Γιόσιπ Μπροζ Τίτο-Τρίτος δρόμος, πισώπλατο στιλέτο και μπλε τραίνο
Το ιδιότυπο οικονομικό καθεστώς “αυτοδιαχείρισης των εργοστασίων” της Γιουγκοσλαβίας συχνά εξυμνήθηκε από δυτικούς παρατηρητές ως αντίβαρο στον “ασφυκτικό” κεντρικό σχεδιασμό της ΕΣΣΔ, ωστόσο σε βάθος χρόνου τα προβλήματά του όχι μόνο δεν αποδείχτηκαν υποδεέστερα του σοβιετικού μοντέλου, αλλά τελικά όξυνε τις αντιθέσεις μεταξύ των διαφορετικών Λαϊκων Δημοκρατιών .
Στις 4 Μάη συμπληρώθηκαν 38 χρόνια από το θάνατο του στρατάρχη Τίτο, του Κροάτη (με μητέρα Σλοβένα) που κατόρθωσε να κρατήσει τις διαφορετικές εθνότητες της Γιουγκοσλαβίας σε αρμονική συμβίωση για τα 35 χρόνια της διακυβέρνησής του, αρχικά ως πρωθυπουργός κι έπειτα ως πρόεδρος της χώρας. Από τους σημαντικότερους πολιτικούς ηγέτες των Βαλκανίων, πρωτοστάτησε στο κομμουνιστικό κίνημα της χώρας του και στη δημιουργία του θρυλικού γιουγκοσλαβικού αντάρτικου στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που πήρε την εξουσία στο τέρμα του πολέμου. Ήταν πρωταγωνιστής στο πρώτο μεγάλο ρήγμα εντός σοσιαλιστικού στρατοπέδου, μετά τη σύγκρουσή του με την ΕΣΣΔ οι σχέσεις με την οποία έκτοτε γνώρισαν διάφορα σκαμπανεβάσματα, για να ηγηθεί αργότερα του λεγόμενου “Κινήματος των Αδεσμεύτων”. Το ιδιότυπο οικονομικό καθεστώς “αυτοδιαχείρισης των εργοστασίων” της Γιουγκοσλαβίας συχνά εξυμνήθηκε από δυτικούς παρατηρητές ως αντίβαρο στον “ασφυκτικό” κεντρικό σχεδιασμό της ΕΣΣΔ, ωστόσο σε βάθος χρόνου τα προβλήματά του όχι μόνο δεν αποδείχτηκαν υποδεέστερα του σοβιετικού μοντέλου, χωρίς να παρουσιάζουν αντίστοιχης εμβέλειας επιτεύγματα, αλλά τελικά όξυναν τις αντιθέσεις μεταξύ των διαφορετικών Λαϊκων Δημοκρατιών, συμβάλλοντας μετά την απώλεια της ενοποιητικής μορφής του στρατάρχη στη σταδιακή αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας με τις γνωστές ολέθριες συνέπειες.
Γεννήθηκε ως Γιόσιπ Μπροζ στις 7 Μάη στο Κούμροβετς της Κροατίας, τότε τμήματος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας από οικογένεια φτωχών αγροτών. Τελειώνοντας το δημοτικό, έμαθε το επάγγελμα του κλειδαρά και μετακόμισε στο Ζάγκρεμπ, όπου ασχολήθηκε με το συνδικαλισμό κι έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Κροατίας. Τα επόμενα χρόνια μετακόμισε σε διάφορες πόλεις και χώρες της Κεντρικής Ευρώπης σε αναζήτηση εργασίας, ενώ το 1913 κλήθηκε να υπηρετήσει στον αυστροουγγρικό στρατό. Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τραυματίστηκε κι έγινε αιχμάλωτος πολέμου των Ρώσων. Μετά την απελευθέρωσή του συμμετείχε στα επαναστατικά γεγονότα του 1917 στο πλευρό των Μπολσεβίκων και γνώρισε την πρώτη του σύζυγο, την 15χρονη Πελαγία Μπελούσοβα (αργότερα θα παντρευτεί την 24 χρόνια νεότερή του πρώην αντάρτισσα Ιβάνκα Μπουντισάβλιεβιτς), με την οποία και το αγέννητο παιδί τους επέστρεψαν στη Γιουγκοσλαβία το φθινόπωρο του 1920, όπου κι έγινε μέλος του νεοσύστατου Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας, που σύντομα τέθηκε εκτός νόμου. Τα επόμενα χρόνια αφιερώνεται στη συνδικαλιστική και την παράνομη πολιτική δουλειά, που τον έφερε στο πόστο του γραμματέα της τοπικής επιτροπής ΚΚ Γιουγκοσλαβίας στην Κροατία, με αποτέλεσμα τη σύλληψή του το 1928. Καταδικάστηκε σε 5ετή φυλάκιση και μετά την απελευθέρωσή του το 1934 ξαναπέρασε στην παρανομία, όπου έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος στην εξόριστη έδρα του στη Βιέννη. Παράλληλα έγινε και μέλος του Πολιτικού Γραφείου, στιγμή κατά την οποία υιοθέτησε το ψευδώνυμο “Τίτο”.
Συμμετείχε στο 7ο συνέδριο της Κομιντέρν το 1935, ενώ στον Ισπανικό εμφύλιο συνέβαλε στη μεταφορά των Διεθνών Ταξιαρχιών στην Ιβηρική. Το 1938 έγινε γενικός γραμματέας του κόμματος. Τον Απρίλη του 1941 με την εισβολή γερμανικών και ιταλικών στρατευμάτων στη Γιουγκοσλαβία ξεκίνησε την οργάνωση της αντίστασης, μεταφέροντας την έδρα του κόμματος από το Ζάγκρεμπ στο Βελιγράδι. Στις 4 Ιούλη 1941 οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές κήρυξαν ένοπλο ξεσηκωμό κατά των κατακτητών. Το γιουγκοσλαβικό αντάρτικο εξελίχθηκε σύντομα στο μεγαλύτερο αντιστασιακό στρατό της κατεχόμενης Ευρώπης. Χωρίς να παρεκκλίνει από τις γενικές αρχές των Λαϊκών Μετώπων όπως είχαν οριστεί το 1935 από την Κ.Δ (εξού και η αρχική του συνεργασία του Τίτο με την εξόριστη βασιλική γιουγκοσλαβική κυβέρνηση), το γιουγκοσλαβικό αντάρτικο είχε πιο ταξικό χαρακτήρα από το αντίστοιχο ελληνικό του ΕΛΑΣ, κάτι που αποτυπώνεται και στην ονομασία της πρώτης τακτικής μονάδας των παρτιζάνων που ιδρύθηκε το Δεκέμβρη του 1941, της 1ης Ταξιαρχίας Προλεταριακής Επίθεσης (Προλετέρσκα Ουντάρνα Μπριγκάντα). Αποδείχτηκε στην πράξη ότι η δημιουργική εφαρμογή της γραμμής δεν καθιστούσε την τελευταία απαγορευτική στο ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας, εφόσον προϋπήρχε η συγκεκριμένη στόχευση στο κίνημα.
Το 1945 η Γιουγκοσλαβία ανακηρύχθηκε σε ομοσπονδιακή δημοκρατία με τον Τίτο πρωθυπουργό, εκθρονίζοντας τον βασιλιά Πέτρο Β’. Αρχικά η σχέση Γιουγκοσλαβίας και ΕΣΣΔ ήταν πολύ στενή, κάτι που φάνηκε κι από την επιλογή του Βελιγραδίου ως έδρας της νεοσύστατης Κομινφόρμ το 1947. Σύντομα όμως οι από νωρίς διαφαινόμενες ηγεμονικές τάσεις του Τίτο κυρίως στο βαλκανικό κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και διάφορες διαφωνίες σε θέματα οικονομικής κι εξωτερικής πολιτικής με τη Μόσχα οδήγησαν στην αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ τον Ιούνη του 1948. Την αμέσως επόμενη μέρα ξεκίνησαν επαφές με Αμερικανούς διπλωμάτες στο Βελιγράδι, για να διερευνήσουν οι Γιουγκοσλάβοι ιθύνοντες την προοπτική λήψης βοήθειας από το Σχέδιο Μάρσαλ. Οι Αμερικανοί αν και ενθουσιώδεις με την εξέλιξη, φρόντισαν, όπως κι οι άλλοι δυτικοί να εκφράσουν την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική τους βοήθεια σταδιακά και όχι κραυγαλέα, ώστε να μη δικαιωθεί αμέσως η στάση της ΕΣΣΔ και των συμμάχων της απέναντι στον Τίτο, υπονομεύοντας ένα δυνάμει γερό χαρτί δυτικής επιρροής στα Βαλκάνια κι ευρύτερα. Για τον ίδιο λόγο εξάλλου η βοήθεια που παρείχε ως τότε η Γιουγκοσλαβία στους αντάρτες του ΔΣΕ, μειωνόταν σταδιακά και όχι από την πρώτη μέρα, καταλήγοντας τελικά στο οριστικό κλείσιμο των συνόρων τον Ιούλη του 1949. Ακόμα κι αν δε δεχτεί κανείς την πολυσυζητημένη ρήση του Ζαχαριάδη για το “στιλέτο του Τίτο που χτυπά πισώπλατα τη λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα”, βέβαιο είναι πως τόσο η διαρκής αποστέρηση βοήθειας όσο και η φραγή μιας σωτήριας ως τότε διόδου για τους αντάρτες του ΔΣΕ επιτάχυνε την ήττα και δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο τη διαφυγή των επιζησάντων ανταρτών, που διοχετεύτηκαν μέσω ΛΔ Αλβανίας και μόνο.
Αποκορύφωμα της προσέγγισης Γιουγκοσλαβίας-Δύσης ήταν το Βαλκανικό Σύμφωνο Ελλάδας-Τουρκίας και Γιουγκοσλαβίας το 1953, καθιστώντας την τελευταία προγεφύρωμα του ΝΑΤΟ, ενώ το 1955 ο Τίτο επισκέφθηκε και την Ελλάδα. Την ίδια χρονιά ωστόσο επήλθε η προσέγγισή του με την ΕΣΣΔ του Χρουστσώφ, σε επίσκεψη του τελευταίου στη Γιουγκοσλαβία, με εκ νέου διατάραξη των σχέσεων να συνοδεύει την καταδικαστική στάση του Τίτο στα γεγονότα της Ουγγαρίας. Παρόμοιες διακυμάνσεις γνώρισαν οι σχέσεις των δύο χωρών και τη δεκαετία του ’60, με νέα όξυνση κατά την επέμβαση του συμφώνου της Βαρσοβίας στην Πράγα το 1968, που η Γιουγκοσλαβία καταδίκασε έντονα. Θα μπορούσε να πει κανείς χαριτολογώντας πως το παλαντζάρισμα της γιουγκοσλαβικής εξωτερικής πολιτικής “δικαίωνε”, κατά μία έννοια, όσους πίστευαν στη γνωστή αναπόδεικτη ιστορία του Τσώρτσιλ με τα χαρτάκια της διαβόητης “συμφωνίας των ποσοστών”, όπου η Γιουγκοσλαβία είχε σημειωθεί με το 50-50 στις σφαίρες επιρροής.
Η προσέγγιση του Τίτο με τον πρόεδρο της Ινδίας Νεχρού και της Αιγύπτου Νάσερ από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 ήταν η απαρχή του λεγόμενου “Κινήματος των Αδεσμεύτων” που πήρε επίσημη μορφή με την πρώτη συνδιάσκεψη των χωρών που συμμετείχαν στο Βελιγράδι το 1961. Το Κίνημα αυτό, όπως και ο Τίτο προσωπικά, αποτέλεσαν, ρητορικά τουλάχιστον, πρότυπο του Ανδρέα Παπανδρέου αργότερα, ο οποίος μάλιστα προλόγισε και βιβλίο του στρατάρχη που κυκλοφόρησε στα ελληνικά.
Οι σχέσεις με την Ελλάδα ήταν σε γενικές γραμμές αρκετά καλές καθ’ όλη τη διάρκεια της εξουσίας του Τϊτο (η αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων είχε επέλθει το 1950), με κύρια εξαίρεση κάποιες αντιπαραθέσεις για το λεγόμενο Μακεδονικό ζήτημα, το οποίο εκείνη την εποχή δεν είχε καθόλου τον “ονοματολογικό” χαρακτήρα που απέκτησε μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αφού η Ελλάδα αναγνώριζε κανονικά τη χώρα που περιείχε την ομόσπονδη ΛΔ της Μακεδονίας στο εσωτερικό της, αλλά έπαιρνε το χαρακτήρα ανακίνησης μειονοτικών ζητημάτων σε ό,τι αφορούσε τους εναπομείναντες σλαβόφωνους της ελληνικής Μακεδονίας, λόγω και της πίεσης που ασκούσαν σύλλογοι Σλαβομακεδόνων μαχητών του ΔΣΕ που είχαν επιλέξει να καταφύγουν στη Γιουγκοσλαβία. Να σημειωθεί ότι ο Τίτο σαφώς έδρασε καταλυτικά σε ό,τι αφορά την εμπέδωση ξεχωριστής εθνικής ταυτότητας μεταξύ των Σλαβομακεδόνων της σημερινής ΠΓΔΜ, ωστόσο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με πολύ σκεπτικισμό μια θεώρηση ότι αυτό ΄ταν απλώς μια τεχνητή και άνωθεν επιβεβλημένη διαδικασία. Όχι μόνο γιατί τα προηγούμενα, αποτελούν λιγότερο ή περισσότερο συστατικά στοιχεία κάθε εθνογενετικής διαδικασίας, αλλά γιατί οι προϋποθέσεις δημιουργίας μιας διακριτής (σλαβο)μακεδονικής ταυτότητας είχαν αναδυθεί δεκαετίες πριν τον Τίτο, ενώ τα πρώτα σπέρματά της εντοπίζονται σε διαμάχες εντός του βουλγαρικού εθνικού κινήματος ήδη από τα τέλη του 19ου και με αυξανόμενη ένταση από την αυγή του 20ου αιώνα κι έπειτα.
To οικονομικό σύστημα της Γιουγκοσλαβίας φιλοδοξούσε να αποτελέσει τον “τρίτο δρόμο” μεταξύ καπιταλιστικής ελεύθερης αγοράς και σοσιαλιστικού κεντρικού σχεδιασμού, εισάγοντας από το 1950 την έννοια της αυτοδιαχείρισης των εργοστασίων, ιθύνων νους της οποίας υπήρξε ο Έντβαρντ Καρντέλι. Τα εργοστάσια διοικούνταν από τα εργατικά συμβούλια όπου κάθε μέλος διέθετε μια ψήφο, κι αναδείκνυαν τους διευθυντές, συχνά με μυστική ψηφοφορία. Αργότερα, τη δεκαετία του ’70 το σύστημα απέκτησε ακόμα εντονότερα αγοραία στοιχεία, δημιουργώντας ένα δίκτυο ανταγωνιζόμενων κρατικών επιχειρήσεων, ακόμα κι όταν αυτές ανήκαν στο ίδιο ευρύτερο εταιρικό σύμπλεγμα. Παρά τις αδιαμφισβήτητες προόδους που σημείωσε, με σημαντικές ανισότητες ανά περιφέρεια, η γιουγκοσλαβική οικονομία, τα προβλήματα του συστήματος έγιναν φανερά από νωρίς, αρχικά κυρίως από την υψηλότατη ανεργία που αντιμετωπίστηκε, εν μέρει και για λίγο ως τις αρχές της δεκαετίας του ’70, κυρίως με την εξαγωγή εργατικού δυναμικού προπαντός στην ΟΔΓ, αργότερα από το γεγονός -μεταξύ άλλων- της μετατροπής της χώρας σε εισαγωγέα αγροτικών προϊόντων, παρά την απασχόληση του 30% περίπου του εργατικού δυναμικού στον πρωτογενή τομέα. Ο οικονομικός και πολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ των ομόσπονδων κρατών εντάθηκε με την υιοθέτηση του συντάγματος του 1974, που μετέθετε τα κέντρα λήψης αποφάσεων στις τοπικές κυβερνήσεις.
Ο Τίτο ωστόσο δεν πρόλαβε να δει την κατάρρευση της οικονομίας και την προσφυγή της Γιουγκοσλαβίας στο ΔΝΤ από τις αρχές της επόμενης δεκαετίας, ούτε την όξυνση των εθνικών αντιπαραθέσεων που προκάλεσε η η κρίση. Έφυγε από τη ζωή στις 4 Μάη του 1980, μετά από πολύμηνη μάχη σε μονάδα εντατικής θεραπείας νοσοκομείου της σλοβενικής πρωτεύουσας Λιουμπλιάνα, ύστερα από βαριά εγχείρηση κι ακρωτηριασμό ενός ποδιού. Το περίφημο ιδιωτικό “Μπλε τραίνο” του Τίτο, που είχε κατασκευαστεί το 1959 και είχε φιλοξενήσει διάφορους υψηλούς επισκέπτες ως το θάνατο του ηγέτη μετέφερε μόνο το φέρετρο στο Βελιγράδι, ενώ τα λείψανα κατέφτασαν με στρατιωτικό ελικόπτερο, εξαιτίας της κακής τους κατάστασης. Η κηδεία του τέσσερις μέρες μετά θεωρείται ακόμα εκείνη με τη μεγαλύτερη προσέλευση αρχηγών κρατών απ’ όλο τον κόσμο, καθώς 128 από 154 χώρες που ήταν τότε μέλη του ΟΗΕ έστειλαν αντιπροσωπείες. Χαρακτηριστική ήταν η απουσία του Τζίμι Κάρτερ, που έστειλε τη μητέρα του και τον αντιπρόεδρό του ως επικεφαλής της αντιπροσωπείας των ΗΠΑ, φοβούμενος ότι εν μέσω προεκλογικής εκστρατείας θα δημιουργούσε άσχημη εντύπωση στους ψηφοφόρους του η συνάντησή του με τον Μπρέζνιεφ που ηγούνταν της σοβιετικής αποστολής. Ο Αμερικανός πρόεδρος θα επισκεπτόταν τη Γιουγκοσλαβία και τον τάφο του στρατάρχη, ένα μήνα περίπου αργότερα. Το μαυσωλείο του Τίτο, όπου είναι θαμμένος μαζί με την Γιοβάνκα Μπροζ, βρίσκεται στο Μουσείο Γιουγκοσλαβικής Ιστορίας στο Βελιγράδι.