Νίκος Σβορώνος-Η υποχώρηση της ελληνικής ιδέας
Ένα απόσπασμα από το έργο του μεγάλου ιστορικού Νίκου Σβορώνου, που έφυγε σαν σήμερα πριν 29 χρόνια, που πραγματεύεται τις συνέπειες του εκχριστιανισμού και της ένταξης των ελληνόφωνων πληθυσμών στη ρωμαϊκή διοίκηση πάνω στην έννοια του ελληνισμού, κεντρικής στις ιστοριογραφικές αναζητήσεις του συγγραφέα.
Στις 26 Απρίλη 1989 έφυγε από τη ζωή ο σημαντικός ιστορικός Νίκος Σβορώνος. Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1911 και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο κι αργότερα έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση αλλά και στα Δεκεμβριανά ως στρατιωτικός διοικητής του ΕΛΑΣ Βύρωνα-Καισαριανής. Αργότερα ανήκε στην ομάδα αριστερών διανοουμένων που με μεσολάβηση του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, Οκτάβ Μερλιέ έλαβαν υποτροφίες του γαλλικού κράτους, καταφεύγοντας στο Παρίσι, ενώ έλαβε και τη γαλλική υπηκοότητα, έξι χρόνια μετά την αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας που του είχε επιβάλει το μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος. Ακολούθησε πλούσια ακαδημαϊκή κι ερευνητική καριέρα στη Γαλλία, η οποία μετά τη μεταπολίτευση συνεχίστηκε στην Ελλάδα, όπου δίδαξε στα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Κρήτης. Τα κύρια ερευνητικά του ενδιαφέροντα εμπίπτουν στην περίοδο του Βυζαντίου και της Οθωμανικής κυριαρχίας, αλλά και η ελληνική εθνογένεση, που αποτελεί και το γνωστότερο στο ευρύ κοινό, αλλά παράλληλα και το πιο πολυσυζητημένο και αμφιλεγόμενο κομμάτι του έργου του. Η προσπάθεια του να επανανοηματοδοτήσει το παπαρρηγοπούλειο τριμερές σχήμα για τις τρεις περιόδους της ελληνικής ιστορίας, αρχαία, βυζαντινή και νεότερη, μέσα από ένα μαρξιστικό πρίσμα, προκάλεσε και θα συνεχίσει να προκαλεί πολλές αντιπαραθέσεις στην επιστημονική κοινότητα, η παρακολούθηση και αποτίμηση των οποίων εκφεύγει των ορίων της σημερινής αναφοράς. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί, είναι πως παρά την ακόμα και σκληρή ενδεχομένως κριτική που μπορεί κανείς να ασκήσεις στις απόψεις του Σβορώνου περί ελληνικής, περιοδικά “εν υπνώσει” συνέχεια του ελληνισμού, σαφώς εξακολουθεί να αποτελεί μέχρι στιγμής τη σημαντικότερη, και σε ό,τι αφορά τη χρονολογική έκταση που καλύπτει ίσως και τη μοναδική απόπειρα μιας συνεκτικής μαρξιστικής αφήγησης περί της αποκρυστάλλωσης και κληροδότησης της ιδέας του ελληνισμού ως τις μέρες μας. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το έργο του Το Έλληνικό Έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, επιμέλεια Νάσος Βαγενάς, Αθήνα 2004, το οποίο πραγματεύεται τις συνέπειες του εκχριστιανισμού και της ένταξης των ελληνόφωνων πληθυσμών στη ρωμαϊκή διοίκηση (οργανική συνέχεια της οποίας αποτελεί η Βυζαντινή Αυτοκρατορία) πάνω στην έννοια του ελληνισμού.
Η υποχώρηση της ελληνικής ιδέας
Αν η γλωσσική ενότητα και γενικά η πολιτιστική συνέχεια, η πολιτική και οικονομική ενότητα, που διαγράφηκαν παραπάνω, συνετέλεσαν στη δημιουργία και τη συντήρηση ενός ελληνικού λαού, μιας ελληνικής εθνότητας,ικανής ν’ αφομοιώνει συνεχώς ξένα στοιχεία, άλλοι αντίρροποι ιστορικοί παράγοντες, η ένταξη του λαού αυτού στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η παραδοχή του Χριστιανισμού, προκαλώντας τη βαθμιαία εξασθένησηστη συνείδησή του της αντικειμενικά βασικής και καθοριστικής λειτουργίας του ελληνικού πολιτισμού στη διαμόρφωση του ως λαού, αμαύρωσαν συγχρόνως και την ενάργεια της ελληνικής ιδέας, που υποχωρεί συνεχώς,ιδίως από τον 3ο μ.Χ. αιώνα, ώσπου να βρεθεί σε συγκεχυμένη και λανθάνουσα κατάσταση, εν σχέσει με τις νέες ιδέες – δυνάμεις, τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδέα και τη χριστιανική ιδέα, που προβάλλουν ως οι κύριες συνεκτικές δυνάμεις ευρύτερων σχηματισμών. Πράγματι, η εξάπλωση του Ελληνισμού ανάμεσα στους διαφόρους λαούς που είχαν απαρτίσει τον ελληνιστικό κόσμο, η ένταξή του ύστερα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία,μετέβαλαν ριζικά και την πολιτική του ιδεολογία.
Η ιδέα του πολίτη, φορέα κάθε εξουσίας, υποχωρεί, ώσπου να αντικατασταθεί από την ιδέα ενός απόλυτου μονάρχη, ο οποίος ταυτίζεται με το θείο ή, ύστερααπό την επιβολή του Χριστιανισμού, αντλεί την εξουσία του από τον Θεό. Οι διάφοροι ελληνικοί κρατικοί σχηματισμοί,που στηρίζονται στον συνειδητό δεσμό ενόςσυνόλου πολιτών που μιλούν την ίδια γλώσσα ή ανήκουν ως Έλληνες ή εξελληνισμένοι στην ίδια πολιτιστική οικογένεια, εντάσσονται πρώτα και έπειτα διαλύονται μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι άλλοτε πολίτες των διαφόρων ελληνιστικών πολιτικών συγκροτημάτων μεταβάλλονται, ύστερα από το διάταγμα του Καρακάλλα (212 μ.Χ.), μαζί με όλους τους πληθυσμούς του ρωμαϊκού κράτους, σε Ρωμαίους πολίτες, για να μεταβληθούν σε λίγο σε υπηκόους ενός απόλυτου μονάρχη.
Η συνείδηση ξεχωριστών λαϊκών ενοτήτων, χωρίς βέβαια να σβήσει εντελώς, υποχωρεί στην πλατύτερη συνείδηση της Αυτοκρατορίας, που γίνεται συνεκτικός δεσμός διαφόρων λαών, υπηκόων ενός θεοπρόβλητου αυτοκράτορα, ο οποίος ενσαρκώνει τη ρωμαϊκή ιδέα. Εξ άλλου, ο ηγετικός ρόλος του Ελληνισμού μέσα στον ελληνιστικό κόσμο είχε δημιουργήσει ήδη πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση τις προϋποθέσεις για την ανά- πτυξη μιας οικουμενικής ιδέας. Ο ηγετικός αυτός ρόλος του Ελληνισμού συνεχίζεται, και μάλιστα επεκτείνεται σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή Ανατολή με τη δημιουργία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, χάρη στην πολιτική των Ρωμαίων, που κατέστησε το ελληνικό στοιχείο, δίπλα στο ιταλιωτικό, προνομιούχο λαό στην Ανατολή και τον πολιτισμό του κύριο πολιτιστικό στοιχείο ολόκληρης της Αυτοκρατορίας.
Έτσι ο Ελληνισμός, σε αντίθεση με άλλους παλαιούς συγκροτημένους λαούς της Ανατολής (Πέρσες, Σύρους κτλ.), όχι μόνο εγκατέλειψε σιγά-σιγά κάθε αντίδραση εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά θεώρησε τον εαυτό του αναπόσπαστο και οργανικό της μέλος, σε τέτοιο σημείο που, όταν ύστερα από την κρίση του 3ου αιώνα το δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας άρχισε να παρακμάζει για να καταλυθεί τελικά από τα στίφη των βαρβάρων που ανασυντάσσουν σε νέες βάσεις την κεντρική και δυτική Ευρώπη, να αναλάβει για λογαριασμό του τη συνέχιση της αυτοκρατορικής ιδέας με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Έπειτα, καθώς στην εξελληνισμένη Ανατολή οι κύριοι αντίπαλοι του Χριστιανισμού, η ειδωλολατρία και η αρχαία φιλοσοφία, είχαν αδιάρρηκτα συνδεθεί με τον Ελληνισμό, οι εκχριστιανισμένοι ελληνικοί και εξελληνισμένοι πληθυσμοί άρχισαν να ξεχωρίζουν τον εαυτό τους και να απομακρύνονται από την ελληνική παράδοση.
Με τον προοδευτικό εκχριστιανισμό των ελληνικών και εξελληνισμένων πληθυσμών εμφανίζεται συγχρόνως και ο πρώτος, αληθινά δραματικός, διχασμός στη συνείδηση των Ελλήνων. Δεν ήταν απλώς η ελληνική πολυθεΐα και ειδωλολατρία που ερχόταν σε αντίθεση με τη χριστιανική πίστη, ήταν η ίδια η ελληνική κοσμοθεωρία που ερχόταν σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό. Ήταν αληθινά δύσκολο να συγχωνευθεί σε μιαν αρμονική ενότητα η ελεύθερη κίνηση της ελληνικής σκέψης, που πηγάζει από τον ανθρώπινο λόγο, με την υποταγμένη στην αποκάλυψη, την πέραν του λόγου, χριστιανική σκέψη, που οι Έλληνες θεωρούσαν βαρβαρική αντίληψη. Ο Κέλσος έλεγε: «Βάρβαρόν φησιν […] εἶναι τό δόγμα, δῆλον ὅτι τόν ἰουδαϊσμόν, ᾧ χριστιανισμός ἤρτηται». Ο Πορφύριος, μιλώντας για τον Ωριγένη, γράφει: «Ἕλλην ἐν Ἕλλησι παιδευθείς λόγοις πρός τό βάρβαρον ἐξώκειλε τόλμημα».
Βέβαια, οι πρώτοι μεγάλοι θεωρητικοί του Χριστιανισμού, οι πατέρες της Εκκλησίας, που όλοι τους είχαν βαθειά ελληνική μόρφωση, αισθάνθηκαν την ανάγκη να χρησιμοποιήσουν στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής παιδείας, γλώσσα, διαλεκτική και ρητορική τέχνη, για τη διάδοση του Χριστιανισμού, για τη διατύπωση και θεμελίωση των δογμάτων του, για να στηρίξουν την άμυνά του ή την πολεμική του. Με τις μορφές ακόμα της ελληνιστικής τέχνης οι πρώτοι χριστιανοί τεχνίτες εκφράζουν τον καινούργιο ιδεολογικό τους κόσμο. Αλλά όλοι αυτοί έχουν πλήρη συνείδηση ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι παρά απλά μέσα, απαραίτητα όργανα στην υπηρεσία της νέας κοσμοθεωρίας, που βρίσκεται στην ουσία της σε πλήρη αντίθεση με την ελληνική σκέψη. Η πάλη αυτή, που η έκβασή της δεν έχει κριθεί οριστικά -χριστιανισμός και ελληνική παιδεία συνυπάρχουν ακόμα- αντικαθρεφτίζεται με πιστότητα στη μεταβολή του περιεχομένου των όρων Έλλην – ελληνικός. Οι εκχριστιανισμένοι ελληνικοί πληθυσμοί εγκαταλείπουν βέβαια το εθνικό τους όνομα Έλλην, που αρχίζει να παίρνει τη θρησκευτική του σημασία (ειδωλολάτρης), κρατούν όμως ακόμα το πολιτιστικό του περιεχόμενο, που αναφέρεται στην ελληνική παιδεία και τον ελληνικό πολιτισμό.
Η επικρατέστερη έννοια του Έλλην ως τον 6ο αιώνα είναι ειδωλολάτρης: εκείνος που ανήκει στον ελληνικό κύκλο του πολιτισμού και μιλάει ελληνικά, και διακρίνεται από τον εθνικό, που είναι ο μη χριστιανός ή μη Εβραίος, που μένει έξω από τον ελληνικό πολιτιστικό κύκλο. Η δημιουργική προσπάθεια των πρώτων πατέρων της Εκκλησίας να συμβιβάσουν, ως έναν βαθμό, τη χριστιανική πίστη με την ελληνική παιδεία, πράγμα που επέτρεψε κάποιαν αυτονομία στην ερμηνεία των Γραφών, τη μόνη “ελευθερία” που γνώρισε η χριστιανική σκέψη, σταματάει για αιώνες, ύστερα από την οριστική διατύπωση των χριστιανικών δογμάτων και την επιβολή της ορθοδοξίας. Κάθε απόπειρα αυτονομίας στη σκέψη που ξεμακραίνει κάπως από το καθιερωμένο δόγμα χαρακτηρίζεται αίρεση και συνδέεται με την ελληνική παιδεία που καταδικάζεται. Η έστω και εξωτερική επαφή με την ελληνική σκέψη διακόπτεται. Με την κωδικοποίηση του Ιουστινιανού η νομοθεσία που καταδικάζει την ειδωλολατρία και τις αιρέσεις γίνεται αυστηρότερη. Οι τελευταίες ελληνικές φιλοσοφικές σχολές κλείνονται από τον Ιουστινιανό.
Από τον 6ο ως τον 11ο αιώνα το πολιτιστικό περιεχόμενο των όρων Έλλην – ελληνικός υποχωρεί, ώσπου σχεδόν εξαφανίζεται μπροστά στο θρησκευτικό περιεχόμενο, που αποδίδεται τώρα σε κάθε μη χριστιανό και μη Εβραίο και ταυτίζεται με τον όρο εθνικός και το λατινικό paganus. Για τον Φώτιο οι Ρώσσοι πριν δεχθούν τον χριστιανισμό είχαν «ελληνικήν και άθεον δόξαν», ο Ιωάννης Μόσχος μιλεί για «Σαρακηνόν τινά έλληνα», ο ίδιος ο Ψελλός χαρακτηρίζει τους Κινέζους «έλληνας το δόγμα». Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γίνεται ορθόδοξο χριστιανικό κράτος. Χριστιανός και Ρωμαίος γίνονται σχεδόν ταυτόσημες έννοιες. Ο εκχριστιανισμός των διαφόρων λαών είναι ο πρώτος σταθμός για την πολιτική ή απλώς πολιτιστική τους ένταξη στη σφαίρα επιρροής της Αυτοκρατορίας. Ο διχασμός αυτός, που εξασθενίζει στη συνείδηση του Ελληνισμού το αίσθημα της ιστορικής του συνέχειας και τον οδηγεί σε ένα είδος ιστορικής αλλοτρίωσης, ενισχύεται από τον πολιτιστικό διχασμό που αναπτύσσεται κατά την ίδια αυτή περίοδο. Η συμμετοχή στην πολιτική ζωή όλων των κοινωνικών στρωμάτων των ελευθέρων πολιτών, η οποία χαρακτήριζε τα σημαντικότερα για τον πολιτισμό πολιτικά συγκροτήματα του αρχαίου ελληνικού κόσμου και η οποία, εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή όλων των πολιτών στις πολιτιστικές εκδηλώσεις, έδινε στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό μια ενιαία έκφραση ενός κοινωνικού συνόλου με γερές λαϊκές βάσεις, αρχίζει να ελαττώνεται ήδη στην ελληνιστική περίοδο για να εξαφανισθεί στα ελληνιστικά βασίλεια και, έπειτα, στη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Αυτοκρατορία.Η αριστοκρατία των μεγάλων γαιοκτημόνων, των ανωτέρων πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων, στους οποίους γρήγορα θα προστεθεί ο ανώτατος χριστιανικός κλήρος, συγκεντρώνοντας όλο και περισσότερο τον πλούτο, μετέχει μόνη στη διοίκηση των κοινών και μονοπωλεί την ανώτερη και ανώτατη παιδεία, που γίνεται απρόσιτη στις μεγάλες λαϊκές μάζες.
Ήδη λοιπόν από την ελληνιστική εποχή αρχίζουν να δημιουργούνται δύο πνευματικά ρεύματα, ένα επίσημο, έκφραση μιας πνευματικής αριστοκρατίας που βγαίνει από την άρχουσα τάξη, και ένα λαϊκό ρεύμα με αυτόνομη αλλά λανθάνουσα εξέλιξη. Τα δύο αυτά ρεύματα απομακρύνονται το ένα από το άλλο ολοένα και περισσότερο καθ’ όλο αυτό το διάστημα, από την ελληνιστική περίοδο ως το τέλος του 11ου αιώνα. Ο γλωσσικός διχασμός, που αρχίζει με την αποκλειστική χρησιμοποίηση της αττικής γλώσσας από τους λογίους των ελληνιστικών χρόνων, εκφράζει κατά τον πιο άμεσο τρόπο αυτόν τον πολιτιστικό διχασμό. Η ζωντανή ομιλούμενη γλώσσα, που διαρκώς εξελίσσεται, απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την επίσημη αττική γλώσσα, την οποία προσπαθούν να μιμηθούν με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, ως συνεχιστές των αττικιστών οι Βυζαντινοί λόγιοι, και η οποία γίνεται η επίσημη γλώσσα του κράτους. Η επίσημη αυτή γλώσσα, τυπική και χωρίς δυνατότητες εξέλιξης, χάνει κάθε επαφή με τις λαϊκές της ρίζες και γίνεται ακατανόητη από τις μεγάλες μάζες του ελληνόφωνου πληθυσμού. Η ίδια η χριστιανική εκκλησία εγκατέλειψε και αυτή ενωρίς την ελληνιστική κοινή, την οποία είχε χρησιμοποιήσει στην αρχή για τη διάδοση του Χριστιανισμού.
Τα ελληνικά στοιχεία που υπάρχουν στον επίσημο αυτό πολιτισμό, η έστω και τυποποιημένη και νεκρή γλωσσική του ελληνική έκφραση, η ρητορική ή η λογική και η διαλεκτική ελληνική τέχνη, τα στοιχεία της αριστοτελικής ή της πλατωνικής και, κυρίως, της νεοπλατωνικής σκέψης, που έχουν διεισδύσει στη χριστιανική ιδεολογία, τα ελληνιστικά στοιχεία που ανάμικτα με ανατολικά βρίσκονται στη βάση της καλλιτεχνικής βυζαντινής δημιουργίας, ξεκομμένα από τις λαϊκές τους ρίζες, από τις ελληνικές και εξελληνισμένες μάζες της Αυτοκρατορίας, όπου θα έβρισκαν τα ζωντανά στοιχεία της ελληνικής παράδοσης για να τραφούν, ν’ αναπτυχθούν και να γίνουν πραγματικά συνειδητά, δεν κατορθώνουν ακόμα να ξαναζωντανέψουν τη συνείδηση της ελληνικής συνέχειας.