Ριβάλντο – Μια Χρυσή Μπάλα στην Ελλάδα
Ο Ριβάλντο είναι το μεγαλύτερο όνομα που έχει έρθει ποτέ στην Ελλάδα, πέρασε μια δεύτερη νιότη στη χώρα μας, και έπαιξε μπάλα ως τα 40 του, συνεχίζοντας αυτό που κάνει μέχρι τα βαθιά ποδοσφαιρικά του γεράματα.
Ο Ριβάλντο Βίτορ Μπόρμπα Φερέιρα -ή απλώς Ριβάλντο- που κλείνει σήμερα 46 χρόνια ζωής, είναι ένας από τους κρίκους με τα σπουδαία Ρο (κατά τα Ρω του Έρωτα) του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου: Ρομάριο, Ρονάλντο, Ριβάλντο, Ροναλντίνιο -κι η αλυσίδα έσπασε στο Ρομπίνιο, που δε δικαίωσε τις προσδοκίες. Είναι επίσης το μεγαλύτερο όνομα και ο καλύτερος παίκτης που έχει έρθει ποτέ να παίξει μπάλα στην Ελλάδα, όπου πέρασε μια δεύτερη νιότη.
Ξεκίνησε να παίζει μπάλα στην πατρίδα του, τη Βραζιλία, πήρε δύο τίτλους με την Παλμέιρας, και μαζί το διαβατήριο για να περάσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Μετά από μια σούπερ-χρονιά στη Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, πήρε μεταγραφή για την Μπαρτσελόνα, όπου κλήθηκε να καλύψει το κενό του Ρονάλντο -που έφυγε για την Ίντερ, το ίδιο καλοκαίρι. Εκεί πέρασε τα καλύτερα ποδοσφαιρικά του χρόνια, κερδίζοντας δύο πρωταθλήματα και μια Χρυσή Μπάλα (στα 100 χρόνια της ομάδας), ενώ έκανε μαγικά πράγματα, όπως αυτό το τρομερό γκολ ενάντια στη Βαλένθια και τον Κανιθάρες -που δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα για το σταματήσει.
Δεν ήταν ένα τυχαίο γκολ, σε κάποια τυχαία αναμέτρηση. Ήταν στο τέλος του αγώνα, την τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος, με το Ριβάλντο να πετυχαίνει χατ-τρικ και να δίνει μόνος του στην Μπαρτσελόνα το εισιτήριο για το Τσάμπιονς Λιγκ της επόμενης χρονιάς.
Το οποίο όμως δεν το κατάκτησε με τους μπλαουγκράνα, αλλά με τη Μίλαν -απέναντι στην οποία είχε πετύχει ως παίκτης της Μπάρτσα ένα άλλο δικό του χατ-τρικ, σε ένα τρομερό 3-3 στο Σαν Σίρο. Αναγκάστηκε να φύγει από τη Βαρκελώνη, όταν επέστρεψε ο Φαν Χάαλ στην ομάδα, καθώς το αλέγκρο, απείθαρχο παιχνίδι του, δεν ταίριαζε πολύ με το αυστηρό σύστημα του Ολλανδού. Στη Μίλαν όμως δεν μπόρεσε να στεριώσει και να καθιερωθεί, έχοντας λίγες συμμετοχές σε σχέση με την αξία του.
Μετά από μια μικρή παρένθεση στην Κρουζέιρο, ήρθε το (μακρύ) καλοκαίρι του 04′ στην Ελλάδα, όπου έζησε μια δεύτερη νιότη ως ποδοσφαιριστής -βρίσκοντας βέβαια και ένα πρωτάθλημα με σαφώς πιο αργούς ρυθμούς από την Ευρώπη. Πήρε τρία πρωταθλήματα και δύο νταμπλ με τους ερυθρόλευκους, ενώ έφτασε λίγα λεπτά μακριά από το να αποκλείσει τη Λίβερπουλ -που εκείνη τη χρονιά έφτασε ως τον τελικό της Πόλης κι έγραψε ιστορία με το δικό της 3-3 εναντίον της Μίλαν και τη θρυλική ανατροπή που ολοκλήρωσε στα πέναλτι.
Ο Ολυμπιακός όμως δεν του ανανέωσε το συμβόλαιο κι έτσι πήγε για μια χρονιά στην ΑΕΚ, με την οποία δεν πήρε κάποιον τίτλο, πήρε όμως γλυκιά εκδίκηση στο 4-0 του β’ γύρου επί του Ολυμπιακού, με το Ριβάλντο να γυρνάει στα επίσημα -όπου ήταν ο Κόκκαλης- και να χαιρετάει επιδεικτικά με τέσσερα δάχτυλα.
Εκείνη ήταν μάλιστα η χρονιά με την περιβόητη υπόθεση Βάλνερ, τον Ολυμπιακό να παίρνει στα χαρτιά το ματς που έχασε απέναντι στον Απόλλωνα Καλαμαριάς, και να παίρνει στο τέλος τον τίτλο, σε ένα δραματικό φινάλε.
Η απόλυτη καταξίωση ήρθε με την εθνική Βραζιλίας, στο Μουντιάλ του 2002, όπου έκανε μαγική τριπλέτα μαζί με τους Ρονάλντο-Ροναλντίνιο, πέτυχε πέντε γκολ και έφτασε στην κορυφή του κόσμου, με το 2-0 επί των Γερμανών στον τελικό.
Ο Ρίμπο συνέχισε να παίζει μπάλα σε χαμηλότερο επίπεδο και μετά τα 40 του, συνεχίζοντας ως τα βαθιά γεράματα αυτό που αγαπούσε. Πρόλαβε να παίξει παράλληλα με το γιο του, ενώ πρόσφατα έγινε και παππούς. Έβγαλε ακόμα και τις λάμες που κρατούσαν ενωμένο το γόνατό του, αλλά βασικά απλώς δεν μπορούσε να το πάρει απόφαση και να κόψει τις επαφές με τη στρογγυλή θεά, που της μίλησε όσο λίγοι…