Δυο παλιές Ιστορίες για μία «Πρώτη Φορά»
Η κηλίδα, η ελπίδα που έρχεται ουρανοκατέβατη, κι η πρώτη φορά στην πόλη, που θυμίζει μια άλλη “πρώτη φορά”.
Βλέποντας μια μικρή μαύρη κηλίδα στο έδαφος, καθώς περπατούσε σκυμμένος για τη δουλειά, κοντοστάθηκε και με το πόδι του άρχισε με μανία να την τρίβει. Εκείνη, ωστόσο, όχι μόνο δεν εξαφανιζόταν, αλλά άρχισε να μεγαλώνει με ταχείς ρυθμούς, ώσπου η διάμετρός της άρχισε να τον περικλείει. Εκείνος από πείσμα την έτριβε όλο και περισσότερο και ήταν τόση η αφοσίωσή του που δεν συνειδητοποίησε το πιάνο που έπεφτε από ψηλά για να καταλήξει στο κεφάλι του και πως η κηλίδα που έτριβε ήταν η σκιά του μουσικού οργάνου.
Ερχόμενος στην μεγάλη πόλη για να βρει εργασία και κρατώντας τις αποσκευές του, οι οποίες εμπεριείχαν, δυο καλοσιδερωμένα πουκάμισα, τέσσερα σώβρακα σεταρισμένα με τις αντίστοιχες τιραντέ, λευκές φανέλες, τρία πανταλόνια, μια εικονίτσα της Παναγιάς της Γλυκοφιλούσας και όλες του της οικονομίες, κοίταζε με δέος την πολιτεία. «Τώρα που θα πας στην πόλη να προσέχεις μην σε κόψουν τα αμάξια», τον είχε συμβουλεύσει η μητέρα του καθώς του έδινε την εικονίτσα να τον φυλάει κι εκείνος ήταν αποφασισμένος να είναι πολύ προσεκτικός. Όλα όσα κοίταζε του φαίνονταν καινούρια και θαυμαστά, μα εκείνο που του έκανε περισσότερο εντύπωση ήταν ένα πελώριο γυάλινο κτήριο που έσχιζε τον ουρανό, στο τέλος ενός τεράστιου πάρκου. «Σε ενδιαφέρει;» τον ρώτησε κάποιος που τον είδε να κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα αυτό το θαύμα της αρχιτεκτονικής. «Είναι θαυμάσιο» αποκρίθηκε ο νεοαφιχθείς χωρίς να στρέψει στιγμή τη ματιά του. Ο άγνωστος τον διαβεβαίωσε πως το κτήριο είναι δικό του, πως κι εκείνος είχε έρθει πριν χρόνια από την επαρχία και τώρα είχε δεκάδες κτήρια σαν αυτό, αλλά επειδή, όπως αποδείχτηκε, ήταν κοντοχωριανοί, θα του το χάριζε να το πάει στη μανούλα του. «Μα τι τύχη» σκέφτηκε, ακόμα δεν είχε φτάσει στην πόλη και ήδη βρήκε τρόπο να φανεί πετυχημένος στο χωριό του χωρίς καν να στάξει σταγόνα ιδρώτα. Η μεταφορά του κτηρίου όμως του φάνηκε εξωφρενική «Μα πως;». «Το κτήριο είναι χτισμένο πάνω σε ρόδες, σπρώχνοντας θα το πας, αν θες, δώσε μου τις αποσκευές σου να σου τις φυλάω και δοκίμασε». Δοκίμασε λοιπόν κι εκείνος μα δεν έβλεπε αποτέλεσμα. «Είναι τέτοιος ο όγκος που δεν φαίνεται πόσο κινείται» τον καθησύχασε ο νέος του φίλος κρατώντας τις αποσκευές. «Σπρώξε κι άλλο και θα δεις σε λίγο θα απομακρυνθείς». Και έσπρωχνε και ίδρωνε και ξαναέσπρωχνε κι αγκομαχούσε και ύστερα από μισή ώρα κατάκοπος γύρισε το κεφάλι του μα δεν είδε ούτε τον ευεργέτη του, ούτε τις αποσκευές του. Γούρλωσε τότε τα μάτια του και μονολόγησε: «Πω πω μακρυά που το πήγα! Ούτε που φαίνονται πλέον».