Χένρυ Φορντ-Ο “δικτάτορας του Ντιτρόιτ”
Ο μετέπειτα αρχηγός των Ες-Ες Χάινριχ Χίμλερ χαρακτήριζε τον Φορντ το 1924 σε επιστολή του “τον πιο πολύτιμο, σημαντικό και πνευματώδη πρωτοπόρο”, ενώ στο “Ο Αγών μου” του Χίτλερ το 1925, ο Φορντ είναι ο μόνος Αμερικανός που αναφέρεται ονομαστικά.
Πενθήμερο, οχτάωρο, ωρομίσθιο πέντε κι αργότερα έξι δολλαρίων σε μια εποχή που τα 12ωρα για ένα δολλάριο την ώρα ήταν ο κανόνας στα αμερικανικά εργοστάσια. Εκ πρώτης όψης ο Χένρυ Φορντ, που έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή, έμοιαζε η ιδανική περίπτωση εργοδότη για να διαφημιστεί το “ανθρώπινο πρόσωπο του καπιταλισμού”, κάτι που πιθανόν και να συνέβαινε αν ο αντισημιτισμός και οι φιλοφασιστικές του τάσεις δεν ήταν τόσο φανερές και μακροχρόνιες. Ασφαλώς, η εισήγηση της γραμμής συναρμολόγησης, που αποτελεί τη βάση της μαζικής παραγωγής έκτοκτε, αποτελεί ένα σημαντικό επίτευγμα που αντικειμενικά έδωσε ώθηση στην ταχύτερη παραγωγή όχι μόνο αυτοκινήτων, αλλά σταδιακά κάθε είδους προϊόντων. Δεν είναι τυχαίο ότι η ΕΣΣΔ στη διαδικασία της γοργής εκβιομηχάνισής της με τα τρία πενταετή πλάνα από το 1929 ως το ξέσπασμα του πολέμου, υιοθέτησε τόσο το φορντισμό όσο και τον κάπως προγενέστερο ταιηλορισμό για την επίτευξη των μεγαλεπήβολων οικονομικών στόχων της περιόδου. Βεβαίως, σε αντίθεση με τη σοβιετική εφαρμογή του μέτρου, ο Φορντ δεν είχε κατά νου το καλό των εργατών, αλλά το προσωπικό του όφελος, καθώς με τη ριζική μείωση του κόστους παραγωγής ο ίδιος είχε τη δυνατότητα να προσφέρει τις χαμηλότερες τιμές της αγοράς.
Οι εργάτες που συνωστίζονταν για μια θέση στα εργοστάσια του Φορντ, λόγω των καλύτερων αμοιβών και του συντομότερου ωραρίου, ανακάλυπταν σύντομα ότι η “προνομιακή” τους θέση συνοδευόταν από ένα αυστηρό σύστημα ελέγχου, τόσο εντός, όσο κι εκτός εργασιακού χώρου. Ο Φορντ είχε αυστηρούς όρους για το πώς θα έπρεπε να μένουν οι εργάτες, τι να τρώνε και πώς να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους. Όλα αυτά καθορίζονταν από το “Τμήμα Κοινωνιολογίας” που είχε ιδρύσει ο ίδιος στην Ford Motor Company, οι εργαζόμενοι στο οποίο είχαν το δικαίωμα να εισβάλουν ανά πάσα στιγμή απροειδοποίητα στα διαμερίσματα των εργατών για να ελέγξουν τον τρόπο ζωής και τις δραστηριότητες τους. Οι παραβάτες των άτεγκτων ηθικών κανόνων της επιχείρησης τιμωρούνταν με περικοπές στην αμοιβή τους και βέβαια έχαναν τη θέση τους αν κρίνονταν υπότροποι.
Ο έλεγχος της επιχείρησης δε σταματούσε στην προσωπική ζωή των εργατών, αλλά εκτεινόταν όπως είναι αναμενόμενο και στην πολιτική και συνδικαλιστική τους δράση. Με το έργο αυτό είχε επιφορτιστεί το διαβόητο “Τμήμα Υπηρεσιών” με επικεφαλής έναν πρώην πυγμάχο με σκοτεινό παρελθόν, ονόματι Χάρυ Μπένετ. Αυτό το ασφαλίτικο τμήμα εντός επιχείρησης παρακολουθούσε τους εργαζόμενους και χρησιμοποιούσε κάθε μέσο, ακόμα και την προσφυγή στα όπλα, για να κινηθεί κατά διαδηλωτών και συνδικαλιστών, κάτι που εξασφάλισε στην ομάδα του Μπένετ το προσωνύμιο “Η Γκεστάπο του Φορντ”.
Παρότι δεν έκανε ιδιαίτερες φυλετικές διακρίσεις κατά την πρόσληψη των εργατών του, προσλαμβάνοντας πχ. Αφροαμερικανούς ή Ανατολικοευρωπαίους μετανάστες που συχνά ήταν ανεπιθύμητοι σε άλλες εργασίες, δεν έκυρβε καθόλου τον αντισημιτισμό του, τον οποίο εξέθεσε και στη σειρά βιβλίων του το 1920 με τίτλο “Ο διεθνής Εβραίος. Ένα παγκόσμιο πρόβλημα”, όπου μπορούμε να βρούμε και μια δήλωση ανατριχιαστικά προφητική του Ολοκαυτώματος: “Η λύση του εβραϊκού ζητήματος είναι κατά κύριο λόγο δουλειά των Εβραίων. Αν δεν το κάνουν, θα το λύσει ο κόσμος”. Την αντίληψη περί παγκόσμιας εβραϊκής συνωμοσίας για τον έλεγχο της οικονομίας και των κυβερνήσεων, καθώς και άλλες αντισημιτικές προκαταλήψεις όπως η δήθεν ακαταλληλότητα των Εβραίων για βαριά χειρωνακτική εργασία, διέδιδε και μέσω της εφημερίδας “Dearborn Independent”, την οποία εξέδιδε από το 1919 ως το 1927, όταν αναγκάστηκε να την κλείσει μετά από δικαστική δίωξη (η οποία τελικά ανεστάλη), ενώ χρηματοδότησε και τη μετάφραση των διαβόητων “Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών”, βίβλου του παγκόσμιου αντισημιτισμού. Αν κι ο ίδιος την εποχή που έκλεισε την εφημερίδα του ισχυρίστηκε πως “δε διάβαζε” τα άρθρα της, μεταθέτοντας τις ευθύνες στους δημοσιογράφους, οι φιλοφασιστικές του ιδέες ήταν ήδη εμπεδωμένες στο ευρύ κοινό, κι είναι χαρακτηριστικό ότι το 1928 οι Τάιμς της Νέας Υόρκης των αποκάλεσαν “Μουσολίνι του Χάιλαντ Παρκ”.
Παρότι Χίτλερ και Φορντ δε συναντήθηκαν ποτέ, οι ναζί από την πρώτη στιγμή της δημιουργία του κόμματός τους άντλησαν έμπνευση από τα αντισημιτικά άρθρα του Φορντ, τα οποία μετέφραζε στη Γερμανία το ακροδεξιό έντυπο “Το Σφυρί”. Ο μετέπειτα αρχηγός των Ες-Ες Χάινριχ Χίμλερ χαρακτήριζε τον Φορντ το 1924 σε επιστολή του “τον πιο πολύτιμο, σημαντικό και πνευματώδη πρωτοπόρο”, ενώ στο “Ο Αγών μου” του Χίτλερ το 1925, ο Φορντ είναι ο μόνος Αμερικανός που αναφέρεται ονομαστικά. Δυο χρόνια πριν ανέλθει στην εξουσία, ο Χίτλερ δήλωσε στην εφημερίδα “Detroit news” πως ο Φορντ υπήρξε “έμπνευση” για εκείνον. Ο Φορντ, εκτός από αντισημιτικό πρότυπο, ήταν και η ενσάρκωση του ιδεολογήματός τους περί “παραγωγικού” και “παρασιτικού” κεφαλαίου, με το δεύτερο να εκπροσωπείται κυρίως από Εβραίους.
Δεν είναι γνωστή η ακριβής φύση των επαφών του ίδιου το Φορντ με τους ναζί, κι αν πράγματι ισχύουν οι κατηγορίες εναντίον του πως ενίσχυε οικονομικά ήδη από τη δεκαετία του ’20 το περιθωριακό τότε ακόμα ναζιστικό κόμμα. Σε κάθε περίπτωση, υπήρξε ο μόνος Αμερικανός που το 1938 έλαβε μια από τις σημαντικότερες διακρίσεις που είχε θεσπίσει το ναζιστικό καθεστώς μια χρονιά νωρίτερα για τους συμμάχους του στο εξωτερικό, το “Μεγαλόσταυρο του γερμανικού αετού”, με πρώτο παραλήπτη το Μουσολίνι. Ένα μήνα αργότερα το παρέλαβε κι ένας έτερος μεγιστάνας της αυτοκινητοβιομηχανίας, ο επικεφαλής της Τζένεραλ Μότερος, Τζέιμς Μούνεϊ. Μάλιστα, παρά τις πιέσεις που του ασκήθηκαν από τον τύπο αλλά και την αμερικανική κυβέρνηση να δώσει πίσω το σταυρό, όπως είχε κάνει με το δικό του παράσημο το 1940 ο πρόεδρος της IBM Τόμας Γουότσον, ο Φορντ ποτέ δεν αποστασιοποιήθηκε από τους ναζί.
Εξάλλου υπήρξε ιδιαίτερα ωφελημένος από τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, στον οποίο αντιτάχθηκε αρχικά, θεωρώντας τον ασύμφορο για τις εμπορικές του σχέσεις με τις χώρες του άξονα, καθώς περίπου το ένα τρίτο των φορτηγών της Βέρμαχτ κατασκευάστηκε από την εταιρεία του. Μετά την κήρυξη πολέμου των ΗΠΑ στη Γερμανία το 1941, η εταιρεία του Φορντ επισήμως διέκοψε τις σχέσεις της με τη θυγατρική της στην Κολωνία, ωστόσο οι επαφές συνεχίστηκαν στα παρασκήνια. Τα κέρδη της θυγατρικής πάντως εκτοξεύτηκαν, χάρη και στο γεγονός πως ως το 1943 το μισό εργατικό της προσωπικό ήταν εργάτες από κατεχόμενες περιοχές σε καταναγκαστική εργασία. Όντας βαριά άρρωστος, άφησε λίγο μετά το τέλος του πολέμου την διαχείριση της επιχείρησης στον εγγονό και συνονόματό του, και πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία στις 7 Απρίλη 1947.