Μετά-ρομαντισμός: αβεβαιότητα, αδιέξοδα και νοσταλγίες
Επειδή οι ιδέες δεν λειτουργούν εν κενώ ούτε γίνονται αυτόματα αποδεκτές άμα τη εμφανίσει τους, μοιραία γειώνονται στην πραγματικότητα και κυρίως στην πραγματικότητα της εργασίας, που σημαίνει ότι γειώνονται στην πραγματικότητα της πολιτικής και της προοπτικής. Επιχειρώ να δώσω ορισμένα παραδείγματα τέτοιας γείωσης ιδεών που συνδέονται με την πραγματικότητα της εργασίας και της πολιτικής σήμερα.
Σε μια καπιταλιστική κοινωνία η διασύνδεση μεταξύ ιδεών, ιδεολογιών, κοινωνίας και οικονομίας, χωρίς την πρόθεση να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα μηχανιστικά, μπορεί να αποδοθεί ως εξής: οι ιδέες που κυκλοφορούν μαζικά σε μια κοινωνία κι εκφράζονται από τη μία στα προϊόντα του πολιτισμού, από την άλλη σ’ αυτά που ονομάζονται συλλογικές αναπαραστάσεις, μπορούν να ιδωθούν από τη σκοπιά ενός ελεύθερου χρόνου που συνδέεται άμεσα με τις ιδέες, τα συναισθήματα, τις απόψεις που οικοδομούνται κατά την διάρκεια του εργασιακού χρόνου.
Εντοπίζεται, επίσης, μια οργανική σύνδεση, μια αμφίδρομη κίνηση των πηγών από τις οποίες εκπορεύονται και διαμορφώνονται οι ιδέες ως διαρκής εναλλαγή θέσεων μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή: οι ιδέες εκπορεύονται αφενός απ’ τα πάνω και φτάνουν στα χαμηλότερα στρώματα εντασσόμενες σε πολιτικές του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών όπως π.χ. η εκπαιδευτική πολιτική, τα ΜΜΕ, η τέχνη κ.λπ., αφετέρου η αλληλεπίδραση των ατόμων με την εργασία και τη δημόσια ζωή δέχεται ή απορρίπτει αυτές τις ιδέες, τις διαμεσολαβεί με την εμπειρία και τη νόηση και τις προσαρμόζει στα κατάλληλα μέτρα. Αυτός ο κύκλος επαναλαμβάνεται διαρκώς έως ότου οι ιδέες που καταλήγουν να γίνουν ευρέως αποδεκτές παγιώνονται ως κυρίαρχες και καθορίζουν την κοινωνική ζωή, τον κυρίαρχο λόγο και αντίληψη ορίζοντας ένα κέντρο, έναν μέσο όρο πέρα από τον οποίο κάποιος μπορεί να απομονωθεί, αφού σύμφωνα με την κοινωνική παραδοχή φλερτάρει με την ακρότητα: είναι η λογική της κυρίαρχης πολιτικής ατζέντας σε μια πιο μακρά διάρκεια. Οι ιδέες, λοιπόν, που παγιώνονται και καθίστανται κυρίαρχες συντάσσονται σε ένα κοινό σώμα ιδεών, ένα σύστημα που μπορεί να ονομαστεί ανάλογα με τη συνεκτικότητα αυτών ιδεολογία και με τη σειρά τους διαμεσολαβούν, επηρεάζουν και νοηματοδοτούν τις νέες ιδέες που εμφανίζονται στο προσκήνιο.
Επειδή, ακριβώς, οι ιδέες δεν λειτουργούν εν κενώ ούτε γίνονται αυτόματα αποδεκτές άμα τη εμφανίσει τους, μοιραία γειώνονται στην πραγματικότητα και κυρίως στην πραγματικότητα της εργασίας, που σημαίνει ότι γειώνονται στην πραγματικότητα της πολιτικής και της προοπτικής. Επιχειρώ να δώσω ορισμένα παραδείγματα τέτοιας γείωσης ιδεών που συνδέονται με την πραγματικότητα της εργασίας και της πολιτικής σήμερα.
Η αβεβαιότητα που είναι χαρακτηριστική σε καιρό κρίσης μπορεί να αποδοθεί αφενός στον μόνιμο κατακερματισμό της εργασίας (part-time, «ευελφάλεια», μη σταθερότητα, μη μονιμότητα, μη εξέλιξη, ισχυρό ενδεχόμενο απόλυσης κ.λπ.), αφετέρου να συνδεθεί με τον ακραίο σχετικισμό των επιστημών στα πλαίσια του μεταμοντέρνου παραδείγματος, με τις ισχυρές ταλαντώσεις των πολιτικών συστημάτων όπου κατακρημνίζονται και αναδύονται κόμματα και πολιτικές συμμαχίες συχνότερα, με το ενδεχόμενο αλλαγής συνόρων και πολέμων στην εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις. Η κυρίαρχη ιδέα που συνδέει όλες αυτές τις πραγματικότητες σαν αόρατο νήμα είναι η αβεβαιότητα.
Δεύτερον, η έλλειψη προοπτικής που συνδέεται με μεγάλο μέρος της νεολαίας, που χαρακτηρίζεται συμβατικά ως το πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας, είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό που πυροδοτεί ακόμα ένα ντόμινο ιδεών που συγκροτούν τελικά πλαίσιο. Το ντόμινο αυτό είναι η έλλειψη προοπτικής, η έλλειψη αισιοδοξίας δηλαδή για το μέλλον, η στασιμότητα, το αδιέξοδο και τελικά η μνήμη: οι χειρότερες μέρες που θα έρθουν και ορίζουν το φαντασιακό αδιέξοδο (φαντασιακό γιατί στα χέρια των λαών ως συλλογικά υποκείμενα βρίσκεται αντικειμενικά το μέλλον τους) πυροδοτούν την ιδέα επιστροφής σε ένα ημιφαντασιακό παρελθόν, σε καλύτερες μέρες που έφυγαν. Ημιφαντασιακό παρελθόν γιατί, ενώ από τη μία η μνήμη αναζητά στο πραγματικό βίωμα τη νοσταλγία καλύτερων πιο ξέγνοιαστων ημερών (π.χ. τα παιδικά χρόνια), από την άλλη μια δεύτερη πλευρά της μνήμης διαμεσολαβείται από βιώματα άλλων που φτάνουν σε αυτή ως αφηγήσεις. Στη δεύτερη αυτή πλευρά, η αφήγηση ορίζει το διαμεσολαβημένο βίωμα και έτσι το άτομο καταλήγει να κυριαρχείται από βιώματα – αφηγήσεις όχι ως εμπειρίες, αλλά πλέον ως ιδέες: περνάει δηλαδή η μνήμη του στο χώρο των ιδεών, της μαζικής κουλτούρας και πολιτισμού, στο χώρο της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Η ιδέα του αδιέξοδου ως ιδέα που καθαγιάζει παράλληλα κάποιο ωραίο πρόσφατο παρελθόν καθίσταται κυρίαρχη στο βαθμό που συνδέεται με τις πραγματικότητες της εργασίας και της πολιτικής. Σε καιρό κρίσης, σε καιρό που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων τείνει να αναντιστοιχεί στις παραγωγικές σχέσεις και άρα υπάρχει αδιέξοδο στην οικονομία, το άτομο βιώνει αυτό το γεγονός στην δική του προσωπική ζωή ως ατομικό αδιέξοδο. Από τη μία η εκπαίδευση, η μόρφωση, η εξειδίκευση που έχει κατακτήσει κι από την άλλη η αναντιστοιχία αυτής σε κάποια θέση εργασίας. Από τη μία ο παραγόμενος πλούτος, η επαναναστατικοποίηση των τεχνολογικών μέσων, η επιστημονικοποίηση και αυτοματοποίηση της παραγωγής και από την άλλη η βιωμένη ανεργία, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και η ένδεια, η φτώχεια, η εξάρτηση από τους γονείς σε μεγάλες ηλικίες. Έτσι, το ατομικό αδιέξοδο του καθενός συνδέεται με την γενικότερη κατάσταση και το ατομικό βίωμα με την συλλογική πραγματικότητα: το ατομικό αδιέξοδο γίνεται συλλογικό αδιέξοδο και η ατομική νοσταλγία γίνεται μαζική νοσταλγία.
Η μαζική νοσταλγία συνιστά στην ατομική της έκφραση την διά της νόησης επιστροφή του ατόμου στη θέση κάποιου άλλου που κατείχε την ίδια θέση μ’ αυτόν στην κοινωνία κάποιου πρόσφατου παρελθόντος: το άτομο μπαίνει στη θέση κάποιου αντίστοιχου ατόμου είκοσι ή τριάντα χρόνια πιο πριν και οδηγείται σε εκ των προτέρων ηττημένη σύκριση, σκέφτεται φαντασιακά δηλαδή με όρους είτε βιώματος, είτε ημιβιώματος, είτε αφήγησης την κατάστασή του ως προσωπική ήττα. Στη συλλογική της έκφραση, η μαζική νοσταλγία χαρακτηρίζει μια κοινωνία, μια οικονομία σε καιρό κρίσης, που ενώ από τη μία σκιαγραφεί και επιβάλλει στους λαούς τις χειρότερες μέρες που θα ‘ρθουν, από την άλλη υπενθυμίζει τις ωραίες μέρες που έφυγαν όχι ως παράδειγμα, αλλά ως ατόφιο παρελθόν που οδηγεί ντετερμινιστικά στη σημερινή κατάσταση. Από εδώ εκπορεύεται η ιδεολογία της τιμωρίας που σαν μπιχεβιοριστική κοινωνική μάθηση λειτουργεί παράλληλα με τα μνημόνια και τα μέτρα δικαιολογώντας τα: η κοινωνία ζούσε πάνω από τις αντοχές της οικονομίας, παραζούσε καλά δηλαδή και τώρα είναι ανάγκη να επέλθει η τιμωρία. Αν τιμωρηθεί αρκετά, τότε ίσως να επιστρέψει ένα μέρος της μαζικής νοσταλγίας ως πραγματικότητα. Αυτή ήταν και είναι η γραμμή της κύριας κοινής αφήγησης επιβολής μνημονίων και μέτρων: η τιμωρία λόγω αμαρτωλού παρελθόντος και το αμαρτωλό παρελθόν ως αναγκαίο για την επιβολή και δικαιολόγηση της τιμωρίας. Το «μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος» συμπυκνώνει άψογα αυτή την αυθαίρετη σχέση αίτιου – αιτιατού ως συνεκτική ιδέα κοινωνικά αποδεκτού ντετερμινισμού.
Οι τρεις παραπάνω ιδέες που αναλύθηκαν (αβεβαιότητα, αδιέξοδο, νοσταλγία) στην ατομική και συλλογική, στην από τα πάνω και από τα κάτω τους έκφραση, ορίζουν ένα πλαίσιο ιδεών μέσα στο οποίο αναδύεται μια ατμόσφαιρα μεταμοντέρνου ρομαντισμού, μια ατμόσφαιρα μετά-ρομαντισμού, η οποία τείνει να εκφράσει σε αστική κατεύθυνση τη σημερινή πραγματικότητα με όρους λαϊκής ηττοπάθειας – μοιρολατρίας, αναζήτησης τιμής – ηρώων και παλιών αγιοποιημένων αξιών σε εθνικό ρομαντικό πλαίσιο, με όρους συνωμοσιών και ανορθολογισμού. Αν στον 19ο αιώνα κυριαρχούσε η ιδέα της αέναης προόδου με την ολοένα και μεγαλύτερη και καλύτερη γνώση της πραγματικότητας της φύσης και των κοινωνιών, αν στον 20ό αιώνα που σφραγίστηκε από την παρουσία της ΕΣΣΔ ευνοούνταν οι μεγάλες αφηγήσεις και οι μεγάλες αντίπαλες ιδεολογίες, αν στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου και της αναμφισβήτητης ηγεμονίας των ΗΠΑ πέρασε η ιδέα της παγκοσμιοποίησης και του τέλους των ιδεολογιών, σε μια εποχή σήμερα όπου ο κόσμος τείνει να γίνει – αν δεν έχει γίνει ήδη – πολυπολικός ευνοείται το ρίζωμα αυτής ακριβώς της μετά-ρομαντικής ατμόσφαιρας, όπου οι αβεβαιότητες, τα αδιέξοδα και οι νοσταλγίες ορίζουν ένα είδος «όλοι εναντίον όλων», έλλειψης παγκόσμιας σταθεράς και φόβου του μέλλοντος.
Αναδύεται, έτσι, ένας νεομεσαιωνικός κόσμος, ένα κόσμος όπου όλα μπορούν να γίνουν και κυρίως τα καταστροφικότερα, τα πιο σκοτεινά εξ αυτών. Στο πλαίσιο αυτό οράματα δεν υπάρχουν, η πρόοδος δεν υπάρχει ως ιδέα στο κάδρο και δεν γίνεται λόγος για οργανωμένη σύγκρουση τάξεων και ευημερία των ανθρώπων. Αντίθετα, υπάρχει η ανάγκη επιβίωσης μέσω ατομικών ελιγμών και παραχωρήσεων, η ανάγκη φαντασιακού γυρίσματος του ρολογιού στο παρελθόν ή ακινητοποίησης του παρόντος και οι συγκρούσεις μεταξύ εθνών – κρατών – πολιτισμών – θρησκειών – ατόμων σαν σε ένα μεσαιωνικό μωσαϊκό αυτοκρατορίας που ονομάζεται πλέον πλανήτης.
Όλα τα παραπάνω παρουσιάζονται στην εκπόρευσή τους από τα πάνω ως φυσικά, ως τυχαία ή ως αναγκαία που εφ’ όσον ταιριάζουν με την σημερινή πραγματικότητα, όπως και αυτή με τη σειρά της παρουσιάζεται, καθίστανται αυτόματα αληθή και σωστά. Το σημαντικό όμως είναι η συνειδητοποίηση του πώς γεννήθηκαν όλα αυτά σε μια ιστορική πορεία, ποια πραγματική ανάγκη του συστήματος έρχονται να εκφράσουν και σε ποιο μέλλον μπορούν να οδηγήσουν: η συνειδητοποίηση ότι η μοίρα των ανθρώπων δεν είναι έξω από αυτούς και έξω από τις πράξεις τους, αλλά εμπεριέχεται σε αυτές στον βαθμό που σχηματοποιούνται πρώτα στις ιδέες που έχουν για την πραγματικότητα και τον κόσμο και στην κοινωνική – πολιτική συνείδηση που αναπτύσσουν. Πρέπει κανείς τελικά να γνωρίζει τη δύναμή του για να την χρησιμοποιήσει και αυτή η γνώση περνάει πρώτα από την ιδέα του να ψάξει πιθανούς τόπους που δύνανται να την περιέχουν. Δίχως αυτή την αναγκαία πορεία από την ιδέα στη γνώση δεν μπορεί να φτάσει στην οργανωμένη και συνειδητή πράξη.