Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ-Ένας ναζί των σαλονιών
Αστός ο ίδιος, βοήθησε το Χίτλερ και υλικά πριν την άνοδό του στην εξουσία, για να αντιμετωπίσει τελικά την “αχαριστία” του τελευταίου, όταν του αφαίρεσε στη διαθήκη του τον υπουργικό του θώκο.
Ο Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ συνέδεσε το όνομά του κυρίως με το συκοφαντημένο γερμανοσοβιετικό σύμφωνο του 1939, ο ρόλος του όμως ως υπουργού εξωτερικών του Γ’Ράιχ έμελε να συνεχιστεί ως το τέλος του πολέμου. Αστός ο ίδιος, βοήθησε το Χίτλερ και υλικά πριν την άνοδό του στην εξουσία, για να αντιμετωπίσει τελικά την “αχαριστία” του τελευταίου, όταν του αφαίρεσε στη διαθήκη του τον υπουργικό του θώκο. Γεννήθηκε σα σήμερα στο Βέσελ της Κάτω Ρηνανίας ως γιος αξιωματικού. Αποφοιτώντας από το σχολείο πήγε στο Μόντρεαλ του Καναδά μαζί με τον αδερφό του, ξεκινώντας να εκπαιδεύεται ως τραπεζοϋπάλληλος. Δούλεψε στους καναδικούς σιδηροδρόμους, αλλά το 1913 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε ως ρεπόρτερ σε διάφορες αμερικανικές εφημερίδες. Τον επόμενο χρόνο άνοιξε δική του εισαγωγική εταιρεία γερμανικών κρασιών στην Οττάβα του Καναδά, επέστρεψε όμως στη Γερμανία ως εθελοντής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου και τραυματίστηκε, λαμβάνοντας το Σιδηρούν Σταυρό. Το τέλος του πολέμου τον βρίσκει στη γερμανική στρατιωτική αποστολή της Κωνσταντινούπολης, όπου γνωρίζεται με τον Φραντς φον Πάπεν, μετέπειτα αντικαγκελάριο του Χίτλερ.
Μετά τον πόλεμο συνέχισε την επιχειρηματική του δραστηριότητα στο χώρο του κρασιού, η οποία εκτοξεύθηκε μετά το γάμο του με την κόρη ενός εργοστασιάρχη σαμπάνιας. Το 1925 υιοθετείται από έναν μακρινό συγγενή κι έτσι λαμβάνει τίτλο ευγενείας. Τα επόμενα χρόνια ο ματαιόδοξος σύμφωνα με μαρτυρίες Ρίμπεντροπ προσπαθεί να εδραιώσει μετά την επιχειρηματική του επιτυχία και την αποδοχή του από την υψηλή κοινωνία και τη γερμανική αριστοκρατία. Δεν δραστηριοποιούνταν ενεργά στην πολιτική εκείνα τα χρόνια, ωστόσο είναι γνωστό πως βρισκόταν κοντά σε ακροδεξιούς εθνικιστικούς κύκλους, ενώ το 1930 χρονολογείται η πρώτη του συνάντηση με τον Αδόλφο Χίτλερ, στον οποίο αρχίζει να χορηγεί σημαντική οικονομική βοήθεια. Δυο χρόνια γίνεται μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και λειτουργεί ως μεσάζον για τη συμφωνία Χίλτερ και Φον Πάπεν, ώστε να τερματιστεί η πρωθυπουργία του Κουρτ φον Σλάιχερ. Λειτούργησε επίσης ως κρίκος μεταξύ παραδοσιακών συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων και των δυναμικά ανερχόμενων ναζί.
Μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία και την πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ ο Ρίμπεντροπ γίνεται βουλευτής Πότσνταμ, αναδεικνυόμενος παράλληλα σε σύμβουλο του Χίτλερ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής αλλά και σημαίνων στέλεχος των Ες-Ες. Τον επόμενο χρόνο πρωτοστατεί στην αποχώρηση της Γερμανίας από τη Συμφωνία της Γενεύης για τους εξοπλισμούς. Ο ρόλος του στην εξωτερική πολιτική ήταν αντικείμενο ανταγωνισμού με τον Άλφρεντ Ρόζενμποργκ, πετυχαίνει όμως τελικά να γίνει επικεφαλής της υπηρεσίας ειδικών εξωτερικών υποθέσεων, στα πλαίσια της οποία αποστέλλεται ως ειδικός απεσταλμένος στο Λονδίνο για την υπογραφή της γερμανοβρετανικής συμφωνίας για το στόλο, μια συμφωνία που εγκαινιάζει κι επίσημα την πολιτική κατευνασμού (appeasement) από πλευράς Μεγάλης Βρετανίας. Τον επόμενο χρόνο διορίζεται επίσημα ως πρέσβης, για να προλειάνει το έδαφος μιας συμφωνίας μεταξύ Γερμανίας και Βρετανίας, σχέδιο που ναυαγεί καθιστώντας τον εχθρό της χώρας, αλλά και πεπεισμένο παράλληλα ότι οι Βρετανοί δε θα προέβαλαν αντίσταση στην εξάπλωση της γερμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη. Κατά τον κυβερνητικό ανασχηματισμό στις 4 Φλεβάρη 1938 διορίζεται υπουργός Εξωτερικών, λαμβάνοντας λίγους μήνες μετά μέρος στη διαβόητη Συμφωνία του Μονάχου.
Τον επόμενο χρόνο υπογράφει για λογαριασμό του Ράιχ τη συνθήκη Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, ενώ είναι απόλυτα σύμφωνος με την εισβολή στην Πολωνία την 1η Σεπτέμβρη 1939, ακόμα σίγουρος πως η Βρετανία θα αποδεχόταν, όπως στην Τσεχοσλοβακία τα τετελεσμένα. Υπήρξε πρωταγωνιστής του άξονα μεταξύ Ιταλίας, Ιαπωνίας και Γερμανίας στις 27 Σεπτέμβρη 1940, ενώ μετέπειτα η επιρροή του άρχισε να φθίνει, πρωταγωνίστησε ωστόσο στην εξόντωση των Εβραίων της κατεχόμενης Ευρώπης αλλά και των συμμαχικών προς τον Άξονα χωρών, όπως της Ιταλίας. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και το Φλεβάρη του 1945 παραπονούνταν στο Μουσολίνι για την αργή διαδικασία μεταφοράς των Εβραίων από το ιταλοκρατούμενο τμήμα της Γαλλίας στα στρατόπεδα εξόντωσης. Παρότι ο Χίτλερ δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα, τον δέχτηκε στις 23 Απρίλη ως έναν από τους τελευταίους επισκέπτες στο καταφύγιό του στο Βερολίνο, για να τον αποχαιρετίσει.
Η πολιτική διαθήκη του Φύρερ όριζε ως νέο υπουργό εξωτερικών τον Άρτουρ Ζέις-Ίνκβαρτ, κι ο Ρίμπεντροπ προσπαθεί να βρει το ναύαρχο Καρλ Ντένιτς, νέο αρχηγό της κυβέρνησης, χωρίς να γίνει δεκτός από εκείνον. Μετά την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας βγαίνει στην παρανομία κάπου στη Βόρεια Γερμανία, όπου όμως εντοπίζεται λίγο καιρό μετά στις 14 Ιούνη από τη βρετανική στρατιωτική διοίκηση στο Αμβούργο, τελευταίος μεταξύ των ακόμα ζώντων ναζί υπουργών. Στη δίκη της Νυρεμβέργης αποτελεί έναν από τους βασικούς κατηγορούμενους για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και κηρύσσεται ένοχος για όλα. Καταδικάζεται σε θάνατο την 1η Οκτώβρη 1946 και δυο βδομάδες μετά θα είναι ο πρώτος από τους καταδίκους που θα εκτελεστεί δι’απαγχονισμού.