Μαρξ και Σαίξπηρ-Η αγάπη του “Μαυριτανού” για τον Άγγλο βάρδο
Όταν ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του 19ου αιώνα συνάντησε το μεγαλύτερο ποιητή του 16ου αιώνα.
Το παρατσούκλι “Μαυριτανός” που αποδιδόταν στον Καρλ Μαρξ δεν οφειλόταν μόνο στην “εξωτική” του όψη, αλλά και στον Οθέλλο, ήρωα του ομώνυμου σαιξπηρικού έργου. Η αγάπη του Μαρξ για τον σπουδαιότερο Άγγλο ποιητή του 16ου αιώνα, αν όχι όλων των εποχών, είναι ευρέως γνωστή, δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως σε ερωτηματολόγιο σχετικά με τις προτιμήσεις και άλλες απόψεις του το 1865, αναφέρει τον Σαίξπηρ ως αγαπημένο του ποιητή μαζί με τον Αισχύλο. Ακόμα πιο γλαφυρά περιγράφει τη λατρεία του Μαρξ για τον ποιητή ο γαμπρός του Πωλ Λαφάργκ:
“Ο σεβασμός του [Μαρξ] για τον Σαίξπηρ ήταν απεριόριστος: Έκανε λεπτομερή έρευνα των έργων του και ήξερε ακόμα και τους πιο ασήμαντους χαρακτήρες…Όλη του η οικογένεια είχε πραγματική λατρεία για το μεγάλο Άγγλο δραματουργό, οι τρεις κόρες του ήξεραν πολλά έργα του απέξω. Όταν μετά το 1848 θέλησε να τελειοποιήσει τις γνώσεις του στ’αγγλικά, που ήξερε ήδη να διαβάζει, έψαξε και κατηγοριοποίησε όλες τις εκφράσεις που συναντώνται για πρώτη φορά στο Σαίξπηρ”.
Αναφέρεται ότι η οικογένεια Μαρξ συνήθιζε να απαγγέλει στίχους του ποιητή επιστρέφοντας από τα κυριακάτικα πικ-νικ της στο Χάμπστεντ Χιθ, ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία της Ελεονώρας Μαρξ, τα έργα του Σαίξπηρ ήταν “η Βίβλος του σπιτιού”και η ίδια ως τα έξι της χρόνια ήξερα απέξω τα έργα του. Προς το τέλος της ζωής του, ο “Μαυριτανός” επισκεπτόταν τη λέσχη Ντόγκμπερυ, όπου γινόταν αναπαραστάσεις σαιξπηρικών δραμάτων. Ο φιλόσοφος είχε αντιληφθεί πλήρως πως η μεγαλοφυΐα του Άγγλου συγγραφέα αναδεικνύεται στην ολότητά της μόνο με την κατανόηση του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου στην εποχή της δυναστείας των Τυδώρ και των Στιούαρτ στις οποίες έδρασε ο συγγραφέας.
Η πρώτη του συστηματική επαφή με το σαιξπηρικό έργο φαίνεται να οφείλεται στον βαρώνο φον Βεστφάλεν, πατέρα της μετέπειτα συζύγου του Τζένης, με τον οποίο είχε φιλικές σχέσεις από νεαρή ηλικία. Ρήσεις του Σαίξπηρ και αναφορές στα δράματά του αφθονούν στα κείμενα του Μαρξ, μία από τις πρώτες αναφορές σε αυτό χρονολογείται στα 1843, όταν στα πλαίσια δημοσιογραφικής έρευνας μελέτησε τη φτώχεια των χωρικών σε περιοχή της Ρηνανίας, στους οποίους απαγορευόταν από τους γαιοκτήμονες να συλλέγουν πεσμένα κλαδιά ως καύσιμα για τα σπίτια τους. Απεικονίζοντας την απληστία των γαιοκτημόνων, ο Μαρξ κάνει αναφορά σε ένα απόσπασμα από τον”Έμπορο της Βενετίας”, εκεί όπου η Πόρσια έρχεται αντιμέτωπη με τον τοκογλύφο Σάιλοκ στο δικαστήριο, προσπαθώντας να τον μεταπείσει να μη ζητήσει μια λίβρα σάρκας από τον έμπορο Αντόνιο που του χρωστούσε χρήματα. Ο Σάιλοκ, γίνεται για το Μαρξ σύμβολο της απληστίας της ανερχόμενης αστικής τάξης την περίοδο της πρωταρχικής συσσώρευσης αλλά και στην εποχή του. Αργότερα θα επανέλθει σε φράσεις από τον “Έμπορο της Βενετίας” για να στηλιτεύσει στο “Κεφάλαιο” την εκμετάλλευση παιδικής εργασίας από τους Άγγλους καπιταλιστές, έως και 12 ώρες τη μέρα, χωρίς μέριμφνα για τις διατροφικές τους ανάγκες, Τέλος, αναφέρει λόγια του ίδιου του Σάιλοκ σε όσους θεωρεί διώκτες του, για να καταδείξει την πλήρη ανασφάλεια επιβίωσης που σημαίνει για τον εργάτη ο καπιταλισμός: “Όχι, προχωρήστε και τη ζωή μου πάρτε. Μην το συγχωρήσετε αυτό. Μου παίρνετε το σπίτι όταν παίρνετε τα χρήματα που που χρειάζομαι να ζήσω. Μου παίρνετε τη ζωή όταν μου παίρνετε τα μέσα για να ζήσω”.
Συχνές είναι και οι αναφορές του σε ένα λιγότερο γνωστό έργο του Σαίξπηρ, με τίτλο “Τίμων ο Αθηναίος”, ενός Αθηναίου άρχονταν γνωστού για τη μισανθρωπία του. Σε ένα άρθρο του στα “Γαλλο-Γερμανικά Τετράδια”χρησιμοποίησε ένα απόσπασμα από το έργο για να καταδείξει τη διαβρωτική επίδραση του χρήματος στις ανθρώπινες σχέσεις, αναλύοντάς το μετά την παράθεσή του:
«Χρυσάφι; Κατακίτρινο, αστραφτερό, πολύτιμο χρυσάφι; Όχι, Θεοί, νωθρός δεν είμαι εγώ πιστός! … Τόσο χρυσάφι θα κάνει άσπρο το μαύρο, άσχημο τ’ όμορφο, σωστό το λάθος, σπουδαίο το χυδαίο, νέο το παλιό, γενναίο το δειλό… Μα, τι; Αυτό θα σας αρπάξει παπάδες κι υπηρέτες, θα τραβήξει το μαξιλάρι κάτω απ’ τα κεφάλια των καθωσπρέπει ανθρώπων. Αυτός ο κίτρινος σκλάβος φτιάχνει και παύει νόμους, ενόχους αθωώνει, κάνει ευλογία την ευλογιά, παίρνει τους κλέφτες και τους δίνει αξία, υπόληψη και λόγο προεστού. Αυτός μέχρι που βρίσκει γαμπρό στη χήρα την γριά. Αυτήν που βγαίνει απ’ το νοσοκομείο με τα σπυριά της να ξερνούν βρώμα φρικτή και να ξερνάς μπροστά τους, την στολίζει, τη μυρώνει, σαν λουλούδι ανοιξιάτικο την κάνει. Ε, χώμα εσύ καταραμένο, πόρνη της ανθρωπότητας, εσύ που κάνεις να σπαράζονται οι όχλοι των εθνών».
O Σαίξπηρ υπογραμμίζει κυρίως δύο ιδιότητες του χρήματος:
1. Είναι ορατή θεότητα: η μεταμόρφωση όλων των ανθρώπινων και φυσικών ιδιοτήτων στα αντίθετά τους, η καθολική ανατροπή και παραμόρφωση όλων των πραγμάτων. Ενώνει μεταξύ τους τα πιο απίθανα πράγματα.
2. Είναι η πόρνη και ο μαστροπός των ανθρώπων και των λαών.
Από το έργο “Τρωίλος και Χρυσηίδα” προβάλλει ιδιαίτερα τα καυστικά σχόλια του Θερσίτη κατά της πολεμόχαρης ελληνικής αριστοκρατίας που ετοιμάζεται να εκστρατεύσει στην Τροία, προκειμένου να επικρίνει την άρχουσα τάξη της εποχής του που παρασύρει τους λαούς στην αλληλοσφαγή. Γνωστή είναι επίσης μια παράφραση από τον Άμλετ του Σαίξπηρ, που χρησιμοποιεί ο Μαρξ στην 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, με την αναφορά στο “γέρο-τυφλοπόντικα”, που στο θεατρικό είναι το πνεύμα του νεκρού πατέρα του Άμλετ που τον ωθεί στην εκδίκηση, ενώ στο Μαρξ λειτουργεί ως σύμβολο της επανάστασης που αργά και μεθοδικά θα εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη:
Μα η επανάσταση είναι συστηματική. Ακόμα ταξιδεύει στο καθαρτήριο. Αλλά κάνει μεθοδικά τη δουλειά της. Ως τις 2 Δεκέμβρη του 1851, είχε τελειώσει την προπαρασκευαστική δουλειά, τώρα συμπληρώνει την άλλη μισή. Αρχικά ολοκλήρωσε την κοινοβουλευτική εξουσία ώστε να μπορεί να την ανατρέψει. Τώρα που το κατάφερε, ολοκληρώνει την εκτελεστική εξουσία, την περιορίζει στην καθαρότερη έκφρασή της, την απομονώνει, την θέτει απέναντι στον εαυτό της ως μοναδικό στόχο, με σκοπό να συγκεντρώσεις όλες της τις καταστροφικές δυνάμεις ενάντιά της. Κι όταν ολοκληρώσει το δεύτερο μισό της προκαταρκτικής της δουλειάς, η Ευρώπη θα τιναχτεί από το κάθισμά της και θα αναφωνήσει: Έσκαψες καλά, γέρο-τυφλοπόντικα!”
Με πληροφορίες από: counterfire.org