Παραλίγο να συναντηθούμε
Μας πιάνουν οι παραξενιές μας, οι παρεξηγήσεις γίνονται ακόμα πιο εύκολες και το κλείσιμο στο καβούκι μερικές φορές αναπόφευκτο. Έτσι είχε γίνει και εκείνο τον χειμώνα με ένα φίλο. Αλλά παρ’ όλες τις δυσκολίες δεν θα το έβαζα κάτω, θα έκανα την κίνηση και στο τέλος ας μην άξιζε.
Μεγαλώνουμε και χανόμαστε με φίλους και γνωστούς, μας πνίγει η δουλειά και η καθημερινότητα, η μεγαλούπολη το τρέξιμο και το μπετό της. Μας πιάνουν οι παραξενιές μας, οι παρεξηγήσεις γίνονται ακόμα πιο εύκολες και το κλείσιμο στο καβούκι μερικές φορές αναπόφευκτο. Έτσι είχε γίνει και εκείνο τον χειμώνα με ένα φίλο. Αλλά παρ’ όλες τις δυσκολίες δεν θα το έβαζα κάτω, θα έκανα την κίνηση και στο τέλος ας μην άξιζε.
Το τηλεφώνημα έγινε, η μπύρα κανονίστηκε και εκείνο το παγωμένο απογευματόβραδο του Φλεβάρη ήρθε. Ετοιμάστηκα και κατέβηκα στη μηχανή. Αφού έλυσα κουλούρα, αλυσίδα και κλειδαριά δισκόφρενου (βλέπεις την είχαν λιγουρευτεί πριν καιρό κάποιοι) ξεκίνησα την ιεροτελεστία της μανιβελιάς. Βλέπεις η κυρία ήταν τριακοσίων κυβικών, μονοκύλινδρη, χωρίς αποσυμπιεστή αλλά με συμπίεση στον θεό και μόνο με μανιβέλα. Η αλήθεια είναι οτι είχα να την βάλω μπροστά καιρό και σε συνδυασμό με το ψοφόκρυο είχε μουλαρώσει. Σαν να ήθελε κάτι να μου πει. Με κέρασε και μια ωραιότατη ανάποδη στο καλάμι σαν να μου έλεγε: «δεν πας πάνω να αράξεις καναπέ να δεις καμια ταινία, να ρίξω και εγώ κανα υπνάκο, πού να τρέχουμε τώρα μέσα στο ψοφόκρυο». Στο τέλος βέβαια δεν πέρασε το δικό της και ενα μεγαλοπρεπέστατο μπράαααααπ ακούστηκε απο την εξάτμισή της. Φόρεσα κράνος, μάσκα, γάντια και σιγά σιγά ξεκίνησα.
Άρχισα να κατηφορίζω την Ηλιουπόλεως. Υπήρχε μια σχετική κίνηση αλλά όχι και τόση ώστε να με εμποδίζει να κάνω τους ελιγμούς μου ανάμεσα στα αμάξια. Ο αέρας πάγωνε το πρόσωπό μου αλλά σε κάθε άνοιγμα του γκαζιού και ταυτόχρονα τέντωμα των χεριών όλα εξαφανίζονταν. Πού και πού σκεφτόμουν την συζήτηση που θα είχα με τον φίλο και αγχωνόμουν για το αν θα πήγαινε καλά, αλλά ταυτόχρονα του έδινα και καταλάβαινε στις σφήνες. Λίγο μετά την Γυμναστική Ακαδημία κιόλας που στένευε ο δρόμος και τα κτίρια υψώνονταν θεόρατα αριστερά και δεξιά δημιουργώντας ένα φανταστικό ηχείο, ο ήχος του Klx ακουγόταν σαν όπλο που έριχνε κατά ριπάς. Τα φώτα των αυτοκινήτων αντανακλούσαν πάνω στα νικελωμένα κομμάτια του και θάμπωναν όποιον μας κοιτούσε ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Ξάφνου είχα ξεχάσει πού πήγαινα, τι θα έλεγα, απλά οδηγούσα την μηχανή μου και όλα τα άλλα έμοιαζαν τόσο μικρά, μέχρι που η κυρία με τον άσπρο ματρακά της αποφάσισε να ξεγελάσει το στόπ που βρισκότανε μπροστά της και να βγεί με φόρα κάθετα στην λεωφόρο. Τα δευτερόλεπτα ελάχιστα όπως και τα καρέ που ακολούθησαν. Φρένο, γλίστρημα, σύγκρουση. Όλο αυτό βέβαια είχε μέσα και ένα υπερήρωα. Εμένα! Καθώς εκτοξεύθηκα στον αέρα σαν τον σούπερμαν παρόλο που έπειτα προσγειώθηκα άτσαλα. Ξαπλωμένος μερικά μέτρα μακριά με πλάνο την άσφαλτο, τις ρόδες του αυτοκινήτου και την μηχανή να αχνοφένεται χτυπημένη καθώς τα λάδια της είχαν αρχίσει να κυλάνε και να βάφουν το οδόστρωμα.
Αφού σηκώθηκα και σαν άλλος ντόκτορας της ιατρικής σχολής έκανα ένα γρήγορο τσεκ στον εαυτό μου διαπιστώνοντας πως είμαι μια χαρά, άρχισα να κινούμαι απειλητικά πρός τον ματρακά κατεβάζοντας όλα τα καντήλια Αθηνών και περιχώρων. Η κυρία βρισκόταν με τα χέρια ακόμα κολλημένα στο τιμόνι κοιτάζοντας μόνο ευθεία. Είχε χάσει την λαλιά της, ενω με έκπληξη διαπίστωσα πως στη θέση του συνοδηγού βρισκότανε ένα μικρό αγόρι που έτρεμε, έτοιμο να βάλει τα κλάματα. Σήκωσα την μοτοσυκλέτα, την ακούμπησα σε ενα τοίχο και ασυναίσθητα το χέρι μου διέγραψε ένα μικρό χάδι πάνω στο στραβωμένο τιμόνι της. Μια σταγόνα λαδιού έσταξε πάνω στο παπούτσι μου. Τα νεύρα άρχισαν να καλμάρουν, ενα τσιγάρο άναψε, οι ασφαλιστικές ήρθαν, κρύο, οι μπάτσοι ήρθαν, δεύτερο τσιγάρο, η οδική ήρθε, το κρύο έγινε πιο έντονο, τρίτο τσιγάρο, τηλεφώνημα στο φίλο για ματαίωση της συνάντησης, τσιγάρο,περπάτημα προς το σπίτι και βουβαμάρα. Σαν αυτή που συνόδευσε τις επόμενες μέρες μιας και ο φίλος δεν ξανατηλεφώνησε ποτέ.
Τελικά δεν άξιζε…