Νυρεμβέργη, 1945-46, τα όρια του αστικού αντιφασισμού -Β’ μέρος
Στα 1945 δεν ήταν ακόμα γνωστό το μέγεθος των ναζιστικών εγκλημάτων, όχι γιατί έλειπαν οι αποδείξεις γι’ αυτά, αλλά γιατί δεν είχε γίνει ξεκάθαρο στο Λονδίνο και την Ουάσιγκτων τι επρόκειτο να γίνει με τη Γερμανία, σε συνδυασμό με την ενοχλητική και απειλητική για το καπιταλιστικό σύστημα παρουσία της Σοβιετικής Ένωσης.
Το πρώτο μέρος εδώ.
Υπήρχε όμως ένα δεύτερο επίπεδο που ξέφευγε από το διπλωματικό πεδίο. Το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας που για σύντομο έστω χρονικό διάστημα κυριάρχησε στην Ευρώπη, εφάρμοσε πρακτικές οργανωμένου και συνειδητού εγκλήματος σε κλίμακα που ποτέ πριν δεν είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα. Τα εγκλήματα εκπορεύονταν από ανάλογους σχεδιασμούς που προέκυψαν μέσα από μια απόλυτα ρασιοναλιστική πολιτική αντίληψη.
Στα 1945 δεν ήταν ακόμα γνωστό το μέγεθος των ναζιστικών εγκλημάτων, όχι γιατί έλειπαν οι αποδείξεις γι αυτά, αλλά γιατί, πολύ απλά, δεν είχε γίνει ξεκάθαρο στο Λονδίνο και προπαντός στην Ουάσιγκτων το τι επρόκειτο να γίνει με τη Γερμανία, πάντοτε σε συνδυασμό με την ενοχλητική και απειλητική για το καπιταλιστικό σύστημα παρουσία της θριαμβεύουσας Σοβιετικής Ένωσης.
Από τα εγκλήματα, τι ήταν γνωστό;
Η εφαρμογή από τους ιθύνοντες του ναζισμού της «δημογραφικής μηχανικής». Μπορεί ακόμα να μην είχαν αποκαλυφθεί, ταξινομηθεί και αξιοποιηθεί τα σχετικά αρχεία –στο βαθμό που τα γνωρίζουμε σήμερα- αλλά οι πράξεις των ναζί πρόσφεραν πλήθος σχετικών στοιχείων.
(α) Η προγραμματισμένη εξόντωση των πολωνικών ελίτ από τους ναζί κατακτητές (πνευματικών, οικονομικών, πολιτικών) με στόχο τον αποκεφαλισμό και τελικά την εξαφάνιση του πολωνικού κράτους ήταν κάτι εξαιρετικά γνωστό και χειροπιαστό. Το ίδιο γνωστή ήταν και η μαζική εξόντωση 5 ως 6.000.000 Πολωνών όχι μόνο Εβραίων1 στο γενικό πλαίσιο της ίδιας πολιτικής.
Στο πολωνικό ζήτημα η διεκδίκηση από την πλευρά των δυτικών της επιστροφής της πολιτικής εξουσίας στους εκπροσώπους της αστικής τάξης και της αντίδρασης –όπως εκφραζόταν από την πολωνική κυβέρνηση που είχε συγκροτηθεί στο Λονδίνο- άμβλυνε την οξύτητα του αιτήματος για τιμωρία των ενόχων. Το εφεύρημα του δάσους του Κατύν «μοίρασε» αν μπορούμε να το πούμε έτσι το βάρος των διαπραχθέντων κατά του λαού της Πολωνίας εγκλημάτων. Οι εκπρόσωποι της πολωνικής άρχουσας τάξης και οι δυτικοί σύμμαχοι ενδιαφέρονταν περισσότερο για την απόδειξη της εγκληματικής συνευθύνης της Σοβιετικής Ένωσης παρά για την τιμωρία των ναζί δημίων του πολωνικού λαού.
(β) Η βάση του σχεδίου εισβολής στη Σοβιετική Ένωση –παράρτημα του σχεδίου Μπαρμπαρόσα- προγραμματισμένη εξόντωση 30.000.000 τουλάχιστον κατοίκων της Σοβιετικής Ένωσης –της Ουκρανίας και Λευκορωσίας κυρίων- με στόχο, όπως αναγραφόταν στα ναζιστικά σχέδια «αποκατάσταση των επισιτιστικών ισορροπιών «της Ευρώπης», δεν αποτέλεσε επίσης ειδικό θέμα παρά το γεγονός ότι τα διαθέσιμα στοιχεία για την μεθόδευση και εφαρμογή του σχεδίου περίσσευαν (Κίεβο, Μπάμπι-Γιάρ, Οδησσός και αμέτρητες άλλες σφαγές)2. Η τυχόν ειδική αναφορά στα εγκλήματα των ναζί που διαπράχτηκαν στην Σοβιετική Ένωση ενίσχυε τα περί επανορθώσεων αιτήματα της τελευταίας. Αυτό δεν ευχαριστούσε ιδιαίτερα τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς.
(γ) Το Εβραϊκό Ολοκαύτωμα και οι εικόνες από τα ναζιστικά στρατόπεδα του θανάτου έτυχαν καλύτερης τύχης. Από ετούτο το ναζιστικό έγκλημα δεν προέκυπταν συνέπειες ευνοϊκές για τη Σοβιετική Ένωση. Για το λόγο αυτό αποτέλεσε το κύριο κορμό της δίκης. Οι οργανωμένες βιομηχανίες θανάτωσης ανθρώπων εξάλλου ήταν ένα ακραίο, υπεράνω όποιας κανονικότητας έγκλημα το μέγεθος του οποίου θα μπορούσε να καλύψει άλλες πιο επίμαχες στο περιεχόμενό τους εγκληματικές πρακτικές – στο περιθώριο του πολέμου. Θα εξηγήσουμε αργότερα τι εννοούμε εδώ.
-.-.-
Για τις καπιταλιστικές δυνάμεις της αντιφασιστικής συμμαχίας η δίκη της Νυρεμβέργης όφειλε να καταδικάσει χωρίς να θίξει. Να καταδικάσει δηλαδή πρόσωπα –στη βάση μιας ατομικής, προσωπικής ευθύνης- και όχι συστήματα, θεωρίες, θεσμούς, ιδεολογίες, πολιτικές. Με κάθε τρόπο έπρεπε να προστατευθεί ο καπιταλισμός και οι αξίες του.
Για το λόγο αυτό η δίκη –και εννοούμε την πιο σημαντική από όσες ακολούθησαν, αυτή των 24 ηγετικών στελεχών του ναζισμού- δεν ασχολήθηκε καθόλου με τις βαθύτερες αιτίες των εγκλημάτων. Για να μείνουμε στο εβραϊκό Ολοκαύτωμα, δεν εξηγήθηκε η θέση του στην πολιτική οικονομία –ας το ορίσουμε έτσι- του καπιταλισμού. Οι προπολεμικές διώξεις των εβραίων στην Γερμανία, λόγου χάρη, δεν συσχετίστηκαν με την ανάγκη για καταστροφή επιχειρήσεων, μεσοστρωμάτων και μικροαστικών θυλάκων σε τρόπο ώστε να υποβοηθηθεί η συγκέντρωση κεφαλαίου και να δημιουργηθεί η «επιχειρηματική βάση» του ίδιου του ναζιστικού κόμματος. Για παράδειγμα η καταστροφή του σε εβραϊκά χέρια λιανεμπορίου συνεισέφερε τα μέγιστα στην ίδρυση των πρώτων αλυσίδων πολυκαταστημάτων μονοπωλιακού χαρακτήρα στην Γερμανία (τα πιο γνωστά είναι τα Κάρλσταντ που ακόμα και σήμερα δεσπόζουν στο χώρο των πολυκαταστημάτων της Γερμανίας)3.
Η φυλετική ιεράρχηση και ταξινόμηση των ανθρώπων, -με πρώτο θύμα επίσης τους εβραϊκούς πληθυσμούς με τους Νόμους της Νυρεμβέργης του 1935, πρόπλασμα για την υποβάθμιση σε επίπεδο υπανθρώπων των Πολωνών ή αργότερα των λαών της Σοβιετικής Ένωσης- θίχθηκε στις δίκες, χωρίς καμία σύνδεση με το επίπεδο της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας. Καταδικάστηκε, δηλαδή, ο διαμορφωτής της ιδεολογίας και της αντίληψης, ο Ρόζεμπεργκ, ως ο ρατσισμός να επρόκειτο για προσωπικό του έργο, ξεκομμένο από την ιστορική συγκυρία και τα συμφέροντα που η θεωρία εξυπηρετούσε. Η σύνδεση όμως της ανάγκης για ρασιοναλιστική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και των ρατσιστικών θεωριών ήταν κοινό μυστικό από τον καιρό ακόμα του ύστερου ευρωπαϊκού αποικισμού.
Η άρνηση του ρωμαϊκού δικαίου από το ναζισμό –από τις πρώτες του διακηρύξεις το 1919 ήδη- δεν θεωρήθηκε στη δικαστική διαδικασία της Νυρεμβέργης αυτοτελές έγκλημα αν και άνοιγε το δρόμο σε κάθε είδους και μορφής εγκληματική πολιτική. Ο στόχος ήταν ευδιάκριτος: η εργασία. Ο εξοβελισμός εκτός πλέγματος νομικής προστασίας τεράστιων ποσοστών του ευρωπαϊκού πληθυσμού, εξασφάλιζε στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό το απόλυτο συγκριτικό πλεονέκτημα –έτσι θεωρούσαν οι ναζί- στην αρένα των καπιταλιστικών ανταγωνισμών. Την εκμηδένιση δηλαδή του κόστους της εργασίας. Αυτό εξάλλου ήταν και το «δώρο» που έκανε στον χτυπημένο από την κρίση γερμανικό αλλά και ευρωπαϊκό καπιταλισμό ο ναζισμός και με αυτό εξηγείται η απέραντη γοητεία που άσκησε η πολιτική του πρόταση σε όλες τις οικονομικές ελίτ της Ευρώπης ή και της Αμερικής (ναζί και ρατσιστής δεν ήταν μόνο ο Ρενό στη Γαλλία, ήταν και ο Φορντ στις ΗΠΑ και πολλοί άλλοι).
Τα στρατόπεδα του θανάτου είχαν εξάλλου ένα βασικό χαρακτηριστικό. Σε πρώτο επίπεδο ήταν «κέντρα διαλογής». Από τους εκεί μεταφερόμενους επιλέγονταν αυτοί που ήταν χρήσιμοι για εργασία –κάτω από όρους απόλυτης εκμετάλλευσης- και εκείνοι των οποίων η ζωή «είχε μεγαλύτερο κόστος από την αξία που μπορούσε να έχει μια ζωή»! Οι δεύτεροι στέλνονταν πάραυτα στα φορτηγά-ψυγεία με την εσωτερική απόληξη της εξάτμισης και του μονοξειδίου του άνθρακα (εφεύρεση του μηχανικού Πόρσε –ο οποίος δεν τιμωρήθηκε γι αυτήν) ή στους περίφημους θαλάμους των ντους –δηλαδή των αερίων, όπου τη θανάτωση αναλάμβανε η εφεύρεση του συγκροτήματος της Ι-Φάρμπεν (κονσόρτσιουμ επιχειρήσεων όπως η AGFA, BASF, BAYER, κλπ.), το ZYKLON–B. Οι υπόλοιποι στέλνονταν σε εργασίες –καταναγκαστικού τύπου- μέχρι να εξαντληθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε η «ζωή τους να μην είναι πλέον αποδοτική» για το κεφάλαιο. Ερχόταν τότε η σειρά τους για τους θαλάμους.
Το γεγονός ότι τα μεγάλα στρατόπεδα θανάτωσης και καταναγκαστικής εργασίας σχετίζονταν και συνδέονταν άμεσα με μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους, δεν τέθηκε στη δίκη παρά τις προσπάθειες των Σοβιετικών. Το Νταχάου, για παράδειγμα, που συνδεόταν με την βαυαρική εταιρία μηχανών, τη γνωστή, BMW, το Άουσβιτς, γύρω από το οποίο αρθρώνονταν τα βιομηχανικά συγκροτήματα όλων των γνωστών ή άγνωστων γιγάντων της γερμανικής χημικής βιομηχανίας (μας έχει μείνει από όσες νέες δημιουργήθηκαν εκεί η Continental, των ελαστικών).
-.-.-
Το πρόβλημα με τις δίκες της Νυρεμβέργης ήταν ότι πίσω από τον ναζισμό και τις πρακτικές του βρισκόταν ο γερμανικός πρώτιστα και ο ευρωπαϊκός κατόπιν καπιταλισμός. Ήταν αδύνατο στις συνθήκες του άμεσα μεταπολεμικού πολιτικού τοπίου της Ευρώπης να δικαστεί –να θιχτεί έστω- ο τελευταίος. Έτσι λοιπόν η μεν Σοβιετική Ένωση επιδίωξε στη δίκη αυτή έναν περιορισμένο στόχο –την ανάδειξη διεθνούς δικαίου με τα χαρακτηριστικά που προαναφέραμε-, οι δε καπιταλιστικές συμμαχικές δυνάμεις επιδίωξαν ένα είδος ιστορικής κάθαρσης για το σύστημα που αντιπροσώπευαν, το έκδοση διαζυγίου δηλαδή ανάμεσα στον ναζισμό και τον καπιταλισμό.
Για το λόγο αυτό η επιχειρηματολογία των κατηγόρων πήρε ενίοτε παράξενες μορφές στη διάρκεια της δίκης. Ο δείκτης ευφυίας των κατηγορουμένων έγινε δικαστικό επιχείρημα. Σε όλη τη διάρκεια της δίκης η επιχείρηση αναγωγής των ναζιστικών εγκλημάτων σε προσωπικά χαρακτηριστικά ήταν προφανής. Η ψυχολογική τους κατάσταση βρέθηκε στο επίκεντρο των δικαστικών συνεδριάσεων και εκτενείς σχετικές ψυχιατρικές μελέτες κατατέθηκαν από το FBI, την OSS, μετέπειτα CIA, και άλλες ανάλογες υπηρεσίες. Η ιδέα ότι ένας –ως προς τον Χίτλερ- ή περισσότεροι τρελοί, αιματοκύλισαν τον κόσμο, παγιώθηκε «δια της επαναλήψεως» μέσα στις δίκες πριν διαχυθεί στην «κοινή γνώμη», έξω από αυτή. Ο καπιταλισμός, η πίσω όψη του ναζισμού και του ρατσισμού, έμεινε στο απυρόβλητο.
Ακόμα και στις λεπτομέρειες η σύγκρουση ανάμεσα σε αντιλήψεις, κόσμους και στρατόπεδα έγινε εμφανής. Οι καταδίκες ήταν αμείλικτες για τα «αναλώσιμα» πρόσωπα, τους κατηγορούμενους δηλαδή που δεν συνδέονταν με το πλέγμα των συμφερόντων των μονοπωλιακών καπιταλιστικών ομίλων. Αντίθετα όσοι –συμβολικά ή πραγματικά- κινούνταν στην σφαίρα του μεγάλου κεφαλαίου αντιμετωπίστηκαν με χαρακτηριστική ευμένεια από το δικαστήριο.
Ο Γκούσταβ Κρουπ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ (ιστορικός –από 1902- επικεφαλής ομίλου βιομηχανιών Κρουπ, βασικός υποστηρικτής και χρηματοδότης του ναζιστικού κόμματος και διώκτης εβραίων) – δεν προσήχθη στη δίκη «για λόγους πνευματικής υγείας».
Γιάλμαρ Σάχτ (γ. 1877), (Πρόεδρος της Ένωσης Γερμανικών Τραπεζών, επικεφαλής της Ράϊχμπανκ ως το 1939, υπουργός οικονομικών του Ράϊχ 1934-1937) – κρίθηκε ότι υπερασπίστηκε τα συμφέροντα των γερμανών τραπεζιτών και κεφαλαιούχων απέναντι στην προσπάθεια του ναζιστικού κόμματος να δημιουργήσει δικό του καπιταλιστικό συγκρότημα – αθωώθηκε (αξιοποιήθηκε ως το θάνατό του το 1970 ως σύμβουλος πλήθος εταιρειών).
Φρανς φον Πάπεν (1879-1969), (αριστοκράτης από οικογένεια γαιοκτημόνων, διπλωμάτης, ακροδεξιός πολιτικός, έγινε Καγκελάριος το 1932, νομιμοποίησε και ενθάρρυνε την παρακρατική δράση των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου (SA), εμπνευστής πλήθος κατασταλτικών μέτρων, ανταγωνιστής του Χίτλερ στο δρόμο προς την μονοπώληση της εξουσίας, εισηγητής στον Πρόεδρο Χίντεμπουργκ της ανάθεσης της εξουσίας –Καγκελλαρίας- στον Χίτλερ τον Ιανουάριο του 1933. Αθωώθηκε (ήταν τόσο σκανδαλώδης η αθώωσή του που αργότερα δικάστηκε και πάλι από γερμανικό δικαστήριο και καταδικάστηκε σε λίγα χρόνια φυλάκισης, ποινή της οποίας μικρό μέρος εξέτισε).
Ο Βάλτερ Φανκ, επικεφαλής της Ράϊχσμπανκ –διαμέσου της οποίας διεξαφόταν η λεηλασία των κατεχόμενων χωρών – ακόμα και εκείνων που θεωρούνταν «ισότιμες» στο πλαίσιο της Νέας Ευρώπης. Αθωώθηκε.
Ο Άλμπερτ Σπέερ τελικά, ο «προσωπικός αρχιτέκτονας και επιστήθιος φίλος του Χίτλερ», υπεύθυνος για την πολεμική παραγωγή από το 1943 και ως εκ τούτου αρμόδιος για τον συντονισμό της καταναγκαστικής εργασίας –ίσως 11.000.000 ατόμων- και όσα εκπορεύονταν από αυτή του τη θέση, δήλωσε «ένοχος» και καταδικάστηκε μόνο σε είκοσι χρόνια φυλάκιση. Αποφυλακίστηκε το 1966, έγραψε βιβλία (Μέσα στο Τρίτο Ράϊχ) που για πολλά χρόνια έγιναν «μπεστ σελλερ» και πέθανε «τιμημένος» από το σύστημα και γαλήνια το 1981).
-.-.-
Από πολιτική και νομική άποψη οι δίκες της Νυρεμβέργης –και ιδιαίτερα η πρώτη και πιο σημαντική από αυτές- έδειξαν τα όρια του αστικού «αντιφασισμού» -το βαθμό δηλαδή μέχρι τον οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο ναζισμός και οι πρακτικές του μέσα σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί το σύστημα που τον δημιούργησε, ο καπιταλισμός. Όλες οι αιτίες που προκάλεσαν το ναζιστικό φαινόμενο έμειναν κρυμμένες επιμελώς στο σκοτάδι. Στη θέση τους μια μυθολογία περί «κάθαρσης» επέτρεψε στις δυτικές καπιταλιστικές δυνάμεις να αποξενωθούν από τη βαριά κληρονομιά της τερατογένεσης που και οι ίδιες δημιούργησαν.
Οι δίκες της Νυρεμβέργης δεν δημιούργησαν μια νέα ποιότητα «δικαίου του πολέμου». Καταδίκασαν τον επιθετικό πόλεμο και τη συνωμοσία κατά της ειρήνης. Η αοριστία στον προσδιορισμό των εννοιών τις κατέστησε ανενεργές και τελικά διαχειρίσιμες. Ούτε ως προς τα εγκλήματα πολέμου υπήρξε κάποιου είδους νέα αποφασιστική νομολογία. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό άλλωστε. Πολλά από τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στον Β΄παγκόσμιο πόλεμο παρέμειναν ως πολιτικά εργαλεία στην πολεμική εφεδρεία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Οι λεγόμενοι «στρατηγικοί βομβαρδισμοί» είναι καλό παράδειγμα για τα παραπάνω. Η «στρατηγική» τους αιτιολόγηση ήταν η αόριστη πρόθεση να καμφθεί η «θέληση και η διάθεση του αντίπαλου να συνεχίσει τον πόλεμο» –παράφραση του Κλαούζεβιτς. Στην πραγματικότητα οι στρατηγικοί βομβαρδισμοί στρέφονταν ενάντια στις εργατικές συνοικίες των πόλεων και στους τόπους κατοικίας, όχι ενάντια στους ιθύνοντες που αποφάσιζαν για τη συνέχιση ή μη του πολέμου, ούτε ενάντια στο βιός τους, στις περιουσίες τους, τα οικονομικά τους συμφέροντα. Η παραγωγική δυνατότητα του αντιπάλου περιοριζόταν με θανατηφόρες επιθέσεις ενάντια στην εργατική τάξη. Για τον καπιταλιστικό κόσμο τα πλεονεκτήματα αυτής της εγκληματικής πρακτικής στην οποία επένδυσαν πολλά και η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ, ήταν ευδιάκριτα.
Τα πλήγματα ενάντια στην εργατική τάξη απομάκρυναν τον κίνδυνο της επανάστασης μέσα στον πόλεμο –αυτό που είχε συμβεί στο τέλος του προηγούμενου παγκόσμιου πολέμου. Ταυτόχρονα το επενδυμένο κεφάλαιο –αυτό τουλάχιστον που ενδιέφερε τον καπιταλισμό στην μεταπολεμική του προοπτική- παρέμενε άθικτο. Η εύρεση νέων εργατών είναι πολύ πιο φθηνή υπόθεση από το κτίσιμο νέων βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Για ετούτο και οι «στρατηγικοί βομβαρδισμοί» εναντίον αμάχων έγιναν στοιχείο του πολέμου, θανάτωσαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους (χαρακτηριστική η άνευ λόγου και αιτίας ισοπέδωση της γεμάτης πρόσφυγες πόλης της Λειψίας), κατέστρεψαν έργα πολιτισμού και κοινωνικές υποδομές σε τεράστια κλίμακα. Οι εγκληματικές αυτές πρακτικές ολοκληρώθηκαν με τις τρομοκρατικές πυρηνικές επιθέσεις στην Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι.
Η Σοβιετική Ένωση δεν επιδόθηκε σε στρατηγικούς βομβαρδισμούς, σε τυφλούς βομβαρδισμούς αμάχων. Δεν έκανε στοιχείο της πολιτικής της την εξόντωση της εργατικής τάξης του αντιπάλου. Είναι περιττό να εξηγήσουμε τη διαφορά της από τους άλλους σε όλα, όπως και σε ετούτο. Τις δίκες της Νυρεμβέργης τις προκάλεσε η επιμονή της τόσο στη διαμόρφωση δικαίου όσο και στην αποφυγή νέων πολέμων πάνω στα ερείπια του προηγούμενου. Είναι φυσικό το ότι πολλές από τις προθέσεις της στρεβλώθηκαν ή κατέληξαν στο αντίθετό τους μέσα στις δίκες αυτές. Οπωσδήποτε όμως κάτι λίγο έμεινε από τη διαδικασία αυτή. Ο μεταπολεμικός κόσμος δεν έγινε η απόλυτη ζούγκλα μέσα στην οποία οι ιμπεριαλιστές θα μπορούσαν να αιματοκυλίσουν λαούς. Ως εκεί.
Η ήττα, η εξαφάνιση, η καταδίκη του ναζισμού προϋποθέτει την ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει στην Νυρεμβέργη.
1 Σε 2.900.000 υπολογίζονται οι Πολωνοί Εβραίοι που θανατώθηκαν από τους Ναζί.
2 Υπολογίζεται ότι οι απώλειες των «αμάχων» στην Σοβιετική Ουκρανία έφθασαν τα 3 ως 5.000.000. Σχετικοί υπολογισμοί της σημερινής Ουκρανίας τους ανεβάζουν μάλιστα ως τα 10.000.000!
3 Από τις σχετικές μελέτες ξεχωρίζουν, Tooze Adam (2006), The Wages of Destruction. The Making and Breaking of Nazi Economy, Bettelheim Charles (1971), L’ economie allemande sous le nazisme, Götz Aly (2005): Hitlers Volksstaat. Raub, Rassenkrieg und nationaler Sozialismus. Fischer, Frankfurt am Main, Martin Dean (2008), Robbing the Jews – The Confiscation of Jewish Property in the Holocaust, 1935 – 1945, Cambridge University Press.