1994: Ο Αλκέτας Παναγούλιας και η περιοδεία της χαράς στο Μουντιάλ
Η Εθνική Ομάδα έγινε ένα είδος κινητής πρεσβείας, με συνεχείς εκδηλώσεις για την ομογένεια, ξεχνώντας την αποστολή της (να παίξει μπάλα) και πού ακριβώς θέλει να πάει…
Ο Αλκέτας Παναγούλιας, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1934, ήταν πιθανότατα ο κορυφαίος Έλληνας προπονητής στον αιώνα που μας πέρασε. Συνδέθηκε κυρίως με τον Άρη -και κάποια ρεκόρ που παραμένουν αξεπέραστα μέχρι σήμερα στην ιστορία της ομάδας- και τον Ολυμπιακό. Πάνω απ’ όλα όμως συνδέθηκε με τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Εθνικής -στην προ Euro Πορτογαλίας εποχή- όταν ακόμα και η απλή πρόκριση σε μια τελική φάση θεωρούνταν άθλος.
Το 1980, η Ελλάδα επικράτησε 1-0 της Σοβιετικής Ένωσης στη Λεωφόρο και πήρε την πρόκριση για τα τελικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, που τότε λεγόταν Κύπελλο Εθνών και είχε μόλις 8 ομάδες. Αυτή η επιτυχία έδωσε και την έμπνευση για μια τρομερή σκηνή του “Αλαλούμ” του Χάρρυ Κλυνν, όπου η εθνική αντιμετωπίζει μια ομάδα ιθαγενών -με τον Αμόλα Καλούμπα -και νικά στο τέλος με πέναλτι του (φουστανελοφόρου) Μάκη Γιαουρτάκου (Γαλάκος) που υποδεικνύει ένας ευρωπαίος φρακοφόρος αξιωματούχος.
Στην πραγματική ζωή, η Εθνική έκανε αξιοπρεπείς εμφανίσεις, αλλά αποκλείστηκε από τη συνέχεια, αποσπώντας μια τιμητική ισοπαλία από την Ολλανδία.
Δεκατρία χρόνια αργότερα, η Εθνική σφράγισε μια ακόμα μεγαλύτερη πρόκριση, αυτή τη φορά στα τελικά του Μουντιάλ, εναντίον της Ρωσίας με την κεφαλιά του Μαχλά -που θα έπαιρνε αργότερα το χρυσό παπούτσι στην Ευρώπη, με τη Βίτεσε. Η αισιοδοξία για την πρώτη συμμετοχή της Ελλάδας στο Μουντιάλ ήταν διάχυτη κι εκφράστηκε μεταξύ άλλων με την αλεπουδίσια μασκότ Πηνελόπη και τον ύμνο “Γεια σου Ελλάδα” (Πάριος) ποιος Θεός δε ζήλεψε την ομορφιά σου.
Αυτό που δε ζήλεψε σίγουρα κανείς θεός ή θνητός ήταν το αποτέλεσμα της εθνικής στο Μουντιάλ, όπου ολοκλήρωσε τις υποχρεώσεις της με 3 ήττες κι ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό στη βαθμολογική συγκομιδή και την επιθετική παραγωγή. Συνολικά 0-10 τέρματα και σύστημα 4-4-2 που αναλύεται ως εξής: 4 απ’ την Αργεντινή του Ντιέγκο 4 απ’ τους τρομερούς γείτονες Βουλγάρους του Στόιτσκοφ και μόλις δύο από την Νιγηρία, με εμφανή τα σημάδια της… βελτίωσης.
Με την Αργεντινή η κατάρρευση ξεκίνησε από τα πρώτα λεπτά κι ολοκληρώθηκε με ένα τρομερό γκολ του Μαραντόνα, όπου χάθηκε η μπάλα, με τον Ντιέγκο να πανηγυρίζει έξαλλα, φτύνοντας σχεδόν την κάμερα από το πάθος που ξεχείλιζε.
Ο Μαραντόνα ένιωθε δυνατός, με ακμαίο ηθικό από την επιστροφή του και τεράστια δίψα για διάκριση. Η χαρά του όμως δε θα κρατούσε πολύ, αφού λίγες μέρες αργότερα θα βρισκόταν θετικός σε απαγορευμένες ουσίες, και θα τερμάτιζε με τον πιο άδοξο τρόπο τη διεθνή του καριέρα. Ενώ τα “ορφανά του Ντιέγκο” θα έχαναν το θάρρος τους και τον πρώτο νοκ-άουτ αγώνα από τη Ρουμανία του Χάτζι, του Μαραντόνα των Καρπαθίων.
Με τους Βούλγαρους η αισιοδοξία εξανεμίστηκε σταδιακά στο β’ μέρος και επήλθε νομοτελειακά η κατάρρευση, απέναντι σε μια ομάδα με περίσσειο ταλέντο, χωρίς πολύ μεγαλύτερη πειθαρχία από τους Έλληνες, αλλά με πείσμα Βαλκάνιου, που θα απέκλειε την απερχόμενη Παγκόσμια Πρωταθλήτρια, τους Γερμανούς και θα ήταν η ευχάριστη έκπληξη της διοργάνωσης φτάνοντας στον ημιτελικό.
Από τη Νιγηρία, ξεχώριζε ο-μακαρίτης πια- Ρασίντ Γεκινί, που θα ερχόταν αργότερα ως μεγάλο όνομα στον Πειραιά για τον Ολυμπιακό, χωρίς να κάνει σπουδαίο πέρασμα. Το τρίτο παιχνίδι ξεκινούσε ξημερώματα ώρα Ελλάδας κι ήταν σε κατάλληλη στιγμή για να ολοκληρωθεί ο εφιάλτης.
Η εθνική ομάδα πήγε με προσδοκίες και φιλοδοξίες αλλά έδινε την εντύπωση ενός μπουλουκιού της χαράς, που είχε ξεχάσει τη βασική της αποστολή (να παίξει μπάλα) και πού ακριβώς ήθελε να πάει. Αντί για οργανωμένη προετοιμασία με προπονήσεις, σύστημα και πειθαρχία, η αποστολή έγινε ένα είδος κινητής πρεσβείας που συμμετείχε σε πολλές εκδηλώσεις της ελληνικής ομογένειας κι αντίστοιχες συνάξεις για να δώσει χαρά στον κόσμο, αν και στην πραγματικότητα κατάφεραν τελικά ακριβώς το αντίθετο. Οι πληγές θα επουλώνονταν μερικώς με την 4η θέση στο Μουντομπάσκετ του Καναδά ένα μήνα αργότερα και οριστικά δέκα χρόνια αργότερα, στο EURO της Πορτογαλίας.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο Παναγούλιας έβαλε και τους 22 παίκτες που είχε στη διάθεσή του, για να πάρουν όλοι τη χαρά της συμμετοχής, κάτι που δε συμβαίνει σε καμία σοβαρή ομάδα με στόχους και φιλοδοξίες διάκρισης.
Δέκα χρόνια μετά μια άλλη φουρνιά με εντελώς διαφορετικό στιλ θα κατάφερνε να φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης αλλα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Έτσι γράφτηκε ο επίλογος για μια ομάδα που είχε πολύ ταλέντο και παίχτες με προσωπικότητα, αλλά αδίκησε κατάφωρα τον εαυτό της. Αλλά μέσα από τις πληγές που άφησε άνοιξε το δρόμο για τις επιτυχίες του μέλλοντος.