Ο “μακρύς” Μάης του ’68: Ένα χρονικό
Οι κατακτήσεις, έστω και προσωρινές, δεν ήταν αμελητέες, και χωρίς τις κινητοποιήσεις του Μάη δε θα είχαν αποσπαστεί: . Εκείνο βεβαίως που είχε παρελθεί ήταν το momentum για να μετατραπεί η δυναμική της αμφισβήτησης της μεταπολεμικής καπιταλιστικής συναίνεσης σε έμπρακτη αμφισβήτηση της αστικής πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Είναι δύσκολο να ορίσει κανείς μια ακριβή ημερομηνία ως ξεκίνημα του γαλλικού Μάη του ’68. Στην πραγματικότητα, τα “προεόρτια” των γεγονότων είχαν ήδη ξεκινήσει το Γενάρη του 1968 στα πανεπιστήμια της Καέν και της Ναντέρ, με επίκεντρο τη δεύτερη, όπου κινητοποιήσεις σημειώνονταν και τους επόμενους μήνες με κλιμακούμενη ένταση, ενώ είχε μεσολαβήσει και το συνέδριο της Εθνικής Ένωσης Φοιτητών Γαλλίας (UNEF) τον Απρίλη, που σημαδεύτηκε από συγκρούσεις αριστερών και ακροδεξιών φοιτητών. Το φιτίλι ωστόσο άναψε στις 2 Μάη του ίδιου χρόνου, όταν η πρυτανεία του πανεπιστημίου της Ναντέρ καταλήφθηκε από φοιτητές διαμαρτυρόμενους για τη σύλληψη συμφοιτητών τους που είχαν βάλει βόμβες σε αμερικανικούς στόχους ως αντίδραση στον πόλεμο το Βιετνάμ.
Το κύμα καταλήψεων εξαπλώθηκε ταχύτατα σε σχολεία και ανώτατες σχολές όλης της χώρας, ενώ στις 5 Μάη στήθηκαν τα πρώτα οδοφράγματα στο Καρτιέ Λατέν, δυο μέρες αφοότου ο πρύτανης της κατειλημμένης Σορβόνης κάλεσε τις δυνάμεις καταστολής να την εκκενώσουν. Στις 6 και 7 Μάη 50.000 και 30.000 φοιτητές αντίστοιχα κατέβηκαν στους δρόμους, ενώ την επομένη το θέμα των καταλήψεων ήρθε στη γαλλική βουλή. Ως τις 9 Μάη υπό κατάληψη βρισκόταν τα Ανώτατα Ιδρύματα σε Νάντη, Στρασβούργο, Ρεν, Τουλούζη, Λυόν και Ντιζόν. Στις 10 Μάη σημειώθηκαν εκτεταμένες συγκρούσεις φοιτητών και αστυνομίας στην οδό Γκαί Λισάκ, αφήνοντας πάνω από χίλιους τραυματίες, κυρίως διαδηλωτές.
Σε εκείνη τη φάση η συμμετοχή εργατών ήταν ακόμα περιορισμένη, παρότι σε ορισμένες πόλεις, όπως στο Μπορντώ, είχαν ήδη σημειωθεί κοινές διαδηλώσεις εργατών και φοιτητών από το Φλεβάρη, ενώ εργατικές κινητοποιήσεις σημειώθηκαν στις 9 Μάη στη Λυών και τη Ντιζόν. Η αρχικά μη δυναμική παρουσία της εργατικής τάξης στα γεγονότα, παρά τις προϋπάρχουσες ριζοσπαστικές τάσεις σε κάποιες περιοχές, οφειλόταν και στην αμηχανή πρώτη αντίδραση του ΚΚΓ και του ελεγχόμενου τότε από αυτού CGT, δηλαδή της μεγαλύτερης συνδικαλιστικής οργάνωσης της χώρας. Η παροχή στήριξης στις καταλήψεις πανεπιστημίων από την UNEF και κυρίως η αγριότητα της κρατικής καταστολής στο Παρίσι σηματοδότησαν την ενεργότερη εμπλοκή του ΚΚΓ, του οποίου το όργανο, η “Ουμανιτέ” εμφανίστηκε στις 11 Μάη με πρωτοσέλιδο “Στοπ στην καταπίεση. Η εξουσία απαντά στην οργή των πανεπιστημίων με αιματηρή βία”, καλώντας παράλληλατα τους εργάτες και τον υπόλοιπο λαό σε “μαζική απάντηση”. Το ΚΚΓ στήριξε επίσης την απόφαση της CGT και άλλων συνδικάτων στις 13 Μάη για προκήρυξη γενικής απεργίας, μέρα κατά την οποία σημειώθηκαν διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων, κατ’άλλους υπολογισμούς 2 εκατομμυρίων ατόμων από το ένα άκρο της χώρας ως το άλλο, ενώ μετά το πέρας τους καταληψίες φοιτητές ζήτησαν από εργάτες το σχηματισμό κοινών επιτροπών.
Οι καταλήψεις εργοστασίων, μεμονωμένες στην αρχή, άρχισαν τις επόμενες μέρες να γενικεύονται. Το ΚΚΓ εξέφρασε αρχικά την αντίθεσή του, ωστόσο εκ των υστέρων η CGT και τα υπόλοιπα συνδικάτα παρείχαν νομιμοποίηση σε αυτή τη μορφή πάλης των εργατών, η οποία κορυφώθηκε με τη γενική απεργία της 24ης Μάη, στην οποία συμμετείχαν 10.000.000 εργάτες.
Οι πολιτικές και κινηματικές δυνάμεις που στήριξαν τις κινητοποιήσεις ήταν εξαιρετικά ανομοιογενής. Στο φοιτητικό χώρο κυριαρχούσαν, αν όχι αριθμητικά, σαφώς σε επίπεδο εντυπώσεων, διαφόρων ειδών αριστερίστικες ομάδες, με σημαντική παρουσία μαοϊκών, ενώ αρκετές δυνάμεις διέθεταν και διάφορα ρεύματα της αναρχίας. Η ηγεσία της UNEF πάντως σύντομα συντάχθηκε με την πρόταση του μετέπειτα προέδρου του σοσιαλιστικού κόμματος Φρανσουά Μιτεράν για σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Μεντέζ Φρανς, πρώην πρωθυπουργό κι εκπρόσωπο του παλαιού πολιτικού προσωπικού. Οι εργατικές κινητοποιήσεις βρισκόταν υπό την επιρροή κυρίως του ΚΚΓ, το οποίο προέτασσε μια “δημοκρατική λαϊκή κυβέρνηση” με συμμετοχή των κομμουνιστών. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως αρχικά οι εργάτες αντιδρούσαν στην υιοθέτηση μόνο οικονομικών αιτημάτων από πλευράς συνδικαλιστικών ηγεσιών, διεκδικώντας ευρύτερες αλλαγές.
Σε κάθε περίπτωση, ο ελιγμός Ντε Γκωλ και Γάλλων αστών με την συμφωνία εργοδοτών-συνδικάτων στις 27 Μάη υπήρξε επιτυχής, ξεφουσκώνοντας τη μαζικότητα του κινήματος. Σαφώς, οι κατακτήσεις, έστω και προσωρινές, δεν ήταν αμελητέες, και χωρίς τις κινητοποιήσεις του Μάη δε θα είχαν αποσπαστεί: 7% αύξηση των ημερομισθίων, μείωση του ωραρίου εργασίας, αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 25%. Εκείνο βεβαίως που είχε παρελθεί ήταν το momentum για να μετατραπεί η δυναμική της αμφισβήτησης της μεταπολεμικής καπιταλιστικής συναίνεσης σε έμπρακτη αμφισβήτηση της αστικής πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Μετά τη συμφωνία της 27ης Μάη και ως τις 6 Ιούνη, οι περισσότερες επιχειρήσεις και τα εργοστάσια ξαναλειτουργούσαν, ενώ είχαν ανοίξει και τα περισσότερα πανεπιστήμια. Σε μεμονωμένα εργοστάσια και πανεπιστήμια συνεχίστηκαν κινητοποιήσεις σε συνεργασία τροτσκιστικών και μαοϊκών συνδικαλιστών και φοιτητών, απαιτώντας ακύρωση των συμφωνιών της 27ης Μάη, ωστόσο πέρα από λεκτικές επαναστατικές εξαγγελίες και μεταβίβαση ευθυνών στο ΚΚΓ, δεν υπήρχε κανενός είδους συγκροτημένη στρατηγική ή πολιτικό πρόγραμμα και σύντομα οι τελευταίες αντιδράσεις ξεθύμαναν.
Παρόλαυτα, ο Ντε Γκολ δε δίστασε ακόμα και στις 29 Μάη να ζητήσει από το στρατηγό Massu να κινήσει μερικά τανκς στα περίχωρα της πρωτεύουσας δήθεν για ασκήσεις, υπογραμμίζοντας ότι σε περίπτωση που ξαναφούντωναν οι κινητοποιήσεις ήταν διατεθειμένος να προσφύγει και σε αυτή τη λύση. Η αλλαγή του κλίματος επί του συντηρητικότερου αποτυπώνεται και στη μεγάλη διαδήλωση της “σιωπηρής πλειοψηφίας” των υποστηρικτών του στρατηγού στις 30 Μάη στο Παρίσι, με συμμετοχή που κυμαινόταν από 400.000 ως 1 εκ διαδηλωτών. Την ίδια μέρα ο ντε Γκωλ εξήγγειλε βουλευτικές εκλογές για τις 23 Ιούνη, τις οποίες και κέρδισε θριαμβευτικά, καταλαμβάνοντας 358 από τις 485 έδρες της Βουλής, 97 περισσότερες από την προηγούμενη αναμέτρηση, ενώ κομμουνιστές, σοσιαλιστές, ακόμα και κεντρώοι υπέστησαν μεγάλη ήττα.
Το ΚΚΓ ένιωσε σε εκείνη τη φάση δικαιωμένο για την επιλογή στήριξης της νομιμότητας (“είμαστε το κόμμα της τάξης” δήλωνε τον Ιούνη του ’68 ο Βαλντέκ Ροσέ, ενώ ο γγ. του κόμματος κατηγορούσε τους φοιτητές ότι έπαιζαν το παιχνίδι του Ντε Γκωλ), ερμηνεύοντας το αποτέλεσμα ως απόδειξη απουσίας ύπαρξης επαναστατικής κατάστασης. Ανεξάρτητα του πώς κρίνει τις αντικειμενικές συνθήκες της περιόδου, είναι σαφές ότι η ρεφορμιστική στρατηγική του ΚΚΓ, που με διάφορα σκαμπανεβάσματα είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια νωρίτερα και θα κορυφωνόταν με το -ατελές-φλερτ με τον ευρωκομμουνισμό τη δεκαετία του ’70, απέτυχε να δώσει οποιαδήποτε παραπάνω ώθηση στο κίνημα, έστω και στην κατεύθυνση ενός βαθέματος των κατακτήσεων που ήδη είχαν αποσπάσει με τον αγώνα τους οι αγωνιζόμενοι εργάτες.