Ο Μαρξ ως αλογάκι και τα πούρα Αβάνας – Ανέκδοτα περιστατικά από τη ζωή του Μαρξ

Ο παππούς Μαρξ ως αλογάκι για τον εγγονό του, το πάθος του για τα φτηνά και άγευστα πούρα, και η αμήχανη στάση του ως προς τις αθυροστομίες, μπροστά στις γυναίκες.

Αντιγράφουμε ορισμένα αποσπάσματα από το βιβλίο “Ο Μαύρος – Αναμνήσεις για τον Καρλ Μαρξ” -μια έκδοση του ΕΣΚΓ στη ΓΛΔ- και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο με τις αναμνήσεις του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ για το Μαυριτανό, που δείχνουν τις ανθρώπινες πτυχές του Μαρξ, κι ένα διαφορετικό πρόσωπο από τα διαδεδομένα στερεότυπα του αγέλαστου και κακότροπου στοχαστή.

Ο Μαρξ ήταν καπνιστής παθιασμένος. Όπως σ’ όλα τ’ άλλα, έτσι και στο κάπνισμα δεν είχε σταματημό. Κι επειδή ο αγγλικός καπνός του ήταν βαρύς, είχε, όταν τα κατάφερνε, πούρα, που για να ανεβάζει την απόλαυση ή για να δημιουργεί απόλαυση διπλή, τα μασούσε ως τη μέση.

Επειδή όμως στην Αγγλία τα πούρα είναι πολύ ακριβά, ο Μαρξ βρισκόταν σε διαρκές κυνήγι φτηνών ποιοτήτων. Και μπορεί να φανταστεί κανείς τι είδους πούρα ανακάλυπτε. Το cheap and nasty -φτηνό και αηδιαστικό- που ο Ρουλώ τόχε μεταφράσει κάπως κατ’ ευφημισμό “φτηνό και κακό” είναι μια αγγλική φράση και για αυτό το λόγο, τα πούρα του Μαρξ οι φίλοι του τα φοβόνταν. Και μ’ αυτά, τα απαίσια πούρα, κατάστρεψε ολοκληρωτικά την αίσθησή του της γεύσης και της μυρωδιάς του κααπνού. Με όλα αυτά, πίστευε και ισχυριζόταν επίμονα πως είναι εξαιρετικός γνώστης των πούρων, ως ότου του στήσαμε κάποια βραδιά μια παγίδα, όπου κι έπεσε.

Τη χρονιά της έκθεσης 1851, ένας επισκέπτης απ’ τη Γερμανία, είχε φέρει μερικά πρώτης τάξης πούρα από εισαγωγές που εμείς, μόλις έμπαινε ο Μαρξ, τα ανάψαμε κι αρχίσαμε να καπνίζουμε με απόλαυση. Η ασυνήθιστη ευωδιά τον χτύπησε στη μύτη.

“Α, αυτά μυρίζουν θαυμάσια!” – “Ναι, είναι γνήσια Αβάνας, που τάφερε μαζί του ο Χ! Να, δοκίμασε”.

Κι αυτός που είπε αυτά τα λόγια, πρόσφερε στον άδολο Μαρξ, που το πήρε με ευχαρίστηση, ένα πούρο της φοβερότερης μάρκας που μπορέσαμε να ξετρυπώσουμε στο Σαιν Τζάιλς, τη χειρότερη προλεταριακή συνοικία του Γουέστ Εντ, που όμως, στο σχήμα και το χρώμα, έμοιαζε με τα γνήσια. Το πούρο υπόδειγμα και θαύμα ανάφτηκε, ο Μαρξ με τη μακαριότητα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο φύσηξε τον εξαίσιο καπνό στον αέρα.

“Δεν πολυεμπιστευόμουν την υπόθεση, είπε, επί το πλείστον από τη Γερμανία φέρνουν πανάθλιο χόρτο. Ετούτο όμως είναι πραγματικά καλό!”

Με σοβαροφάνεια συμφωνήσαμε μαζί του, μόλο που ήμασταν έτοιμοι να σκάσουμε από τα γέλια. Μερικές μέρες αργότερα, πληροφορήθηκε πώς είχαν τα πράγματα. Δε θύμωσε, αλλά ισχυρίστηκε επίμονα πως το πούρο ήταν γνήσιο, Αβάνας, κι ότι εκ των υστέρων σκεφτήκαμε να τον κοροϊδέψουμε. Κι αυτό δεν μπορούσε να του το βγάλει κανείς από το νου.

Το πάθος του Μαρξ για τα πούρα κέντριζε και το ταλέντο του για την εθνική οικονομία -όχι θεωρητικά αλλά πρακτικά. Για πολύ καιρό κάπνιζε ένα ορισμένο, για τις αγγλικές συνθήκες, πολύ φτηνό -και αντίστοιχα κακό- πούρο, ώσπου μια φορά, περπατώντας στο Χόλμπορν, ανακάλυψε ένα ακόμα φτηνότερο -πιστεύω κατά 1,5 σελίνι (=1,5 μάρκο) το μισό κιλό και την κούτα. Εκεί φανερώθηκε η μεγαλοφυία του στο να κάνει οικονομία: σε κάθε κούτα που κάπνιζε, “εξοικονομούσε” 1,5 σελίνι. Επομένως, όσο περισσότερο κάπνιζε, τόσο περισσότερη “οικονομία” έκανε. Αν κάπνιζε μια κούτα την ημέρα, μπορούσε στην ανάγκη να ζήσει από τις “οικονομίες” του. Και σε αυτό το σύστημα οικονομιών που μας ανέπτυξε μια βραδιά με χιουμοριστικό τρόπο, αφιερώθηκε με τέτοια ενεργητικότητα και αυτοθυσία, που έπειτα από λίγους μήνες, χρειάστηκε να επέμβει ο οικογενειακός γιατρός, που απαγόρευσε κατηγορηματικά στο Μαρξ να πλουτίσει με αυτού του είδους τις οικονομίες.

-.-

Ο Μαρξ, όπως όλες οι γερές και υγιείς φύσεις, αγαπούσε εξαιρετικά τα παιδιά. Δεν ήταν μόνο ο πιο τρυφερός πατέρας που ώρες ολόκληρες με τα παιδιά του μπορούσε να είναι παιδί -ένιωθε μια μαγνητική έλξη και για ξένα, προπάντων αβοήθητα κι εξαθλιωμένα παιδιά που του τύχαιναν στο δρόμο του.

Για το Μαρξ, η συντροφιά των παιδιών του ήταν ανάγκη -τον ξεκούραζε και τον φρεσκάριζε. Κι όταν τα παιδιά του μεγάλωσαν ή πέθαναν, στη θέση τους μπήκαν τα εγγόνια. Η Τζεννούλα, που στις αρχές του 70′ παντρεύτηκε το Λονγκέ, έναν από τους πολιτικούς πρόσφυγες της Κομμούνας, χάρισε στο σπίτι του Μαρξ κάμποσα αγόρια -“όλα τρελλόπαιδα”. Προπαντός το μεγαλύτερο, Ζαν ή Τζόννυ, ήταν ο αγαπημένος του παππού. Μια μέρα, που ήμουν σαν επισκέπτης στο Λονδίνο, του Τζόννυ, που τον είχαν στείλει οι γονείς του από το Παρίσι -αυτό συνέβαινε αρκετές φορές το χρόνο- του ήρθε η φαεινή ιδέα να μετατρέψει το Μαύρο σε λεωφορείο, όπου στη θέση του αμαξά, δηλαδή στις πλάτες του Μαύρου, κάθισε αυτός, ενώ ο Ένγκελς κι εγώ βαφτιστήκαμε άλογα του λεωφορείου. Κι όταν ζευτήκαμε κανονικά, άρχισε ένα άγριο κυνηγητό -ήθελα να πω ένα ταξίδι μέσα στον κηπάκο του μικρού σπιτιού του Μαρξ στην Μαίητλεντ Παρκ Ρόουντ. Μπορεί όμως νάταν και στο σπίτι του Ένγκελς στο Ρέτζεντ Παρκ.

Το παιχνίδι ξεκίνησε με παραγγέλματα “Μπρος, άλογο”, και διεθνή γερμανο-γαλλο-αγγλικά, προτροπές -Go On! Plus vite! Hurra! Κι ο Μαύρος έπρεπε να τριποδίζει, τόσο που ο ιδρώτας έσταζε από το πρόσωπό του. Κι αν καμιά φορά, ο Ένγκελς ή εγώ προσπαθούσαμε να πάρουμε ένα ρυθμό κάπως αργότερο, τότε αμέσως βούιζε από πάνω μας το καμουτσίκι του άσπλαχνου ηνίοχου: You naughty horse! Κακό άλογο! En avant! Και τα λοιπά, ωσότου ο Μαρξ δεν μπορούσε πια άλλο, οπότε γίνονταν διαπραγματεύσεις με τον Τζόννυ και κλεινόταν ανακωχή.

-.-

Συγκινητικό και ταυτόχρονα κωμικό μερικές φορές, ήταν το ότι ο Μαρξ, που σε πολιτική και συνομιλία σε θέματα οικονομίας δε δίσταζε μπροστά και στις τολμηρότερες, ακόμα και κυνικές εκφράσεις, και τρόπους διατύπωσης, όταν ήταν μπροστά σε παιδιά και γυναίκες, εκφραζόταν με τέτοια τρυφερότητα, που θα μπορούσε να την ζηλέψει και η αγγλίδα γκουβερνάντα. Όταν η συνομιλία έφτανε σε κάποιο λεπτό θέμα, τότε έπεφτε σε νευρικότητα, γύριζε αμήχανος στην καρέκλα του πέρα-δώθε, και μπορούσε να κοκκινίσει σαν κοπέλα δεκαεξάχρονη.

Εμείς οι πολιτικοί πρόσφυγες είμαστε ένα άγριο μπουλούκι και ανάμεσα στα άλλα, μας άρεσε να τραγουδούμε “πιπεράτα” τραγούδια. Μια μέρα, κάποιος από εμάς, πούχε ωραία φωνή, πράγμα που δεν μπορώ να πω για μας τους άλλους -φαίνεται πως οι πολιτικοί και ιδιαίτερα οι κομμουνιστές και σοσιαλιστές βρίσκονται σε τεταμένες σχέσεις με τη Μούσα της τέχνης των ήχων- άρχισε να τραγουδάει στο γραφείο του Μαρξ το ωραίο, αλλά όχι και τόσο σεμνό τραγούδι “Νέε μου, νέε μου, παρέα μου στην κάμαρα”. Η κυρία Μαρξ δεν ήταν εκεί, αλλιώς δε θα το τολμούσαμε -η Λένχεν και τα κορίτσια δε φαίνονταν πουθενά, έτσι που πιστέψαμε πως είμαστε “μεταξύ μας”.

Κάποια στιγμή ο Μαρξ, που στην αρχή είχε τραγουδήσει -ή σωστότερα γκαρίξει μαζί μας- έδειξε ξαφνικά ανήσυχος. Ταυτόχρονα άκουσα στο διπλανό δωμάτιο θόρυβο, πούδειχνε πως ήταν άνθρωποι μέσα. Ο Μαρξ, που πιθανότατα είχε ακούσει κάτι κι αυτός, στριφογύρισε μερικές στιγμές πέρα-δώθε στην καρέκλα του, εικόνα ύψιστης αμηχανίας, ώσπου τινάχτηκε πάνω και με κατακόκκινο, σα φωτιά, πρόσωπο, μας ψιθύρισε ή καλύτερα μας σφύριξε: “Πάψτε! Πάψτε! Τα κορίτσια!”

Τα κορίτσια ήταν τότε τόσο μικρά, ώστε το “Νέε μου, νέε μου, παρέα μου στην κάμαρα” ήταν αδύνατο να βάλει σε κίνδυνο τα ήθη τους. Εμείς χαμογελάσαμε κάπως – αυτός τραύλισε: Μπροστά σε παιδιά δεν επιτρέπεται να τραγουδάει κανείς τέτοια τραγούδια… Κι από τότε τέτοια τραγούδια δεν τα ξανατραγουδήσαμε στο σπίτι του Μαρξ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: