Παναγιώτης Φασούλας: Μια αράχνη που πιάστηκε στον ιστό του συστήματος
“Πρόδωσε” τον ΠΑΟΚ για το ΠΑΣΟΚ και τα κόκκινα της ΚΝΕ για αυτά του Ολυμπιακού. Ή κάπως έτσι…
Ο Παναγιώτης Φασούλας ήταν χωρίς αμφιβολία ο καλύτερος σέντερ που έχει βγάλει το ελληνικό μπάσκετ. Είχε ωραίες κινήσεις, αέρινο στιλ, μακριά χέρια με τα οποία σκέπαζε το καλάθι και του έδωσαν το προσωνύμιο της αράχνης. Ήταν κάπως ρέμπελος, με μακριά μαλλιά σγουρά στο κλίμα της εποχής, που είχε το θάρρος της γνώμης του, αλλά έκανε συχνά του κεφαλιού του. Ξεπροβόδιζε την μπάλα με ψιθυριστές βρισιές κάθε φορά που σούταρε βολές -χωρίς πολύ καλά ποσοστά ευστοχίας. Ήταν μέλος της ΚΝΕ στα νιάτα του, πριν ασχοληθεί επαγγελματικά με το μπάσκετ και έγινε πρωτοσέλιδο σε κάποιο φύλλο του Οδηγητή. Είναι ο πιο αναγνωρίσιμος από τους ψηλούς του ελληνικού μπάσκετ, φτάνοντας στον Όλυμπο στο Ευρωμπάσκετ του 87′. Δεν είναι απαραίτητα όμως και από τους πλέον δημοφιλείς. Γιατί;
‘Εκοψε τα μαλλιά του, αλλά αυτό δε λέει από μόνο του κάτι. Κρέμασε τα αθλητικά του παπούτσια και φόρεσε το κοστούμι του πολιτικού -ούτε αυτό όμως είναι ακριβώς επιλήψιμο από μόνο του. Ίσως τότε γιατί άφησε τον ΠΑΟΚ για το ΠΑΣΟΚ και τα κόκκινα της ΚΝΕ για αυτά του Ολυμπιακού. Ή κάπως έτσι τέλος πάντων…
Ο Φασούλας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 63’, λίγες μέρες πριν τη δολοφονία του Λαμπράκη, κι έκανε την προσωπική του επανάσταση απέναντι στο στρατιωτικό πατέρα του, μπαίνοντας στην ΚΝΕ στο Λύκειο. Στην ίδια περίπου ηλικία, ξεχωρίζει για το ύψος του, καταπιάνεται με το μπάσκετ και τον ανακαλύπτουν τα λαγωνικά του ΠΑΟΚ. Μένει εκεί για μια δεκαετία και βάλε, με ένα διάλειμμα τη σεζόν 85-86, που δοκίμασε τις δυνάμεις του στο κολεγιακό πρωτάθλημα των ΗΠΑ, με το North Carolina.
Συστήθηκε στο ευρύ κοινό της Ευρώπης με τις τρομερές εμφανίσεις του στο Ευρωμπάσκετ του 87′ (βλέπε φωτό με Τσατσένκο). Γίνεται η κολόνα του ΠΑΟΚ κι αρχίζει να διεκδικεί τίτλους, αλλά πέφτει πάνω στην Αυτοκρατορία του Άρη. Παίρνει ένα Κύπελλο το 84′, στον τελικό των ξυρισμένων κεφαλιών και το Ευρωπαϊκό Κύπελλο του 91′, όπου σπάει την κατάρα στη Γενεύη, μαζί με το τρόπαιο που του μένει στα χέρια. Την επόμενη χρονιά παίρνει επιτέλους το πρωτάθλημα με το δικέφαλο και το 93′ φτάνει μαζί του στο Φάιναλ Φορ της Αθήνας, ως ακλόνητο φαβορί, που μένει όμως εκτός τελικού και απογοητεύει -όπως πολλά φαβορί στην ιστορία του αθλητισμού.
Συνδέει όμως το όνομά του και με πολλές κακές στιγμές της ομάδας. Τη λάθος επαναφορά σε δύο τελικούς με τον Άρη (το 89′ και το 91′), τη λάθος πάσα στον τελικού του Κυπελλούχων το 92′ με τη Ρεάλ, χώρια το κύπελλο του 91′ που του έμεινε στα χέρια. Την τελευταία χρονιά αντιμετωπίζει προβλήματα με τον Ίβκοβιτς, και όταν τον ρωτούν για τον παραγκωνισμό του, στέλνει τους δημοσιογράφους να ρωτήσουν το σοφό Ντούντα -που του έμεινε από τότε το προσωνύμιο “σοφός”, χωρίς αρνητική χροιά όμως. Με τον Ίβκοβιτς θα συναντηθούν ξανά στον Ολυμπιακό, όπου έχουν καλή συνεργασία και κατακτούν μαζί την κορυφή της Ευρώπης, το 97′ στη Ρώμη.
Μαζί με εκείνο το κύπελλο, ραγίζει και το γυαλί στη σχέση του με τον ΠΑΟΚ. Η παραμονή του γίνεται σίριαλ κάθε καλοκαίρι, ακούγονται πολλά σενάρια, και τελικά κατηφορίζει στον Πειραιά το 93′. Οι οπαδοί του ΠΑΟΚ βράζουν εναντίον του, του βγάζουν υβριστικά συνθήματα (μια μέρα θα το γράψει η ιστορία, ένας μ… δύο μέτρα δεκατρία…) και αφήνουν υπόνοιες πως είχε σκόπιμα μειωμένη απόδοση στην ημιτελική σειρά με τον Ολυμπιακό.
Η αλήθεια όμως είναι πως το μπάσκετ κατηφόριζε ούτως ή άλλως πια στην Αθήνα, κι έτσι εκείνη η ομάδα του ΠΑΟΚ έμεινε με λιγότερα τρόπαια από αυτά που φαινόταν πως μπορεί να κατακτήσει.
Στον Ολυμπιακό ο Φασούλας συναντά τον Ιωαννίδη, πριν από την τελευταία του τριετία με τον Ίβκοβιτς. Φτιάχνει σπουδαία δίδυμα ψηλών με τον Τάρλατς, τον Τάρπλεϊ και άλλους, γεμίζοντας το παλμαρέ του με τους τίτλους που του έλειπαν: τέσσερα ακόμα πρωταθλήματα, Κύπελλα Ελλάδος και την πολυπόθητη Ευρωλίγκα, στο 4ο Φάιναλ Φορ του -χωρίς τον “γκαντέμη” Ιωαννίδη.
Το 98′ αποχωρεί κι από την Εθνική ομάδα, μαζί με το Φάνη, ως οι τελευταίοι από τους σωματοφύλακες της γενιάς του 87′, οπότε αρχίζει μια μεταβατική πενταετία κρίσης για την ομάδα. Εκτός από το χρυσό του 87′, πήρε επίσης ένα αργυρό στο Ζάγκρεμπ το 89′ κι άπειρες τέταρτες θέσεις (τρεις σε Ευρωμπάσκετ και δύο σε Μουντομπάσκετ).
Η πιο αμφιλεγόμενη στιγμή του ήταν στο Μουντομπάσκετ του Καναδά το 94′, όπου κάνει του κεφαλιού του στην προετοιμασία, τρώγοντας τελικά τον Κιουμουρτζόγλου, για να έρθει στη θέση του ο Μάκης Δενδρινός. Ιστορική έχει μείνει κι η ατάκα του, μετά από μια ήττα στην παράταση από τους Γιούγκους, για το κοινό που έτρωγε πατατάκια στο νεόδμητο ΟΑΚΑ, αντί να ενισχύσει την ομάδα.
Πτυχές μιας άλλης εποχής, πιο ερασιτεχνικής, ως προς την οργάνωση, αλλά και τα συναισθήματα, που δεν είχαν υποκύψει πλήρως στα χρήματα.
Τα τελευταία φάνηκε να τον κερδίζουν στη συνέχεια, που ακολούθησε τη στερεοτυπική διαδρομή πολλών πρώην κομμουνιστών στην αγκαλιά του συστήματος. Έγινε βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και αργότερα δήμαρχος στον Πειραιά, ενώ είχε ξεκινήσει το 90′ ως δημοτικός σύμβουλος του Φατούρου στη Θεσσαλονίκη -που τον υποστήριζε το ΠΑΣΟΚ και ο Ενιαίος Συνασπισμός. Λίγο πιο πριν είχε φροντίσει να ξεκαθαρίσει τη μετάλλαξή του και τα πράσινα πολιτικά πιστεύω του, με μια συνέντευξη στο φρέσκο τότε περιοδικό του μπάσκετ, το θρυλικό Τρίποντο.
Αποσύρθηκε εγκαίρως από το πολιτικό προσκήνιο, πριν έρθουν η κρίση, τα μνημόνια και ξεχειλίσει η οργή του κόσμου και τώρα έχει ενεργό ρόλο στην Ομοσπονδία του μπάσκετ, το όνομα της οποίας μπορεί να του θυμίζει κάτι από τα νιάτα του (ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο). Βλέπει την κόρη του να ακολουθεί τα δικά του χνάρια, ως βασικό στέλεχος της Εθνικής Γυναικών, ενώ είδε το γιο του να έχει μια μεγάλη περιπέτεια υγείας με λευχαιμία, αλλά να την ξεπερνά επιτυχώς.
Σήμερα παραμένει σύμβολο μιας άλλης εποχής, αλλά και της παρακμής της, μια αράχνη που έπαιζε με συναίσθημα κι ύφανε τα δικά της σχέδια, για να πιαστεί τελικά όμως στην αγκαλιά του συστήματος και να ξεχάσει τη νιότη της που έδειχνε πως θα γινόταν άλλος.