Κι ο Τσέκος ο αληταράς…
Ο Χρήστος Τσέκος μπορεί να μην ήταν από τους καλύτερους παίκτες της γενιάς του, είναι όμως από τις πιο καλτ φιγούρες της εποχής του, και δικαιωματικά θα έχει πάντα μια θέση στο άλμπουμ των μπασκετικών μας αναμνήσεων.
“Αλήτη με είπες μια βραδιά, χωρίς καμιά αιτία” λέει το λαϊκό άσμα. Κι η αλήθεια είναι πως δεν υπήρχε κανείς προφανής λόγος για να του βγει το όνομα ως “αληταρά” του Τσέκου -που δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα. Κανείς πέρα από τη λαϊκή μούσα της κερκίδας και τη ρίμα στο σύνθημα που έπρεπε να βγει κάπως, παρουσιάζοντας τον μπασκετικό ΠΑΟΚ στο ρυθμό του “ντιρλα-νταντά”.
Κόρφας, Μπουντούρης και Ρετζιάς (ΠΑΟΚ ολέ-ολέ)
(και μετά… και μετά…;) Και ο Τσέκος ο αληταράς…
Και το πέταλο να χοροπηδάει και να πορώνεται. Εξάλλου το “αληταράς” εδώ σήμαινε κάτι σαν αλάνι, κι ήταν σχεδόν… χαϊδευτικό.
Υπήρχε όμως κι άλλο ένα φοβερό σύνθημα που του είχε βγάλει η ασπρόμαυρη κερκίδα, παρωδώντας ένα τροχαίο ατύχημα που είχε ο Τσέκος πριν το Φάιναλ Φορ της Αθήνας το 93′.
Βγαίνει περιφερειακό, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
γκαζώνει το παλιάμαξο, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
και ξαφνικά σε μια στροφή, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
τουμπάρει με την οροφή, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
απ’ τα συντρίμμια βγαίνει μόνος, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
δε βοηθάει ο τροχονόμος, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
είναι ατζαμής και τσαμπουκάς, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
ο Τσέκος ο Αληταράς!
Ο αστικός μύθος λέει μάλιστα ότι ο προπονητής του, Ντούσαν Ίβκοβιτς, του πέταξε τότε: “για ένα παιχνίδι σε πήραμε, για να σπρώχνεις το Σαμπόνις, κι εσύ πήγες και τραυματίστηκες”. Τελικά το παιχνίδι όπου συναντήθηκαν η Ρεάλ κι ο ΠΑΟΚ στο ΣΕΦ ήταν ο μικρός τελικός, χωρίς κανένα αντίκρισμα, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία μπροστά στην ατάκα και το σύνθημα.
Χωρίς αυτά, ο Χρήστος Τσέκος θα είχε ίσως μια αξιόλογη καριέρα, σίγουρα όμςω δε θα είχε μείνει στην ιστορία και τη μνήμη μας. Ήταν ένα βαρύ, δυνατό σέντερ, χωρίς πολλά τεχνικά προσόντα, με πολλά μούσκουλα και δυσδιάκριτο σβέρκο, και πολύ φιλότιμο. Ξεκίνησε στον Πανελλήνιο, αναδείχτηκε στον Ηρακλή, πήρε μεταγραφή στον -πρωταθλητή τότε- ΠΑΟΚ, στα καλύτερα χρόνια του δικεφάλου, για να αποχωρήσει αθόρυβα από την ενεργό δράση το 97′, μόλις στα 31 του χρόνια.
Δε μας γεμίζει το μάτι, αλλά ήταν μέλος σπουδαίων ομάδων και παρών σε μεγάλες επιτυχίες, όπως το Κύπελλο Κόρατς του ΠΑΟΚ το 94′, κι η 4η θέση της Εθνικής ομάδας στο Ευρωμπάσκετ του 93′ και στο Μουντομπάσκετ του Καναδά, ένα χρόνο μετά. Αλλά το αγωνιστικό στιγμιότυπο της καριέρας του ήταν πιθανότατα το τρίποντο που… αποτόλμησε σε ένα ντέρμπι Άρης-ΠΑΟΚ, που πήγε αεράτο airball, πάνω στους φωτογράφους, προκαλώντας την καζούρα των αντίπαλων οπαδών για την αποζημίωση που όφειλε στους τραυματίες.
Κι η ειρωνεία είναι πως είχε σχετικά καλό σουτ από μέση απόσταση, για τη θέση του.
Στο αρχείο έχει μείνει και το παράσημο από την αγκωνιά που εισέπραξε από τον Παπαχρόνη, σε ένα άλλο τοπικό ντέρμπι, βγαίνοντας νοκ-άουτ για εκείνο τον αγώνα.
Πιο πρόσφατα, μετά από ένα φιλικό αγώνα βετεράνων, είχε κάνει δηλώσεις που είχαν και μια κάποια κοινωνική προέκταση, για την ψυχολογική κατάσταση του κόσμου, εν μέσω κρίσης.
Μην ξεχνάμε ότι ο κόσμος έχει πρόβλημα, υπάρχουν συνάνθρωποί μας που πεινάνε, δεν έχουν δουλειά, δεν έχουν ευρώ, δεν έχουν καν ψυχολογία… Πώς να έρθουν στο γήπεδο. Και τι να τους πεις. Και τζάμπα μάλιστα να έβαζε η ΚΑΕ τα παιχνίδια, χωρίς εισιτήριο, πάλι πιστεύω ότι δε θα γέμιζε το γήπεδο.
Σε κάθε περίπτωση, ο Χρήστος Τσέκος μπορεί να μην ήταν από τους καλύτερους παίκτες της γενιάς του, είναι όμως από τις πιο καλτ φιγούρες της εποχής του, και δικαιωματικά θα έχει πάντα μια θέση στο άλμπουμ των μπασκετικών μας αναμνήσεων.