“Δε δικαιούστε δια να ομιλείτε” – Η άνοδος και η πτώση του Μένιου Κουτσόγιωργα
Η κατάρρευσή του στο Δικαστήριο, μπροστά στις κάμερες, και ο θάνατός του μία εβδομάδα αργότερα, έκαναν πολλούς να τον συγχωρέσουν ή να ξεχάσουν το αμαρτωλό του πρόσφατο παρελθόν.
Ο Μένιος (Αγαμέμνων) Κουτσόγιωργας ήταν μια από τις πιο συζητημένες μορφές του πολιτικού σκηνικού της Μεταπολίτευσης, με ένα τέλος που έμοιαζε κάπως κινηματογραφικό, αλλά ήταν τηλεοπτικό, καθώς ήρθε μπροστά στις κάμερες και σφράγισε ανεξίτηλα τη μνήμη πολλών τηλεθεατών, σε τέτοιο βαθμό που κάποιοι ξέχασαν ή έδωσαν άφεση, σε αυτόν και το Κίνημά του (ΠΑΣΟΚ) για τα αμαρτήματα του πρόσφατου παρελθόντος.
Γεννήθηκε το ’22 σε ένα χωριό της Αχαΐας. Προερχόταν από ευκατάστατη οικογένεια, έκανε σπουδές στο εξωτερικό, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως το κτίριο που στέγαζε το δικηγορικό του γραφείο, κοντά στην Πλατεία Μαβίλη, ήταν ιδιόκτητο. Ενδιάμεσα είχε μια σύντομη θητεία στην Αστυνομία Πόλεων, τη σκοτεινή περίοδο 1945-1952, με τις εφημερίδες της Δεξιάς να τον κατηγορούν πως υπηρετούσε στο κολαστήριο της Γενικής Ασφάλειας στη Μπουμπουλίνας και τον ίδιο να ισχυρίζεται πως έπαιζε φλάουτο στην μπάντα της υπηρεσίας, χωρίς ποτέ τελικά να διασταυρωθεί σε ποιο πόστο υπηρέτησε.
Συνδέθηκε με την Ένωση Κέντρου και το Γιώργο Παπανδρέου, ήταν συνήγορος υπεράσπισης του γιου του Ανδρέα, για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, ενώ είχε αντιδικτατορική δράση και συνελήφθη δύο φορές από τη χούντα. Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του ΠΑΣΟΚ, εκλεγόταν ανελλιπώς βουλευτής Αχαΐας από το 1974 ως το 89′ και στα χρόνια της Αλλαγής διετέλεσε Υπουργός Προεδρίας (δύο φορές) και Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Υπουργός Εσωτερικών και Υπουργός Δικαιοσύνης.
Το 88′ μάλιστα ασκούσε προσωρινά τα καθήκοντα του Α. Παπανδρέου, που βρισκόταν στο Χέρφιλντ για να εγχειριστεί, ως αναπληρωτής και δεξί του χέρι. Μια φράση του κατά του Κ. Μητσοτάκη, προέδρου της ΝΔ, “δε δικαιούστε δια να ομιλείτε”, συνδέθηκε άρρηκτα με το όνομά του κι έγινε άτυπα σήμα-κατατεθέν.
Ο Δήμος Μπότσαρης αναφέρει σε κάποιο βιβλίο του πως οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι είχαν γράψει σε γέφυρες και εθνικές οδούς της Αχαΐας το σύνθημα “τι Κουτσόγιωργας, τι Στεφανόπουλος” (κατά το “τι Πλαστήρας, τι Παπάγος”), που ήταν επίσης νομικός και το βαρύ όνομα της ΝΔ στο νομό. Γενικώς όμως κρίνεται ως κιτρινίζουσα και μάλλον αναξιόπιστη πηγή.
Το 85′ ως Υπουργός Δημόσιας Τάξης, ο Κουτσόγιωργας είχε άμεση εμπλοκή στην υπόθεση και διαχείρισης της δολοφονίας του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά και την απόφαση για διάλυση της κατάληψης του Χημείου (της δεύτερης χρονικά, που δεν πρέπει να συγχέεται με την κατά τι προγενέστερή της, το 1979). Ο Κουτσόγιωργας υπέβαλε την παραίτησή του, αλλά δεν έγινε αποδεκτή -δείγμα κι αυτό του στενού δεσμού που είχε με τον Παπανδρέου. Αυτή η κρίση όμως δεν ήταν παρά παρωνυχίδα μπροστά στο σκάνδαλο Κοσκωτά, την έκταση που πήρε και τις συνέπειές του.
Ο Κουτσόγιωργας βρέθηκε στο επίκεντρο της υπόθεσης, κατηγορήθηκε για δωροδοκία (με τις φήμες να αναφέρουν πως τα λεφτά από τον Κοσκωτά έφταναν σε κουτιά από πάνες), θεωρήθηκε υπαίτιος για τον πλημμελή έλεγχο του Δημοσίου στην τράπεζα Κρήτης -από την οποία υπεξαιρούσε τα λεφτά ο απατεώνας- ενώ λειτούργησε εις βάρος του και η ψήφιση του φωτογραφικού “Κουτσονόμου”, όπως έμεινε στην ιστορία.
Το 89′, κατόπιν απόφασης των οργάνων του ΠΑΣΟΚ, δεν ήταν καν υποψήφιος, για να καταλαγιάσει η κατακραυγή της κοινής γνώμης. Μετά το σχηματισμό κυβέρνησης, κλήθηκε να μιλήσει-απολογηθεί στη Βουλή, όπου η βασική υπερασπιστική του γραμμή ήταν ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι επιδιώκουν το πολιτικό και βιολογικό του τέλος, και παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο -ήταν ο μόνος από τους κατηγορούμενους που κρίθηκε προφυλακιστέος, αν και αφέθηκε σύντομα ελεύθερος.
Στις 11 Απριλίου του 1991, κατά την εξέταση ενός μάρτυρα, ο Κουτσόγιωργας αισθάνθηκε αδιαθεσία, σωριάστηκε στο κάθισμά του, και οδηγήθηκε στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε πως βρισκόταν σε κώμα. Ο δικηγόρος του κατήγγειλε πως το ασθενοφόρο άργησε χαρακτηριστικά να έρθει, σε αντίθεση πάντως με τους υποστηρικτές του ΠΑΣΟΚ που βρίσκονταν απέξω για να τον χειροκροτήσουν ρυθμικά καθώς μεταφερόταν στο φορείο, φωνάζοντας παράλληλα “κακούργε Μητσοτάκη”, “δολοφόνοι” και άλλα τινά παρόμοια.
Μία εβδομάδα αργότερα, στις 18 Απρίλη του 91′, ο Κουτσόγιωργας έχασε τη μάχη για τη ζωή. Ο θάνατός του άφησε ουσιαστικά ένα μεγάλο κενό στην εκδίκαση της υπόθεσης -αφού ήταν ο βασικός εμπλεκόμενος- ενώ λειτούργησε πιθανότατα ως ένα βαθμό υπέρ της απαλλαγής-ευμενούς μεταχείρισης των άλλων κατηγορούμενων. Το αφήγημα που έχτισε το ΠΑΣΟΚ είναι πως οι αντίπαλοί του προσπάθησαν να εξοντώσουν πολιτικά και βιολογικά τα στελέχη του Κινήματος -και πρώτα-πρώτα τον Πρόεδρό του- και η εξέλιξη της υγείας του Κουτσόγιωργα τους έδινε πάτημα για να το ισχυριστούν, ξεχνώντας πως κατά βάση “δε δικαιούνταν δια να ομιλούν” και να γίνουν τιμητές των άλλων, όπως θα έλεγε κι ο ίδιος ο Κουτσόγιωργας.
Λέγεται πως η πολύκροτη εκείνη δίκη είχε μεγάλα ποσοστά τηλεθέασης και δημιούργησε, τελειώνοντας, ένα κενό στην πρωινή τηλεοπτική ζώνη, που τα κανάλια έσπευσαν να το καλύψουν με τις γνωστές πρωινές εκπομπές, που μας ταλαιπωρούν μέχρι σήμερα -αν και στην πραγματικότητα προϋπήρχαν της δίκης και της ιδιωτικής τηλεόρασης, και ίσως απλώς να εδραιώθηκαν μετά από αυτά τα γεγονότα.
Σε κάθε περίπτωση, ο άλλοτε πανίσχυρος Μένιος φαίνεται πως δεν άντεξε τελικά το ενδεχόμενο που διαγραφόταν καθαρά μπροστά του, να γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος για ένα ολόκληρο Κίνημα-πολιτικό σύστημα και να γίνει το βασικό θύμα της “Κάθαρσης”. Και αυτό ίσως να ήταν ο βασικός λόγος που κλόνισε την υγεία του κι επέσπευσε το τέλος του.