Ο Χάρρυ Κλυνν, το ΚΚΕ και το “Κουκουέ Μπουλκουμέ”
Ακόμα κι αν δεν ήξερε κανείς την πολιτική ένταξη του Χάρρυ Κλυνν, μπορούσε να την καταλάβει από το έργο του. Το οποίο ευτυχώς αυτονομείται από το δημιουργό του και δε φέρει ευθύνη για τα μετέπειτα ολισθήματά του.
Κάποιοι πέρασαν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, για να απολαύσουν τα αργύρια της προδοσίας τους ή απλά μια καλύτερη ζωή κι ανέσεις που σταδιακά νανούρισαν τη συνείδησή τους. Αλλά ο Χάρρυ Κλυνν γύρισε από την Αμερική κομμουνιστής, γιατί δεν ξέχασε την καταγωγή του από μια φτωχή προσφυγική οικογένεια Ποντίων. Πήρε μόνο τα στοιχεία που ήθελε (το stand-up comedy), για να τα εντάξει στο δικό του πρόγραμμα, με τη δική του λογική και ιδεολογία.
Η σχέση του Χάρρυ Κλυνν με το ΚΚΕ δεν μπορούσε να κρυφτεί, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Όπως έγραψε κι ένας αναγνώστης της Κατιούσα, που μοιράστηκε μαζί μας μια ανάμνησή του, το 1981 ο Χάρρυ Κλυνν βγήκε σε μια προεκλογική συγκέντρωση του ΚΚΕ για ένα σύντομο χαιρετισμό από το μπαλκόνι και είπε πως η Αλλαγή δε γράφεται μόνο με δύο λάμδα, αλλά και με δύο Κάπα κι ένα Ε. Αλλά ακόμα κι αν δε γνώριζε κάποιος την πολιτική του ένταξη, μπορούσε εύκολα να την καταλάβει μέσα από το έργο του.
Το πρώτο κεφάλαιο είναι οι δουλειές του στον κινηματογράφο, στο οποίο αναφερθήκαμε σχεδόν εξαντλητικά στο κείμενο για το διαχρονικό χαρακτήρα του Χαράλαμπου Τραμπάκουλα από το “Αλαλούμ”. Στην ίδια ταινία κι ενώ εκτυλίσσονται σκηνές άγριας μάχης μεταξύ των συγχωριανών που δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, ακούγεται το μοιρολόι “κατακαημένο Λέτσοβο σε χώρισαν στα τρία, και ανάθεμα κι αν ξέρουνε όπου τους παν τα δύο…”, που είναι σαφής αιχμή για τα ψεύτικα δίπολα του κυρίαρχου δικομματισμού, βγάζοντας όμως έξω από το κάδρο το ΚΚΕ του Τραμπάκουλα.
Ως υστερόγραφο μπορούμε να προσθέσουμε τη σχεδόν υπαρξιακή κραυγή αγωνίας του Γ. Κακουλίδη από την ταινία “Made in Greece”, “τελικά πού πάμε σύντροφε”; Για να του απαντήσει ο Γιάννης Γιαννάκης (Χάρρυ Κλυνν) “στο αεροδρόμιο”, μη βρίσκοντας κάτι καλύτερο να του πει για τα αδιέξοδα της εποχής…
Στην ίδια ταινία, είναι ισχυρό το αποτύπωμα της λογικής της εξάρτησης που επικρατούσε τότε, καθώς μας παρουσιάζει την κυριαρχία-κατοχή των Γερμανών (καριόλεν…) που ουσιαστικά δεν έφυγαν ποτέ και ξανακλείνουν στο μαντρί τον ήρωα (Γιάννης Γιαννάκης), ο οποίος συμβολίζει την Ελλάδα.
-Μπίτε (παρακαλώ), Χερ Γιαννάκης.
-Μόλις βγήκα ρε παιδιά…
Το δεύτερο μεγάλο κεφάλαιο αφορά τη δισκογραφία του Χάρρυ Κλυνν, όπου υπάρχουν σκόρπιες πολλές αναφορές με πολιτικό υπόβαθρο. Στο Natin Fatin για παράδειγμα, διασκευάζει ένα γνωστό τραγούδι-μοιρολόι της ελληνόφωνης Κάτω Ιταλίας (“Άνδρα μου πάει…”) και το κάνει “Ανδρέα πάει”, για την Αλλαγή που πνέει τα λοίσθια. Στο ενδιάμεσο προτρέπει τους θεατές να τραγουδάνε κι αυτοί τους στίχους με καημό και συναίσθημα, για να πει σε μια στροφή.
-Και οι κομμουνιστές τώρα παρακαλώ. Εγώ κι εσύ δηλαδή μαέστρο…
Και το τραγούδι καταλήγει με το πικρά προφητικό “Ανδρέα πάλι”, με ακλόνητη πίστη στη μνήμη χρυσόψαρου του κυρίαρχου λαού και το “σύνδρομο της Στοκχόλμης” που αναπτύσσει με τον εκάστοτε βιαστή της λαϊκής βούλησης.
Στο “Ραντεβού με την Εισαγγελία”, ενσωματώνει στο δίσκο την ηχογράφηση από μια παράσταση στο μαγαζί που εμφανίζεται και μιμείται τη φωνή μιας κυρίας.
-Μμμ, σας μάθαμε κύριε Κλυνν, λέτε, λέτε, για όλους λέτε, μόνο για το ΚΚΕ δε λέτε.
Για να αρχίσει το κόμπιασμα και να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές.
-Ε πώς δε λέω; Ε μα λέω… Δηλαδή… λέω, λέω…
Και μετά αρχίζει όντως να λέει, σατιρίζοντας την κουφάλα στο Γκορμπατσόφ που μας έβγαλε από τη σειρά μας (είχαμε εκεί έναν ηγέτη, τριακόσια, τετρακόσια χρόνια, τον θάβαμε, τον ταρριχεύαμε, τον ξαναβάζαμε στη θέση του) και την κατάσταση στο κόμμα: το ένα πόδι στην παράδοση, το άλλο στην ανανέωση, η θέση μας είναι περίπου αυτή.
Στην κασέτα δε φαίνεται, αλλά πρέπει να δείχνει ανάμεσα στα πόδια του, κάνοντας τη χαρακτηριστική χειρονομία.
Κάνει αναφορά και στην προσωπική περιουσία που δεν έχει ο Χαρίλαος και θέλει να τη μοιραστεί με τους άλλους, αποδεικνύοντας πως μπορεί κανείς να αυτοσαρκαστεί, για να σατιρίσει τους άλλους και τα ανόητα κλισέ τους, σε μια εποχή που η Αυριανή αμολούσε τον κίτρινο οχετό της για τα “κότερα του Χαρίλαου”.
Και σατιρίζει προφητικά εν έτει 1989 τη σχέση του κόμματος με τους σοβιετικούς ηγέτες και το παρελθόν του σοσιαλισμού, αναφέροντας ένα υποτιθέμενο κομματικό αχτίφ στην ΚΝΕ, όπου ο καθοδηγητής ρωτάει τους μικρούς Κνίτες, για να τους προβιβάσει.
-Ποιος είναι ο μεγαλύτερος προδότης στην ιστορία του κινήματος;
“Ο Στάλιν σύντροφε”, λέει ένας. -Μπράβο παιδί μου, προβιβάζεσαι.
“Ο Χρουτσόφ, σύντροφε” λέει ο άλλος. Προβιβάζεται και αυτός.
“Ο Γκορμπατσόφ σύντροφε” λέει ο τρίτος -κι υπόψη, είμαστε ακόμα πριν την πτώση του Βερολίνου.
Εξοργίζεται τότε ο καθοδηγητής, κι ορμάει στον Κνίτη σύντροφο:
-Λέγε γρήγορα ποιος σου έδωσε τις απαντήσεις των εξετάσεων της επόμενης χρονιάς…
Άλαλα τα χείλη…
Στο δίσκο “Μαλακά… πιο μαλακά” αφιερώνει το δίσκο του σε διάφορα κόμματα, σατιρίζοντας φανερά την πολυδιάσπαση της Αριστεράς και την ύπαρξη πολλών χώρων-φορεών που είναι ή δηλώνουν κομμουνιστικοί. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, το “ΚΚΕ εσωτερικού”, το ΜΛ-ΚΚΕ, το ΚΚΕ (μ-λ), το Μου Κουκουέ Λου, το Λου Κουκουέ Μου, το Κουκουέ Μπουλκουμέ και πάει λέγοντας (από αυτό το τελευταίο έχει πάρει το όνομά της και μια γνωστή ομάδα στο ΦΒ, με κατά βάση αντικομματικές αιχμές). Αλλά εκεί σατιρίζει μάλλον τις διασπάσεις παρά τη “μήτρα” τους, δηλαδή το ίδιο το ΚΚΕ, περίπου όπως έκαναν και οι Monty Python στο “Life of Bryan” με το Λαϊκό Μέτωπο Ιουδαίας και τις παραλλαγές του.
Όλα τα καλά όμως έχουν ένα τέλος. Το τέλος του Χάρρυ Κλυνν στη σχέση του με το ΚΚΕ ήρθε το 1991, μαζί με την παγκόσμια κρίση του κομμουνιστικού κινήματος, και επισφραγίστηκε με εμφατικό -όσο και χυδαίο- τρόπο, με ένα “σατιρικό” τραγούδι στο δίσκο “Γρανίτα από τζατζίκι”, όπου ο πιο ήπιος στίχος ήταν “χαιρέτα μου τον Περισσό το κόμμα έμεινε μισό”, για να συνεχίσει με χοντράδες για την (τότε) σωματική διάπλαση της Αλέκας, τη διάλυση του “ψευτοσοσιαλισμού” κι άλλα παρόμοια, που εξέφραζαν επιθετικά την απογοήτευσή του.
Το τέλος του στη σχέση Χάρρυ Κλυνν με το ΚΚΕ σηματοδότησε ουσιαστικά και το δικό του καλλιτεχνικό τέλος, αφού στις επόμενες δουλειές του, στην καλύτερη επαναλάμβανε τον εαυτό του, εκφράζοντας μια γενική παρακμή και το κλίμα της εποχής. Ο “καλλιτεχνικός θάνατός” του συνέπεσε με την αντεπανάσταση και τις ανατροπές, κάτι που προφανώς δεν ήταν τυχαίο. Γιατί όπως γράψαμε κι αλλού, η σάτιρα ή θα είναι πολιτική ή δε θα υπάρξει. Και όταν ο καλλιτέχνης χάνει το πολιτικό του κριτήριο, χάνει τον μπούσουλα και καταλήγει να αδικεί τον εαυτό του.
Στην περίπτωση του Χάρρυ Κλυνν, τα στερνά δεν τίμησαν τα πρώτα. Δεν είναι τυχαίο που στην ανακοίνωσή του το ΚΚΕ σημειώνει θετικά το έργο του “ιδιαίτερα στη δεκαετία του ’70 και του ’80”. Κι ευτυχώς, το έργο μπορεί να αυτονομηθεί από το δημιουργό του και να ιδωθεί ανεξάρτητα από την κατοπινή του πορεία, χωρίς να έχει ευθύνη για τα δικά του ολισθήματα.