Ω Μπέρι-Μπέρι (Στάζει πιπέρι…)
Το “κάτι σαν σουτ” κι η αλήθεια ενός αντισυμβατικού παίκτη, που αγαπούσε τα χρήματα, μισούσε την προπόνηση και… έσταζε πιπέρι!
Παίζοντας μπάσκετ, ο Ουόλτερ Μπέρι κέρδισε το προσωνύμιο “The Truth”, που σημαίνει αλήθεια. Κι η αλήθεια είναι πως ήταν μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση παίκτη, που φαινόταν σα να βαριέται που ζει, αλλά αυτό ήταν μάλλον ένα κόλπο για να τον υποτιμούν και να ξεγελά τους αντιπάλους. Είχε έναν πολύ περιέργο τρόπο να εκτελεί, αυτό που ονομάστηκε “κάτι σαν σουτ”, τελείως αντιτουριστικό κι αντισυμβατικό, πλην όμως άκρως αποτελεσματικό. Λέγεται πως ο Βράνκοβιτς -που σκέπαζε τα καλάθια και αλλοίωνε τα σουτ των αντιπάλων- θεωρούσε τον Μπέρι από τους πιο δύσκολους παίκτες που αντιμετώπιζε, γιατί δεν μπορούσε να προβλέψει από πού θα του έρθει -και βασικά ούτε ο ίδιος ο Μπέρι γνώριζε εξ αρχής τι θα κάνει.
Ο Μπέρι είχε ένα ράθυμο βλέμμα, βγαλμένο από καρτούν, κοιμόταν παντού, στα διαλείμματα και τα ταξίδια των ομάδων του, και δεν ήταν πολύ εργατικός για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των προπονητών του στο ΝΒΑ. Έφερνε όμως πάντα εις πέρας τη δουλειά που του ζητούσαν, δηλαδή να σκοράρει.
Δεν ήταν πολύ καλός στους υπολογισμούς για τις βαθμολογίες, αφού μπέρδευε τις διοργανώσεις και πίστευε πως πρέπει να κερδίσουν πχ τον Απόλλωνα στην Α1, για να περάσουν στο Φάιναλ Φορ. Μετρούσε όμως σαν το θείο Σκρουτζ και την τελευταία δεκάρα από τα λεφτά που έμπαιναν στο λογαριασμό του κι ήταν ιδιαίτερα φιλοχρήματος. Ο θρύλος λέει πως στον Ολυμπιακό, κυνηγούσε μια φορά ημίγυμνος, τυλιγμένος με μια πετσέτα, το Σωκράτη Κόκκαλη στους διαδρόμους του ΣΕΦ, γιατί έλειπαν δέκα δολάρια από το λογαριασμό του. Και ότι κατέστρεψε μια Μερσεντές, γιατί τσιγκουνεύτηκε την αμόλυβδη κι έβαζε πιο φτηνή βενζίνη!
Κρατούσε πάντα ένα θρυλικό μαύρο τσαντάκι, που κανείς ποτέ δεν έμαθε τι περιέχει. Ενώ μια φορά έψαχνε τους ανθρώπους της στατιστικής υπηρεσίας, θεωρώντας πως του είχαν βάλει λιγότερα ριμπάουντ από όσα είχε πάρει.
Παρόλα αυτά, έκανε γκελ στην κερκίδα, σχεδόν όπου κι αν πήγαινε, ακούγοντας πολλά συνθήματα με το όνομά του: από το χορευτικό “ω Μπέρι-Μπέρι”, σε λούπα, μέχρι το άλλο που δε μεταφέρεται αλογόκριτο, για το αυτό του Μπέρι που… στάζει πιπέρι! Όπως φαίνεται μάλιστα, είχε μάθει να το τραγουδά κι ο ίδιος…
Ο Μπέρι ξεχώρισε από τα κολεγιακά του χρόνια κι επιλέχθηκε στο νο 14 του καταραμένου ντραφτ του 1986 από το Πόρτλαντ. Έκανε μια ρούκι χρονιά με διψήφια νούμερα στην επίθεση και μία ακόμα καλύτερη στο Σαν Αντόνιο, την τρίτη χρονιά όμως πήρε την κατιούσα, κλείνοντας οριστικά αυτό το κεφάλαιο. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά για έναν προπονητή του (Λάρι Μπράουν): μιλάει συνεχώς για τα βασικά του μπάσκετ (σ.σ.: από εκεί θα το πήρε μάλλον κι ο Χατζηγεωργίου), αλλά το παιχνίδι μου δεν έχει τίποτα από όλα αυτά, και του είπα “αντίο και καλή τύχη…”.
Τη δική του τύχη ο Μπέρι την βρήκε στην Ευρώπη. Αν δεν μπόρεσε ποτέ να βάλει το ταλέντο του σε καλούπια, για να το χωρέσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, εδώ έφτανε και περίσσευε. Έγινε πραγματικός γυρολόγος, χωρίς να στεριώσει πουθενά για δεύτερη σερί χρονιά, παρά τις πολύ καλές εμφανίσεις του, αν και επέστρεψε για δεύτερη θητεία σε κάποιες ομάδες.
Συνέδεσε το όνομά του με την Ελλάδα, όπου ήρθε πρώτη φορά για τον Άρη του Γκάλη και του Γιαννάκη, από τον οποίο έφυγε όμως νωρίς, μόλις είδε να καθυστερούν οι πρώτες πληρωμές. Επέστρεψε για τον Ολυμπιακό του Γιάννη Ιωαννίδη, όπου κατέκτησε το πρωτάθλημα -το πρώτο για τους ερυθρόλευκους, μετά από 15 χρόνια ξηρασίας. Στον ΠΑΟΚ, την επόμενη χρονιά, πήρε ένα κύπελλο Κόρατς, για να φτάσει στο ζενίθ με τον Ηρακλή, με τον οποίο βγήκε πρώτος σκόρερ της Α1, με 29 πόντους μέσο όρο! Επέστρεψε στον Ολυμπιακό, για ένα ακόμα πρωτάθλημα, έκανε άλλο ένα σύντομο πέρασμα από τον Άρη, κι έκλεισε τη συλλογή τροπαίων στον ΠΑΟΚ με το Κύπελλο Ελλάδας, για να κολλήσει μερικά ένσημα ακόμα στο Μακεδονικό.
Στους ερυθρόλευκους μάλιστα είχε και μια περιπέτεια υγείας, καθώς αντιμετώπισε τον ιό της ηπατίτιδας Β’!
Μπορεί ο Μπέρι, με το κάτι σαν σουτ που είχε, να ήταν βασικά κάτι σαν μπασκετμπολίστας, με υποχρεώσεις ερασιτέχνη και δικαιώματα επαγγελματία, βρήκε όμως το δικό του δρόμο για την επιτυχία, έξω από τις συνήθεις μπασκετικές συμβάσεις και τα βιβλία. Ίσως αυτό να τον έκανε τόσο αγαπητό στον κόσμο, μολονότι δεν ήταν πολύ ευχάριστος χαρακτήρες και δεν έκανε πολλές φιλικές σχέσεις. Μας άφησε όμως πολλές μπασκετικές αναμνήσεις και τα συνθήματα που τον θυμίζουν μέχρι σήμερα. Κι αν δεν ήταν τόσο τεμπέλης, μπορεί να μη στέριωνε ποτέ στην Α1 ή να έμενε για πάντα στο ΝΒΑ και να μη γνωρίζαμε ποτέ τη δική του αλήθεια…