Μακρόνησος-Μια λωρίδα φρίκης μέσα στη θάλασσα

Η Μακρόνησος ήταν τόπος όπου με κρατικά οργανωμένο τρόπο επιδιώκονταν η αλλαγή συνείδησης των κρατουμένων κομμουνιστών και συμπαθούντων, μέσω ψυχολογικής και σωματικής βίας, αδιάκοπης πλύσης εγκεφάλου, κι όταν αυτά δεν ήταν αρκετά δεν έλειψαν ακόμα και οι εν ψυχρώ δολοφονίες των “απείθαρχων”.

Μια μακρόστενη, ακατοίκητη νησίδα απέναντι από το Λαύριο, η αρχαία “Ελένη” ή “Κρανάη” κατά τον Στράβωνα, έμελε να γίνει συνώνυμο φρίκης και μαρτυρίου, καθώς εκεί σαν σήμερα το 1947 δημιουργήθηκε το πρώτο μεταπολεμικό στρατόπεδο συγκέντρωσης της Ευρώπης. Η Μακρόνησος ήταν τόπος όπου με κρατικά οργανωμένο τρόπο επιδιώκονταν η αλλαγή συνείδησης των κρατουμένων κομμουνιστών και συμπαθούντων, μέσω ψυχολογικής και σωματικής βίας, αδιάκοπης πλύσης εγκεφάλου, κι όταν αυτά δεν ήταν αρκετά δεν έλειψαν ακόμα και οι εν ψυχρώ δολοφονίες των “απείθαρχων”. Η υπογραφή δήλωσης μετανοίας ήταν ο βασικός στόχος των ιθυνόντων, τόσο από τους φαντάρους, όσο και για τους πολίτες που πέρασαν από τη Μακρόνησο, ενώ οι πρώτοι έπρεπε να αποδεικνύουν και έμπρακτα τη νομιμοφροσύνη τους, πολεμώντας στα μέτωπα του εμφυλίου εναντίον των πρώην συντρόφων τους.

Η ιδέα για την ίδρυση στρατοπέδου αποκλειστικά για τους πολιτικά ύποπτους οπλίτες κι εφέδρους ανήκε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του στρατηγού Δημήτρη Ζαφειρόπουλο στον τότε αρχηγό του ΓΕΣ Κωνσταντίνο Βεντήρη, μετά τη γενική επιστράτευση το φθινόπωρο του 1946. Σύμφωνα πάντα με τα δικά του στοιχεία, από το 1947 ως το 1950 πέρασαν από εκεί 1100 έφεδροι αξιωματικοί και 27.700 οπλίτες, οι περισσότεροι από τους οποίους, έχοντας “αναμορφωθεί”επέστρεφαν σε μονάδες του τακτικού στρατού, ενώ για την περίοδο 1950-1955, όταν έπαψε η λειτουργία του στρατοπέδου δεν έχουν δημοσιευθεί στοιχεία. Πιθανότατα το στρατόπεδο είχε νομικό καθεστώς παρόμοιο με των υπόλοιπων μονάδων, ενώ πρότυπό της ήταν ο ουλαμός Καλπακίου στο μεσοπόλεμο, όπου επίσης στέλνονταν “ανεπιθύμητοι” φαντάροι, παρουσιάζοντας παράλληλα ομοιότητες με τις μονάδες 999 της Βέρμαχτ.

Οι λόφοι της Μακρονήσου διάστικτοι από εθνικόφρονα συνθήματα

Η Μακρόνησος στόχευε στην επίλυση του προβλήματος της διαχείρισης των πολιτικά αναξιόπιστων οπλιτών, καθώς τα ως τότε Τάγματα Σκαπανέων που είχαν ιδρυθεί σε διάφορες περιοχές της χώρας αποτελούνταν από ασταθείς κι αβέβαιες μονάδες, ενώ συχνές ήταν και οι περιπτώσεις ατομικών και ομαδικών αυτομολήσεων προς το ΔΣΕ. Αντιθέτως η απομόνωση τους στη Μακρόνησο απέτρεπε αυτό τον κίνδυνο, δίνοντας παράλληλα την άνεση στους ιθύνοντες να επιτύχουν μεθοδικά τη μεταστροφή τους σε μαχητές του Εθνικού Στρατού. Δεν είναι τυχαία η μεγάλη προβολή της οποίας τύγχαναν οι αποστολές “ανανηψάντων” οπλιτών στο μέτωπο, οι οποίες ξεκίνησαν ήδη από το Νοέμβριο του 1947 και συνεχίστηκαν σε τακτική βάση ως το χειμώνα του 1948-49, όταν άρχισαν μαζικά να εκτοπίζονται στη Μακρόνησο οι προληπτικώς συλληφθέντες των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του στρατού. Ανάλογη προβολή δινόταν και στις δηλώσεις μετανοίας, που κοινοποιούνταν στον τόπο καταγωγής, εργασίας και συναναστροφής του οπλίτη.

Το βιαιότερο επεισόδιο της πρώτης, σχεδόν αμιγώς “στρατιωτικής περιόδου” της Μακρονήσου, κι ένα από τα πιο αιματηρά περιστατικά του εμφυλίου συνολικά, έλαβε χώρα το διήμερο 29 Φλεβάρη-1 Μάρτη 1948. Πιο συγκεκριμένα, το πρωί της Κυριακής 29 Φλεβάρη, είχε γίνει το προσκλητήριο του Α’ Ειδικού Τάγματος Οπλιτών Μακρονήσου και 4500 σκαπανείς διατάχτηκαν να κινηθούν προς το θέατρο για ν’ακούσουν “θρησκευτική ομιλία”, ενώ στους λόχους όπως συνηθιζόταν είχαν μείνει οι ασθενείς, οι νερουλάδες, οι γραφιάδες και οι μάγειροι.  Κάποια στιγμή, στη διάρκεια της πορείας, οι αλφαμήτες άρχισαν να δέρνουν φαντάρους ελεύθερους υπηρεσίας λόγω ασθενείας, προκαλώντας την αντίδραση των συναδέλφων τους που άρχισαν να διαμαρτύρονται.

Πατρίς-θρησκεία και Άγιος Πρεβέζης. Ο Στυλιανός Κορνάρος πλάι στο διοικητή Σκαλούμπακα. Στη μεταπολίτευση ως μητροπολίτης Πρεβέζης και Νικοπόλεως έμελε να απασχολήσει το πανελλήνιο εξαιτίας σεξουαλικού σκανδάλου, που του έδωσε και το σχετικό προσωνύμιο.

Τότε, σύμφωνα με μαρτυρίες, ο υπερδιοικητής του στρατοπέδου υπασπιστής Καρδάρας, πυροβόλησε στον αέρα, κάτι που εκλήφθηκε ως εναρκτήριο λάκτισμα για τη σφαγή. Ο ακροβολισμένος λόχος ασφαλείας άρχισε να πυροβολεί στο πλήθος, αφήνοντας πλήθος νεκρών και τραυματιών. Προσωρινά τα πράγματα ηρέμησαν, μετά κι από ψευδείς διαβεβαιώσεις πως το περιστατικό θα διερευνούνταν από διακομματική επιτροπή και θα αποδίδονταν δικαιοσύνη. Την άλλη μέρα το πρωί ωστόσο, στις ακτές του Α’ Τάγματος εμφανίστηκε ένα περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού, κι από τηλεβόα ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης κάλεσε με τηλεβόα τους κρατούμενους να “αποχωριστούν από τους κομμουνιστάς” εντός πέντε λεπτών, την ίδια ώρα που 250 ένοπλοι και ροπαλοφόροι του Γ’τάγματος κύκλωσαν το Α’ τάγμα, ενώ υπήρχαν και τέσσερα πολυβόλα που έφραζαν κάθε δυνατότητα διαφυγής στους περικυκλωμένους στρατιώτες. Σύντομα ο Μπαϊρακτάρης έδωσε εντολή για επίθεση, αρχικά με ρόπαλα και μετά με τα όπλα, αφήνοντας και πάλι αμέτρητους νεκρούς. Οι στρατιώτες προσπαθούσαν απεγνωσμένα ν’αμυνθούν με πέτρες, και κάποιοι έπεσαν στη θάλασσα για να σωθούν, όπου δέχτηκαν τα πυρά του περιπολικού μέσα στο νερό.

Δημήτρης Τατάκης

 

 

 

Μετά τη σφαγή συνελήφθησαν συνολικά 154 σκαπανείς ως αρχηγοί ή πρωταίτιοι της “εξέγερσης”, ενώ 700 μετατέθηκαν στο Γ’ τάγμα, Ακολούθησε ένας νέος κύκλος βασανιστήριων κι εξευτελισμών για τους εναπομείναντες στρατιώτες του Α’ τάγματος. Επισήμως οι νεκροί ανήλθαν στους 17 και οι τραυματίες στους 61, ωστόσο μαρτυρίες, ανεβάζουν τον αριθμό σε μερικές εκατοντάδες, μεταξύ 180 και 350. Οι δολοφονίες δεν σταμάτησαν εκεί, με γνωστότερη την περίπτωση του ναυτικού Δημήτρη Τατάκη, που βρήκε μαρτυρικό θάνατο τη νύχτα της 9ης προς 10ης Γενάρη.

Η ψήφιση του ΟΓ’ σχεδίου ψηφίσματος “Περί μέτρων εθνικής αναμορφώσεως” το Σεπτέμβρη του 1949, που προέβλεπε την ίδρυση του “Οργανισμού Αναμορφώσεως Μακρονήσου”, επισφραγίζει το πέρασμα στη δεύτερη, “πολιτική” φάση του στρατοπέδου. Ήδη από το καλοκαίρι του 1949 είχε πολλαπλασιαστεί ο αριθμός των πολιτών που κρατούνταν στη Μακρόνησο, από λίγες εκατοντάδες ένα χρόνο πριν σε 20.000, αριθμός που αυξήθηκε κι άλλο μετά την έγκριση του ψηφίσματος από την ελληνική βουλή. Η συζήτηση στη βουλή είναι αποκαλυπτική ως προς την προπαγανδιστική νοηματοδότηση από πλευράς νικητών του εμφυλίου, με “κεντρώους” και “δεξιούς” να συναγωνίζονται στην εξεύρεση επαινετικών σχολίων για το “εθνικόν σχολείον” της Μακρονήσου, που υπήρξε “μια από τας εθνικάς νίκας των τελευταίων ετών” κατά τον υπουργό Στρατιωτικών Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Ο τελευταίος εξάλλου πρωτοστάτησε στην εκστρατεία αποθέωσης του στρατοπέδου, μολονότι αργότερα, καίτοι δημόσια μετανιωμένος για την όλη στάση του εκείνη την περίοδο, δήλωνε πως δε θυμόταν να είχε χρησιμοποιήσει τη διαβόητη φράση “Νέος Παρθενών”, η οποία ωστόσο, είτε ειπώθηκε είτε όχι, αποδίδει ακριβώς το πνεύμα των χαρακτηρισμών στους οποίους προέβαινε ο ίδιος, αλλά κι άλλοι Έλληνες και ξένοι αξιωματούχοι. Ενδεικτικές είναι και οι δηλώσεις του μετέπειτα προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου, που δήλωσε ότι “Όλοι στη ζωή μας πρέπει να περνούμε μια Μακρόνησο”, ενώ σε ανάλογο μήκος κύματος κινούνταν και πλήθος ακαδημαϊκών και λογοτεχνών, όπως ο φανατικός αντικομμουνιστής Στρατής Μυριβήλης, που έκανε λόγο για “νησί της Θεογνωσίας” και “μεγάλη του γένους σχολή”.

Μπορεί να μην ειπώθηκε επί λέξει η έκφραση “Νέος Παρθενών”, ωστόσο η κατασκευή ομοιωμάτων του Παρθενώνα κι άλλων μνημείων της Ακρόπολης αποτελούσε βασική δραστηριότητα των φαντάρων, στα πλαίσια της εμβάπτισης τους στα νάματα του αρχαιοελληνικού ιδεώδους όπως το ερμήνευε η κρατούσα εθνικοφροσύνη

Παρά την τεράστια προπαγανδιστική εκστρατεία ωστόσο (που περιλάμβανε και αγγλόφωνες εκδόσεις, όπως “Τhe Makronisso Seminary” και “The patriotic university of Makronissos”), η αλήθεια για το κολαστήριο είχε αρχίσει να διαρρέει από νωρίς, καθώς ήδη από τον Ιούνη το 1947 στον για λίγο ακόμα νόμιμο Ριζοσπάστη άρχισαν να εμφανίζονται καταγγελίες για τις συνθήκες κράτησης κι αργότερα για τους βασανισμούς στη Μακρόνησο, ενώ με το πέρασμα του χρόνου οι καταγγελίες αυξάνονταν, απολήγοντας σε μια διεθνή καμπάνια για το κλείσιμο του στρατοπέδου, “του αμερικανικού Νταχάου”, όπως ονομάστηκε βάσει της ομώνυμης μπροσούρας του Γιώργου Λαμπρινού το 1949, που μεταφράστηκε σε τρεις ευρωπαϊκές γλώσσες. Την ίδια χρονιά κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση συγκρατημένα επικριτικά δημοσιεύματα ακόμα και στον αστικό τύπο, όπως στην εφημερίδα “Το Βήμα”, ενώ το 1950 ξεκινά η επίμονη εκστρατεία της εφημερίδας “Μάχη” του σοσιαλδημοκράτη τότε Ηλία Τσιριμώκου, με τίτλο “Πίσω από το γαλανόλευκο παραπέτασμα”, Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση του βουνού καθώς και δημοκρατικές οργανώσεις της Ελλάδας στη συνέχεια, εξέδωσαν επίσης τέσσερις Κυανές Βίβλους στο διάστημα 1948-1953. Η πίεση από τον δυτικοευρωπαϊκό τύπο, αλλά και σε διπλωματικό επίπεδο από την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, εξωθεί τις ελληνικές κυβερνήσεις σε σταδιακή χαλάρωση των συνθηκών διαβίωσης του στρατοπέδου.

“Αναμορφωμένοι” φαντάροι σηκώνουν στα χέρια το βασιλικό ζεύγος. Αναρωτιέται κανείς αν ο ενθουσιασμός τους ήταν γνήσιος ή εμπεριείχε και μια δόση γελοιοποίησης των “υψηλών επισκεπτών”

Ένα πρώτο μέτρο για την επανάκτηση της “έξωθεν καλής μαρτυρίας” ήταν να επιτραπεί η συμμετοχή των Μακρονησιωτών εγκλείστων στις εκλογές της 5ης Μάρτη 1950. Τα αποτελέσματα των εκλογών προκάλεσαν τριγμούς στο πολιτικό κατεστημένο, καθώς οι περίπου 10.000 κρατούμενοι που ψήφισαν σε ποσοστό 35% στήριξαν τη “Δημοκρατική Παράταξη”, αποτελούμενη από διάφορους σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς με παλιότερες εαμικές διασυνδέσεις, και την στήριξη-μετά από αμφιταλαντεύσεις-του παράνομου ΚΚΕ. Ένα ακόμα 24,7% στήριξε την ΕΠΕΚ του Νικολάου Πλαστήρα, είτε πιστεύοντας στις εξαγγελίες του περί μέτρων ειρήνευσης, που τελικά πολύ κουτσουρεμένα εφήρμοσε, είτε απλώς επειδή δεν υπήρχε υποψήφιος της ΔΠ στην περιφέρειά τους, όπως συνέβαινε σχεδόν σε όλη την Πελοπόννησο, τόπο καταγωγής ενός μεγάλου ποσοστού των εγκλείστων. Ειδικά μεταξύ των πολιτών, τα αποτελέσματα της ΔΠ ήταν συντριπτικά (άνω του 65%), αλλά και μεταξύ των κληρωτών, που θεωρητικά είχαν ήδη “ανανήψει”, ΔΠ και ΕΠΕΚ συγκέντρωσαν μαζί άνω του 50%, αποδεικνύοντας πως παρ’όλες τις προσπάθειες των κρατούντων, ένα σημαντικό μέρος τους, ακόμα κι αν είχε υπογράψει δήλωση, δεν είχε ασπαστεί τον κόσμο της “εθνικοφροσύνης”.

Η κυβέρνηση Πλαστήρα, μετά την ανάληψη των καθηκόντων της προχώρησε σε μέτρα “καλλωπισμού” της Μακρονήσου, αντικαθιστώντας από διοικητή τον διαβόητο ταξίαρχο Μπαϊρακτάρη (τον οποίο ωστόσο, μαζί με άλλους πέντε Μακρονησιώτες αξιωματικούς, παρασημοφόρησε πρώτα για τη δράση τους κατά του “κομμουνιστοσυμμοριτισμού”) από τον υποστράτηγο Παπαγιαννόπουλο. Οι πολίτες που δεν είχαν υπογράψει δήλωση μεταφέρθηκαν στον Άη-Στράτη, κι έτσι το στρατόπεδο απέκτησε ξανά τον αμιγώς στρατιωτικό του χαρακτήρα. Παρότι οι συνθήκες δεν επέστρεψαν ποτέ ξανά στα φριχτά επίπεδα πρό του 1950, η διαβίωση για τους φαντάρους μόνο εύκολη δεν ήταν, όπως αποδεικνύεται η παραπομπή πολλών εξ αυτών σε στρατοδικείο για απείθεια το Νοέμβρη του 1950, με επιβολή δρακόντειων ποινών. Τα τάγματα σκαπανέων διατηρήθηκαν ως το 1955, ενώ μετέπειτα το μέρος μετονομάστηκε σε “Στρατιωτικές Φυλακές Μακρονήσου”, για να κλείσει οριστικά το 1957. Ένα από τα πιο ντροπιαστικά κεφάλαια της ιστορίας των νικητών του εμφυλίου είχε κλείσει, και ιδιαίτερα μετά τη μεταπολίτευση πολλοί από τους πρωταγωνιστές προχώρησαν σε δικές τους “δηλώσεις μετανοίας”, που ωστόσο δεν αρκούν για να ξεπλύνουν το στίγμα για αυτό το μαζικό έγκλημα, που θα υπενθυμίζει διαχρονικά σε ποια σημεία είναι ικανή να φτάσει η αστική τάξη όταν νιώσει πως απειλείται η εξουσία της. Εξάλλου, οι λιγότερο ή περισσότερο ειλικρινείς “αποκηρύξεις” του εναγκαλισμού των μακρονησιωτικών πρακτικών πιθανότατα είναι γνησιότερες από τις προσπάθειες καπήλευσης του αίματος των αγωνιστών που πρόσφατα ζήσαμε με τις επισκέψεις κυβερνητικών στελεχών του Σύριζα στη Μακρόνησο. Της ίδιας κυβέρνησης δηλαδή, που αποτελεί έμπρακτα τον καλύτερο πολιτικό απόγονο των Κανελλόπουλων του “Στρατηγέ μου, ιδού ο (νατοϊκός σήμερα) στρατός σας”.

 

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: