Hostiles και τα θολά όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό
Οι προσωπικές αντιλήψεις, η ατομική ηθική υπόσταση παίζει πολύ μικρό ρόλο στην ισοπεδωτική κινητήριο δύναμη της ιστορίας, την πάλη των τάξεων, καταχτητών και καταχτημένων. Απ’ αυτή την άποψη, η ταινία μάλλον έχει πιο στέρεες βάσεις να χτίσει το ηθικό της περιεχόμενο
Σας αρέσουν τα γουέστερν; Τότε σίγουρα, εχτός απ’ τα εκπληκτικά τοπία και τις ερήμους της βορειοαμερικανικής ενδοχώρας θα έχετε και μια σαφή αντίληψη του καλού και του κακού. Ο Σέρτζιο Λεόνε είχε βάλει και μια τρίτη κατηγορία, την ασκήμια στο κλασικό Ο καλός, ο κακός κι ο άσχημος. Όπου άσχημος, βλέπε κατα βάση κακός αλλά παρασυρμένος απ’ τον καιροσκοπισμό και την αθλιότητα της εποχής, εκεί λίγο πριν και κατά τα χρόνια του αμερικάνικου εμφυλίου. Κατά τ’ άλλα τον άσκημο τον έπαιζε ο καθόλα συμπαθής (και καθόλου άσχημος) Ιλάι Γουόλας ενώ τον κακό τον έπαιζε ο τεράστιος Λι Βαν Κλιφ, αγαπημένη φυσιογνωμία του γράφοντος, ψηλός, αδύνατος, με στρόγγυλο πρόσωπο και ένα κουταλάκι του γλυκού μογγολοειδή χαρακτηριστικά που τον έκαναν ασυναγώνιστο “κακό” στα γουέστερν.
Για την αποφυγή σύγχυσης με όσα ακολουθήσουν παρακάτω, ξεκαθαρίζουμε ότι ο γράφων ηγάπησε τον ηθοποιό για τον ρόλο του στην ταινία For a fistful of dollars 1965 (ελληνική μετάφραση: Μονομαχία στο Ελ Πάσο) όπου παίζει τον καλό, κι όχι για τον ρόλο του ως “κακού” στην προαναφερθείσα ταινία, όπου είναι γενικά αχώνευτος. Ποτέ δεν θεοποίησα τους κακούς, Νταρθ Βέιντερ, Χάιζενμπεργκ και το κακό συναπάντημα.
Τον “καλό” τον έπαιζε όπως θα ξέρετε ο Κλιν Ίστγουντ, ρεπουμπλικάνος του κερατά αλλά σπουδαίος σκηνοθέτης όταν τράνεψε, ίσως απ’ τους καλύτερους σύγχρονους αμερικάνους σκηνοθέτες. Φαν φακτ: ο πατέρας μου τον είχε δει σε φωτογραφία σε σταυρόλεξο και με ρωτάει, πώς τον είπαμε αυτόν; Καλαβρούζος;…
Ο “καλός” Ίστγουντ εμφανίζεται ως ένας απόμακρος, λιγομίλητος, μοναχικός καβαλάρης, ατρόμητος κι αγέρωχος που δεν είναι ακριβώς “καλός” αλλά τουλάχιστον είναι τίμιος. Η μορφή του “καλού” απ’ τα γουέστερν σπαγγέτι ενέπνευσε γενιές με lonely rider ανδρισμό και καθιέρωσε τον Ίστγουντ ως αρχετυπική μορφή του είδους. Γι’ αυτό και η ταινία που γύρισε ως σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής μετά από χρόνια, το Ασυγχώρητοι (Unforgiven, 1992) είναι ένα αριστούργημα καθώς διατηρεί την ίδια wild west ατμόσφαιρα αλλά αποδομεί πλήρως το αρχέτυπο με το οποίο συνέδεσε την καριέρα του.
Ο ηθικός διαχωρισμός λοιπόν ανάμεσα σε καλό και κακό, κατ’ επέκτασιν σε καλούς και κακούς ανθρώπους ήταν εκ των ων ουκ άνευ στην κινηματογραφική τέχνη που ως τέχνη είναι αφαίρεση της πραγματικότητας. Κι όπως κάθε τέχνη που είναι προς πώληση, δηλαδή προϊόν, υπηρετεί κυρίως τα γούστα των χρηματοδοτών της και κατ’ επέκτασιν των καταναλωτών, του κοινού δηλαδή που πλερώνει για να δει την ταινία, είναι φορέας συγκεκριμένων ηθικών αξιών. Αυτό συμβαίνει σε κάθε τέχνη να ‘στε σίγουροι, όσο απαλλαγμένη κι αν είναι απ’ την κερδοσκοπία κι αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό. Μεγάλα έργα τέχνης έγιναν κατόπιν παραγγελίας πλουσίων αστών, όπως π.χ το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ που ήταν κατα παραγγελίαν έργο για την αποθανούσα σύζυγο ενός εκκεντρικού κόμη. Η τέχνη είτε ως προπαγάνδα, είτε ως προϊόν προς μαζική κατανάλωση, είτε απλώς εκτεθειμένο στο δρόμο για την τέρψη των περαστικών είναι ακριβώς αυτό: μια αφαίρεση της πραγματικότητας κι εκφράζει τις σκέψεις, τις αξίες του δημιουργού. Ως εκ τούτου λοιπόν πρέπει να έχει κοινό για να το κρίνει. “Τέχνη” που είναι φυλαγμένη στο συρτάρι να μη τη δει κανένας δεν είναι τέχνη, είναι ψυχοθεραπεία. Παρακάτω.
Τα γουέστερν λοιπόν, αντικατοπτρίζοντας τις αντιλήψεις των πλουσίων παραγωγών τους, τμήματος της αμερικανικής αστικής τάξης δηλαδή, στις απαρχές του είδους εμφάνιζαν τους αυτόχθονες ινδιάνους ως κακούς, βάρβαρους, απολίτιστους που ήρθαν οι “ευγενείς” ευρωπαίοι και τους εκτόπισαν.
Μια πρόσφατη τάση στον κινηματογράφο και το χόλιγουντ γενικά είναι η ηθική ρευστότητα των πρωταγωνιστών. Ο καλός δεν είναι 100% αθώα περιστέρα, έχει κάνει και τις βρωμιές του κι αντιστοίχως, ο κακός έχει καλή, “αντρίκια” πλευρά. Μολονότι αυτή η φάση είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα καθώς η τρέχουσα ηθική είναι ρευστή και η πολυπλοκότητα των κοινωνιών δεν επιτρέπει “καθαρές” ηθικές αξιολογήσεις, όλη αυτή η φάση της ηθικής ρευστότητας στο χόλιγουντ έχει αρνητικές πλευρές επειδή ακριβώς είναι στηριγμένη σε λάθος βάσεις.
Π.χ στο περιβόητο Breaking Bad, ο πρωταγωνιστής χημικός κι εκπληκτικός ηθοποιός Μπράιαν Κράνστον, γίνεται κακός επειδή αρρωσταίνει και κυρίως επειδή θέλει να επιβεβαιώσει τον καταπιεσμένο αντρισμό του που τον έχασε κάπου στην πορεία. Δηλαδή το ηθικό του κατρακύλισμα προς το κακό (αυτό σημαίνει “breaking bad”) έχει ψυχολογικά κριτήρια και δεν είναι καθόλου το ίδιο “κακός” π.χ με τον ινδιάνο που αντιστέκεται στο λευκό εισβολέα ή τον εργάτη που επαναστατεί και παίρνει στο κυνήγι το αφεντικό του. Αυτή η τεράστια παρεξήγηση κι αδυναμία ερμηνείας του κινηματογραφικού κακού έχει κάνει μεγάλη ζημιά στις μάζες που έχουν θεοποιήσει τον Γουόλτερ “Χάιζενμπεργκ” Γουάιτ, τον έχουν κάνει μπλουζάκια, κούπες κλπ. Σε τελική ανάλυση, ένα κάθαρμα και μισό είναι. Η “δικαιολόγηση” της πορείας του όμως απ’ τους δημιουργούς της σειράς δεν τον εξαγνίζουν, αιτιολόγηση δεν ισούται με “δικαιολόγηση” κι αυτό είναι η τεράστια βλακεία που δέρνει τους απανταχού “θαυμαστές” των κακών πρωταγωνιστών: Χάιζενμπεργκ, Νταρθ Βέιντερ κλπ.
Οι δημιουργοί φέρουν ευθύνη που κινηματογραφικά παρουσιάζουν την “ανθρώπινη” (καλή) πλευρά των πρωταγωνιστών κάνοντάς την αρεστή στο κοινό, ωστόσο, σεναριακά τουλάχιστον, βλέπουμε μια προσπάθεια να ξεκαθαρίσουν το ηθικό απ’ το νόμιμο, μια άλλη ηθικολογική γελοιότητα που ακούσαμε πριν μερικά χρόνια απ’ τον ανεκδιήγητο Βουλγαράκη. Στο spin-off του Breaking Bad, το Better Call Saul που είναι μια άλλη ιστορία ενός δικηγόρου, ο πρώην αστυνομικός Μάικ Έρμαντράουτ (απίστευτος χαρακτήρας παιγμένος απ’ τον τρισμέγιστο Τζόναθαν Μπανκς) το βάζει με σαφήνεια σε κάποιο επεισόδιο της πρώτης σεζόν: έχω δει εγκληματίες ηθικούς και νομοταγείς καθάρματα. Επιλέγεις από ποια πλευρά του νόμου θα είσαι. Ό,τι κι αν επιλέξεις πάντα πρέπει να κρατάς το λόγο σου.
Καλός, κακός λοιπόν πρέπει να ‘σαι “παντελονάτος” (άλλο ένα υπεργελοίο στερεότυπο: όποιος φοράει “παντελόνια”, δηλαδή κατα τεκμήριο ο “άντρας” είναι και ηθικός, κρατάει το λόγο του σε σχέση με όποιον φοράει φουστάνια. Η γυναίκα, ο/η/@ τραβεστί, ο σκωτσέζος με κιλτ, ο τσολιάς με φουστανέλα θα στη φέρει… Τι να πεις;
Η ρευστότητα της ηθικής είναι κατ’ εξοχήν χιπστερο-φασιστο-φιλελέδικη αξία που βλέπουν με ίσες αποστάσεις το καλό και το κακό. Π.χ δικαιολογούνται οι δολοφονίες των Παλαιστινίων απ’ τους Ισραηλινούς επειδή οι Εβραίοι πέρασαν πολλά (όντως πέρασαν) και οι Παλαιστίνιοι κάνουν βομβιστικές επιθέσεις. Ωστόσο αυτό είναι όποτε τους συμφέρει, δεν έχω ακούσει ΠΟΤΕ κανένα φιλελέδικο σίχαμα να λέει ότι π.χ οι δίκες της Μόσχας και οι σοβιετικές εκκαθαρίσεις ήταν αναγκαίο κακό. Οι χρυσαυγίτες όμως είναι “κίνημα” (Λοβέρδος). Εκεί που η ηρωοποίηση και η ανύψωση συγκεκριμένων προτύπων σε φάρους ηθικής καταντά να γίνεται αστεία η άπο-ηρωοποίηση είναι σιχασιά στην σύγχρονη εποχή του κυνισμού. Καλό είναι να χει κανείς πρότυπα, βοηθά στην προσωπική βελτίωση και ωρίμανση αλλά υπάρχει κι εδώ ένα όριο: μην κάνεις στάμπα σε κούπα το πρότυπό σου, μην τον κάνεις τατουάζ, μην αντιγράφεις τυφλά τις πράξεις του, το ντύσιμό του, τα λόγια του. Πάρε κάτι που σε εμπνέει και φτιάξε δικιά σου προσωπικότητα.
Το Hostiles (2017) λοιπόν, ένα σύγχρονο γουέστερν σχετικά με τη διαμάχη ανάμεσα σε λευκούς και ινδιάνους μας εισάγει στον ηθικό δυϊσμό εξαρχής δείχνοντας ινδιάνους να σφάζουν αθώες οικογένειες και στυγνούς αμερικανούς στρατιωτικούς να σφάζουν ινδιάνους σαν κοτόπουλα. Ποιος έχει δίκιο λοιπόν;
Η ταινία του Σκοτ Κούπερ έχει μια απ’ τις καλύτερες φωτογραφίες της αμερικανικής ενδοχώρας έβερ (διεύθυνση φωτογραφίας Μασανόμπου Τακαγιανάγκι) και μας παρουσιάζει την εσωτερική πάλη του κάπταιν Τζόζεφ Μπλόκερ που έχει σφάξει ινδιάνους με το τσουβάλι, ωστόσο είναι υποχρεωμένος να συνοδέψει έναν τσιφ και αρχισφαγέα της φυλής των Τσεγιέν στα πατρογονικά του εδάφη να πεθάνει με την ησυχία του. Ενώ αρνείται στην αρχή του λεν θα σου κόψουμε τη σύνταξη αμα δεν τον πας. Βρόντηξε, άστραψε, χτυπήθηκε και τελικά τον πήγε. Η ταινία είναι οι περιπέτειες της πομπής αυτής, απ’ τις ερήμους του Νέου Μεξικού ως την πολιτεία της Μοντάνα και κυρίως η εσωτερική πάλη όλων. Υπάρχουν καλοί και κακοί ινδιάνοι, υπάρχουν καλοί και κακοί λευκοί. Σφαγές ωστόσο γίναν απ’ όλους, κάτι που επισημαίνεται περίπου ως αναπόφευκτη πραγματικότητα κι όντως έτσι είναι: πάνω στον αγώνα για την εκμετάλλευση πλούτου, φυσικών πόρων γίνονται πολέμοι κι αυτοί είναι οι δίκαιοι και οι άδικοι πολέμοι. Οι προσωπικές αντιλήψεις, η ατομική ηθική υπόσταση παίζει πολύ μικρό ρόλο στην ισοπεδωτική κινητήριο δύναμη της ιστορίας, την πάλη των τάξεων, καταχτητών και καταχτημένων. Απ’ αυτή την άποψη, η ταινία μάλλον έχει πιο στέρεες βάσεις να χτίσει το ηθικό της περιεχόμενο. Εκτός από τη μεγαλειώδη φωτογραφία και το απαράμιλλο τοπίο, το μεγαλύτερο ατού της ταινίας είναι η μεγαλειώδης ερμηνεία του Κρίστιαν Μπέιλ, ενός απ’ τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του. Αρκετά καλή ταινία για τους φίλους των γουέστερν.