Ο Πελοποννησιακός πόλεμος και το τέλος του κλασικού κόσμου
Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μια αλληλοεξόντωση των βασικών πυλώνων του κλασικού κόσμου, η οποία θα ετοίμαζε το έδαφος ώστε τον επόμενο αιώνα να αναδειχθούν νέοι παίκτες στη διεκδίκηση της ηγεμονίας των ελληνικών πόλεων.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος υπήρξε η μεγαλύτερη αναμέτρηση μεταξύ πόλεων κρατών της αρχαιότητας, περιλαμβάνοντας σχεδόν όλες τις ελληνικές πόλεις είτε στο πλευρό της Αθήνας είτε της Σπάρτης. Χάρη στο μεγαλειώδες έργο του Θουκυδίδη, και το λιγότερο αξιόλογο επιστημονικά, αλλά πολύ σημαντικό και υφολογικά γλαφυρό έργο του Ξενοφώντα, ο πόλεμος είναι ένα από τα γεγονότα της αρχαίας ιστορίας του οποίου η ανασύνθεση μας επιτρέπεται σε μεγαλύτερο βαθμό από πολλά άλλα.
Τα δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα είχαν διαμορφωθεί πολύ πριν το ξέσπασμα του πολέμου. Η Αθήνα ηγούνταν της Αθηναϊκής ή Δηλιακής συμμαχίας, στην πραγματικότητα ηγεμονίας με επικεφαλής την ίδια, που περιλάμβανε τα περισσότερα νησιά και τις παράκτιες περιοχές του Αιγαίου. Η Σπάρτη από την άλλη ηγούνταν συμμαχίας που περιλάμβανε σημαντικές ηπειρωτικές δυνάμεις της Πελοποννήσου και της κεντρικής Ελλάδας. Η Σπάρτη υπερίσχυε στρατιωτικά, αλλά η Αθήνα ναυτικά και οικονομικά, κυρίως λόγω της οικονομικής απομύζησης των συμμάχων της. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δυο σημαντικότερων συνασπισμών του αρχαιοελληνικού κόσμου έφτανε στο αποκορύφωμά του.
Οι εχθροπραξίες επίσης είχαν ξεκινήσει πριν τη επίσημη έναρξη του πολέμου, έχοντας αρχικά τερματιστεί με την τριακονταετή ειρήνη το 445 π.Χ. Το 433 π.Χ ωστόσο η συμμαχία της Κέρκυρας, κορινθιακής αποικίας, με την Αθήνα, έφερε διαμάχες μεταξύ ολιγαρχικών και φιλοαθηναϊκών μερίδων στο νησί, προκαλώντας την επέμβαση της Αθήνας κατά παραβίαση των όρων της ειρήνης. Η Σπάρτη ανταπάντησε απειλώντας με πόλεμο, αλλά ο ηγέτης Αθήνας, ο Περικλής, αρνούνταν να υποχωρήσει. Την άνοιξη του 431 π.Χ η επίθεση των συμμμάχων της Σπάρτης Θηβών στις Πλαταιές που ελέγχονταν από την Αθήνα οδήγησαν σε ανοιχτή σύγκρουση.
Η πρώτη περίοδος διήρκεσε μια 10ετια, κατά την οποία ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αρχίδαμος Β’, οδήγησε το στρατό του στην Αττική. Ο Περικλής αντέδρασε παρακινώντας τους Αθηναίους να αναλάβουν την υπεράσπιση της πόλης τους και να παρενοχλούν τις ελεγχόμενες από τους αντιπάλους ακτές μέσω του ναυτικού τους. Εκείνη την περίοδο χρονολογείται και ο τρομαχτικός λιμός στην Αθήνα, θύμα του οποίου υπήρξε και ο ίδιος ο Περικλής. Παρόλ’ αυτά η Σπάρτη δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει στρατιωτικά το τρομαχτικό αυτό πλήγμα προς όφελός της, με εξαίρεση την κατάληψη των Πλαταιών το 427 π.Χ.
Οι Αθηναίοι αντεπιτέθηκαν, με επιχειρήσεις στη Δυτική Ελλάδα, την Πελοπόννησο αλλά και τις Συρακούσες στη Σικελία. Ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας κατάφερε ωστόσο να έχει σημαντικές επιτυχίες στη Χαλκιδική το 424, παρακινώντας μέλη της Δηλιακής συμμαχίας να αποστατήσουν. Στην αποφασιστική μάχη της Αμφίπολης το 422, σκοτώθηκαν τόσο ο Βρασίδας, όσο και ο ηγέτης των Αθηναίων Κλέων. Έτσι, ο Νικίας, αντίπαλος του Κλέωνα, έλαβε το πάνω χέρι, αποδεχόμενος τη σπαρτιατική προσφορά για ειρήνη.
Η λεγόμενη ειρήνη του Νικία κράτησε από το 421 ως το 415, σποραδικά διακοπτόμενη από μικρές συγκρούσεις που άρχισαν πάλι να γενικεύονται, με αποκορύφωμα την καταστροφική για τους Αθηναίους Σικελική εκστρατεία.
Στο μεταξύ η Αθήνα βρισκόταν σε πολιτικό αναβρασμό καθώς το 411 π.Χ η αθηναϊκή δημοκρατία ανατράπηκε από ολιγαρχικούς, τη λεγόμενη βουλή των 400, τους οποίους ακολούθησε το “μετριοπαθέστερο” καθεστώς των πεντακισχιλίων. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς, χάρη στη συμβολή του ναυτικού το πολίτευμα αποκαταστάθηκε, ωστόσο οι ηγέτες του αρνήθηκαν την ειρήνευση, κάτι που είχε αποτέλεσμα μια σειρά από πύρρειες νίκες. Το ουσιαστικό τέλος επήλθε το 405 π.Χ με την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου από τον Σπαρτιάτη Λύσανδρο, που είχε λάβει τη βοήθεια των Περσών, οι οποίοι από καιρό είχαν εμπλακεί στην εμφύλια διαμάχη. Μετά από αποκλεισμό ενός έτους η Αθήνα αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει.
Ο χρυσούς αιώνας, λίγες δεκαετίες μετά το θάνατο του βασικού της πρωταγωνιστή, έφτανε οριστικά στο τέλος του. Στην Αθήνα επιβλήθηκε το αιμοσταγές καθεστώς των τριάκοντα τυρράνων, το οποίο μολονότι 8 μήνες αργότερα ανατράπηκε από τους δημοκρατικους του Θρασύβουλου, άφησε βαθιές πληγές στην Αθηναϊκή κοινωνία, ενώ η πόλη δεν μπόρεσε ποτέ να ανακτήσει τη σημασία της, είτε πολιτικά, είτε κοινωνικά. Το ίδιο όμως συνέβη και με τον επίσημο νικητή της διαμάχης, τη Σπάρτη, που δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει σε βάθος χρόνου τη δυναμική της ως ηγεμονική δύναμη του αρχαιοελληνικού κόσμου. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μια αλληλοεξόντωση των βασικών πυλώνων του κλασικού κόσμου, η οποία θα ετοίμαζε το έδαφος ώστε τον επόμενο αιώνα να αναδειχθούν νέοι παίκτες στη διεκδίκηση της ηγεμονίας των ελληνικών πόλεων, με σημαντικότερους αρχικά και για σύντομο διάστημα τη Θήβα, και φυσικά το μακεδονικό βασίλειο μετά το β’ μισό του 4ου π.Χ αιώνα.