ΗΠΑ: Trump on The Run ( και σπέρνοντας τον πόλεμο)
Οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί στις ΗΠΑ, η περιοδεία του Τραμπ κι οι ισορροπίες στη Μέση Ανατολή.
Ο Ντόναλντ Τραμπ και η κουστωδία του βρίσκονται στο Ισραήλ και τα Παλαιστινιακά Εδάφη, δεύτερο σταθμό της πρώτης παγκόσμιας περιοδείας του ως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που θα κλείσει σε ευρωπαϊκά εδάφη.
Η χρονική συγκυρία της περιοδείας δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη ή χειρότερη, εξαρτάται από την οπτική, για τον Ντόναλντ Τραμπ. Κυριολεκτικά …δραπέτευσε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η «απομάγευση» στο πρόσωπό του, όλων των πιθανών και απίθανων –παρτίδες του αμερικανικού κεφαλαίου, του πολιτικού συστήματος που έστω με δυσθυμία μέχρι τώρα τον ανέχεται, λόμπι, συμφέροντα, χώρες και κυρίως των ψηφοφόρων του– συνεχίζεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Η κατάσταση στην Ουάσινγκτον δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία εάν δεν επρόκειτο για τον πρόεδρο των ΗΠΑ, του μέχρι πρότινος αποκαλούμενου και πλανητάρχη, και της ισχύος που, φυσικά, ακόμη έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Ειδικά όσον αφορά την στρατιωτική τους υπεροπλία, συγκρίσιμη με καμία άλλη στον κόσμο.
Το σκηνικό στην αμερικανική πρωτεύουσα έχει εμποτιστεί με την οσμή του σκανδάλου αλά Γουότεργκειτ, που οδήγησε και στην παραίτηση τελικά, μετά από δύο χρόνια, του τότε προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον. Ο Τραμπ αντιμετωπίζει την πιθανότητα αποπομπής/καθαίρεσης του, με τον δημοκρατικό βουλευτή του Τέξας, Αλ Γκριν να έχει ήδη καταθέσει την πρόταση. Το πρόβλημα δεν είναι οι Δημοκρατικοί, αναμενόμενο εξάλλου, αλλά ότι ολοένα και περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο συμπράττουν στο μέτωπο κατά Τραμπ, που κινείται πάντα στο βασικό μοτίβο του «Ουάσινγκτον καλεί Μόσχα», δηλαδή την «παρέμβαση» της Ρωσίας στις εκλογές που τον ανέδειξαν πρόεδρο αλλά και στις εσωτερικές υποθέσεις των ΗΠΑ συνολικότερα. Εννοείται, όλες οι παρεμβάσεις πάντα υπέρ Τραμπ.
Οι αρχικές έωλες κατηγορίες των Δημοκρατικών, παρά την ομοβροντία υπέρ του αντιθέτου των αμερικανικών ΜΜΕ, τείνουν να μορφοποιηθούν πλέον σε επίσημο κατηγορητήριο ακόμη και στην περίπτωση ότι ο Τραμπ μπορεί να είναι «συνένοχος συνωμοσίας με ξένη δύναμη». Φυσικά αυτό θα το κρίνει τελικά η Γερουσία.
Ωστόσο ο κλοιός σφίγγει συνεχώς. Ειδικά με τις τελευταίες εξελίξεις: Η παρεμπόδιση της έρευνας εκ μέρους του FBI αναφορικά με τον πρώην σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, Μάικλ Φλιν, ο οποίος εξωθήθηκε σε παραίτηση τον περασμένο Φεβρουάριο, προκειμένου να καμφθούν οι αντιδράσεις. Επί ματαίω. Η καρατόμηση εκ μέρους του Τραμπ του επικεφαλής του FBI, Τζέιμς Κόμι ώστε να εμποδίσει εκ νέου τη διερεύνηση των καταγγελιών για τις θρυλούμενες σχέσεις του επιτελείου του με ρωσικούς παράγοντες προκάλεσε σεισμό. Εννοείται λάδι στη φωτιά ρίχνει και η χθεσινή άρνηση του Φλιν να ανταποκριθεί στην κλήτευση της Γερουσίας επικαλούμενος την 5η αναθεώρηση του Συντάγματος, που επιτρέπει στους πολίτες να μην καταθέτουν στην περίπτωση που αυτό-ενοχοποιούνται, ανοίγοντας κατά αυτόν τον τρόπο το δρόμο για νομική σύγκρουση με το Κογκρέσο. Ακόμη και εάν δεν στοιχειοθετηθούν οι κατηγορίες περί ανάμιξης του Κρεμλίνου και εμπλοκή του Φλυν, οι καταγεγραμμένες παρεμβάσεις του Τραμπ προς τον επικεφαλής του FBI, αποτελούν βάσιμες κατηγορίες για παρεμπόδιση του έργου της δικαιοσύνης και παραπομπή σε δίκη με ανοικτό φυσικά το ενδεχόμενο της αποπομπής του από το προεδρικό αξίωμα.
Ωστόσο το γεγονός που ήταν κερασάκι στην τούρτα, ήταν οι αποκαλύψεις για τη διαρροή άκρως απόρρητων πληροφοριών σχετικά με τις θέσεις και τα σχέδια του Ισλαμικού Κράτους (ISIS/ Daesh) στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Σχέδια που είχαν παρασχεθεί στον Τραμπ από τις μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ και παραδόθηκαν από τον ίδιο στον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, κατά την πρόσφατη συνάντηση που είχαν στο Λευκό Οίκο. Το νέο επεισόδιο Τραμπ-Λαβρόφ, κατά τα αμερικανικά ΜΜΕ, περιέχει όλο το πακέτο του σκανδάλου «ρωσικός δάκτυλος», ακόμη και ότι ζητήθηκε η καρατόμηση του Τζ. Κόμι, κάτι που φυσικά η Μόσχα αρνείται.
Επαναλαμβάνουμε ότι όλα αυτά δεν θα είχαν σημασία εάν ο Τραμπ πραγματοποιούσε περιοδεία ως επικεφαλής του επιχειρηματικού του ομίλου και όχι ενός κράτους της ισχύος και της κυρίως της επικινδυνότητας των ΗΠΑ. Αλλά είναι ένας πρόεδρος in limbo, δίχως να χαίρει πλέον της εμπιστοσύνης κανενός, δίχως τον έλεγχο κρίσιμων τμημάτων της κυβέρνησης και της εκτελεστικής εξουσίας, και καλούμενος να ασκήσει εξωτερική πολιτική… Κάτι που έτσι και αλλιώς είναι δύσκολο, πόσο μάλλον για τον Τραμπ. Ή μήπως τελικά βολεύει αυτή η «ομηρία» του;
Μία «ομηρία», που μέχρι στιγμής, έχει καταδείξει ότι η «διπλωματία την εποχή Τραμπ έχει αφεθεί στους στρατηγούς» ενώ ο αμερικανός πρόεδρος ασκεί εξωτερική πολιτική με τα πρωινά του τιτιβίσματα και ελιγμούς με βάση τη «χημεία» που έχει με τους ηγέτες των χωρών και τα δικά του συμφέροντα (και για να το διασκεδάσουμε και λίγο γιατί είναι πολύ βαρύ, ως κλασικός Δίδυμος όπως θα έλεγαν και οι τηλεοπτικές καφετζούδες).
Ως «όμηρος» αποδέχτηκε πλήρως την πρόταση για το βομβαρδισμό της Συρίας, προκειμένου να πείσει για τις μη-σχέσεις του με την Ρωσία. Ως «όμηρος» ανοίγει σταδιακά το επικίνδυνο μέτωπο του Ειρηνικού, με την Βόρειο Κορέα να είναι στο επίκεντρο. Ήδη ολοκληρώνεται εσπευσμένα η ανάπτυξη του αντιπυραυλικού συστήματος THAΑD στη Νότιο Κορέα.
Ως «όμηρος» αλλά πάντα με το μεσσιανικό του στυλ, έφτασε στη Σαουδική Αραβία, πρώτο σταθμό της περιοδείας του. Η επιλογή από μόνη της λέει πολλά. Ως «όμηρος» ο αμερικανός πρόεδρος, κομίζει μία αλλαγή όσον αφορά τις υφιστάμενες ή με την κάννη των όπλων κεκτημένες ισορροπίες τρόμου στη Μέση Ανατολή. Δηλαδή την εκ νέου στοχοποίηση του Ιράν. Ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο για τον Ντόναλντ Τραμπ η Σαουδική Αραβία είναι η πρώτη επιλογή, αφού έλκεται από τον πλούτο και τη χλιδή των μοναρχών, έχει πολλές προσωπικές «μπίζνες» και με τα ΗΑΕ που είναι έτσι κι αλλιώς δορυφόροι της Σαουδικής Αραβίας, ενώ προφανέστατα θεωρεί την απολυταρχική και φονική πολιτική της ηγεσίας της Σαουδικής Αραβίας ως παράδειγμα προς μίμηση.
Διήμερη η επίσκεψη και τα οφέλη πολλά και για τις δύο πλευρές. Συμφωνίες ύψους 350 δις δολαρίων κατά τον Αμερικανό ΥΠΕΞ, Άλεξ Τίλερσον, ή 380 δις δολαρίων κατά τον Σαουδάραβα ομόλογό του ύψους 390 δις δολαρίων. Διαλέγεται και παίρνεται. Καμία σημασία δεν έχουν 30 δις διαφορά σε τέτοιες θηριώδεις συμφωνίες:
- Οι ΗΠΑ θα πουλήσουν στη Σαουδική Αραβία το αντιπυραυλικό σύστημα THAAD, ενώ βραχυπρόθεσμα θα της παράσχουν καθοδηγούμενες βόμβες υψηλής ακρίβειας, την πώληση των οποίων είχε αναστείλει η κυβέρνηση του πρώην Προέδρου, Μπαράκ Ομπάμα.
- Η συμφωνία προβλέπει και την παροχή στο σαουδαραβικό Πολεμικό Ναυτικό πολλών πολεμικών πλοίων της Lockheed Martin για την ενίσχυση του Ριάντ ενάντια στο ιρανικό Πολεμικό Ναυτικό, το οποίο θεωρείται απειλή για την ελευθερία της ναυσιπλοΐας στα στενά του Χορμούζ στον Κόλπο και στα στενά του Μπαμπ αλ Μάντεμπ στην Ερυθρά Θάλασσα.
- Το Δημόσιο Επενδυτικό Ταμείο της Σαουδικής Αραβίας, που διαχειρίζεται τον πλούτο της χώρας, συμφώνησε να συνεισφέρει με 20 δισ. δολάρια στη δημιουργία ενός επενδυτικού ταμείου χρηματοδότησης υποδομών που δημιουργήθηκε από κοινού με τον αμερικανικό όμιλο Blackstone Group LP. Το Ταμείο πιθανότατα θα διπλασιάσει τα κεφάλαιά του καθώς σε αυτό θα συμμετάσχουν και άλλοι επενδυτές. Όλα αυτά στο πλαίσιο του «μεταρρυθμιστικού προγράμματος» που έχει υιοθετήσει η Σαουδική Αραβία στο πλαίσιο του στρατηγικού στόχου για την απεξάρτηση της από το πετρέλαιο ως μόνη πηγή εσόδων και χρηματοδότησης της κράτους.
- Η γιγαντιαία κρατική πετρελαϊκή εταιρεία Saudi Aramco, την οποία το Ριάντ προτίθεται να ιδιωτικοποιήσει, ανακοίνωσε επίσης ότι υπέγραψε 16 συμφωνίες συνολικής αξίας 50 δισ. δολαρίων με 11 αμερικανικές επιχειρήσεις, πετρελαϊκές και κατασκευαστικές. Όπως έγινε γνωστό, μία εκ των συμφωνιών αυτών, αξίας 15 δισ. δολαρίων, υπεγράφη μεταξύ Saudi Aramco και General Electric Co.
Το βασικότερο όμως είναι ότι η επίσκεψη επιχειρεί να αναβαθμίσει, εκ νέου, τη Σαουδική Αραβία, ως στρατηγικό παίκτη στη Μέση Ανατολή μέσω και της στρατιωτικής ισχύος καλώντας την να αναλάβει ένα μεγαλύτερο στρατιωτικό ρόλο (μέσω και των συμφωνιών που υπογράφτηκαν). Αυτό σημαίνει πρακτικά, ότι η επίτευξη της εύθραυστης ιδιότυπης ανακωχής, με τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, κλονίζεται. Ουσιαστικά δίνεται η αμερικανική «έγκριση» στη στρατιωτική εκστρατεία της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη ενάντια στους σιίτες αντάρτες Χούτι, που υποστηρίζονται από το Ιράν. Μία επιχείρηση που έχει μετατρέψει την Υεμένη σε σφαγείο, παρόμοιο μόνο με της Συρίας.
Παράλληλα, δεδομένης της άμεσης ανάμιξης του Ιράν στο Ιράκ αλλά και στη Συρία και όχι μόνο, της γνωστής τοις πάσι πλέον «εκτροφής» των τζιχαντιστών και άλλων υπονομευτικών δυνάμεων από τη Σαουδική Αραβία, και της μόνιμης κόντρας με το Ιράν για κυριαρχία στη Μέση Ανατολή, που σπαράζει την περιοχή, περισσότερο αίμα και πόλεμος διακρίνεται στον ορίζοντα. Κάτι που θεωρείται βέβαιο αν αναθαρρήσει και πάλι η Σαουδική Αραβία, μετά την αναγκαστική αναδίπλωση από τις εξελίξεις στη Συρία και κυρίως με την άμεση ανάμιξη της Ρωσίας στο πεδίο μάχης. Παράλληλα, η Ουάσιγκτον με αυτή την κίνηση προωθεί τα όπλα της και σε όλες τις χώρες του Κόλπου με την ελπίδα να τις δει να ενισχύουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες, ώστε να δημιουργήσουν μια δομή κοινής άμυνας ενάντια στο Ιράν.
Μετά τη Σαουδική Αραβία, Ισραήλ και Παλαιστινιακά Εδάφη. Ωστόσο, η επίθεση στο Μάντσεστερ ουσιαστικά επισκίασε την επίσκεψη. ειδικά κατά τη σημερινή ημέρα, που συναντήθηκε με τον Μαχμούντ Αμπάς. Πέραν των ευχολογίων και έωλων δεσμεύσεων ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστινίους να καταλήξουν σε συμφωνία… δεν είχε κάτι ιδιαίτερο. Φυσικά, πήρε αποστάσεις από το καυτό θέμα της λύσης των δύο κρατών και την δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, υπέρ της οποίας τάχθηκε για μία ακόμη φορά ο Παλαιστίνιος πρόεδρος, Μ. Αμπάς . Έχοντας πάντα την εμμονή του με το Ιράν, από το Τελ Αβίβ εξέφρασε την αισιοδοξία του για τις προοπτικές της ειρήνης στη Μέση Ανατολή και τις προσδοκίες του για κοινό μέτωπο μεταξύ του Ισραήλ και των σουνιτικών, αραβικών κρατών εναντίον του σιιτικού Ιράν.
Τα υπόλοιπα της περιοδείας στα προσεχώς, αφού συνεχίζεται. Μετά τη Βηθλεέμ, επόμενος σταθμός του Ντόναλντ Τραμπ είναι το Βατικανό, όπου θα έχει συνάντηση με τον Πάπα Φραγκίσκο. Την Πέμπτη μεταβαίνει στις Βρυξέλλες για τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ και την Παρασκευή μεταβαίνει στη Σικελία για τη Σύνοδο της G7.