθιζαν να κάνουν τις βδομαδιάτικες συναντήσεις τους την Τετάρτη το βράδυ, ένας εργάτης που δεν ήξερε καλά καλά να γράφει, παρουσιαζόταν σαν πρακτικογράφος και υπέγραφε σαν πρακτικογράφος, και όλους τους παρουσίαζαν να μιλούν μια γλώσσα, που μπορεί, μεν, να συνηθίζεται στα γραφεία της πρωσικής αστυνομίας, σίγουρα, όμως, όχι σε μια συγκέντρωση προσώπων που η πλειοψηφία τους αποτελούνταν από συγγραφείς». Τόσο εξόφθαλμη ήταν η πλαστογραφία που ο Βίλιχ κατάφερε να προκαλέσει στο Λονδίνο τη σύλληψη του πλαστογράφου από τη βρετανική αστυνομία. Η κατάθεσή του εστάλη στην Κολωνία, ωστόσο δεν έφτασε στους παραλήπτες της, που επίσης είχαν συλληφθεί. Ωστόσο η ίδια η εισαγγελία αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει το στοιχείο, θεωρώντας το προφανώς υπερβολικά αναξιόπιστο.
Τελικά η δίκη έληξε στις 12 Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς, αθωώνοντας τέσσερις από τους κατηγορούμενους, επιβάλλοντας σε άλλους επτά ποινές φυλάκισης από τρία ως έξι χρόνια, ενώ σε τρεις εξ αυτών, μεταξύ των οποίων και ο αρχικά συλληφθείς Νότγιουνγκ επιβλήθηκε ποινή δια βίου αστυνομικής επιτήρησης μετά την αποφυλάκισή τους. Παρότι η ετυμηγορία διαβάστηκε παρουσία ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων, στο άκουσμα των ποινών υπήρξαν διαδηλώσεις και ορισμένες συγκρούσεις με τα όργανα καταστολής.
Το γεγονός πως οι κατηγορουμένοι τελικά αποφυλακίστηκαν μόνο για ιδεολογικούς λόγους, χωρίς να μπορεί να αποδειχθεί η συμμετοχή τους σε συγκεκριμένη συνωμοσία, θορύβησε την πρωσική κυβέρνηση, που τα δικαστήρια ενόρκων έχασαν τις αρμοδιότητες τους για εγκλήματα του Τύπου και πολιτικά αδικήματα. Αντ’αυτού ιδρύθηκε ειδικό δικαστήριο στο Βερολίνο για την εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων. Από την άλλη, η πρωσική κυβέρνηση δεν παρέλειψε να επιδαψιλεύσει τιμές στους βασικούς διώκτες των κομμουνιστών, τον Αύγουστο Χάινριχ φον Ζέκεντροφ και τον Όττο Ζέτ, απονέμοντάς τους κρατικά παράσημα για τις υπηρεσίες τους. Ο Στίμπερ επίσης μακροημέρευσε, φτάνοντας στο βαθμό του αρχηγού της κατασκοπίας της Πρωσίας, ένα χρόνο πριν τη γερμανική ενοποίηση, το 1870. Αργότερα φυλακίστηκε για παράνομη κατακράτηση κι οικονομικό εκβιασμό, γλιτώνει ωστόσο χάρη στις διασυνδέσεις του και τα μυστικά που γνώριζε κι αφήνεται σύντομα ελεύθερος, ασχολούμενος κυρίως με την κερδοσκοπία γης. Ο καγκελάριος της ενοποιημένης πια Γερμανίας, φοβούμενος τη δύναμη του Στίμπερ, τον προσεταιρίζεται ως μυστικοσύμβουλο, ενώ ο ίδιος προσφέρει τις υπηρεσίες του και στον τσάρο, επιφορτιζόμενος με τη δίωξη επαναστατών Ρώσων εμιγκρέδων στην Πρωσία. Από το 1874 αποσύρθηκε στα κτήματά το, ζώντας άνετα ως εισοδηματίας μέχρι το θάνατό του.