Χάινριχ Χίμλερ, ο αρχηγός των Ες-Ες: Από το κοτέτσι στους θαλάμους αερίων.
Πίσω από τη μειλίχια εμφάνιση του τέως ορνιθοτρόφου, κρυβόταν η ψυχή του κατασταλτικού μηχανισμού του Τρίτου Ράιχ.
Σαν σήμερα αυτοκτονούσε σε βρετανικό στρατόπεδο όπου κρατούνταν ο Χάινριχ Χίμλερ, για χρόνια δεξί χέρι του Χίτλερ, από τους φονικότερους πρωτεργάτες του ναζιστικού καθεστώτος, καθώς υπήρξε τόσο επικεφαλής των Ες-Ες, όσο και βασικός υπεύθυνος της ίδρυσης κι εξάπλωσης του δικτύου στρατοπέδων συγκέντρωσης κι εξόντωσης των ναζί.
Γεννήθηκε στις 7 Οκτώβρη 1900 στο Μόναχο, γιος διευθυντή σχολείου, του Γκέμπχαρντ Χίμλερ και της συζύγου του Άννας. Νονός του ήταν ο πρίγκηπας Ερρίκος της Βαυαρίας, κι όπως καταλαβαίνει κανείς ο Χίμλερ μεγάλωσε σε ένα αυστηρά καθολικό και συντηρητικό περιβάλλον. Τελειώνοντας με μέτριες επιδόσεις το σχολείο το 1917, προσπάθησε να μπει στο Ναυτικό, απ’όπου τον απέρριψαν λόγω της μυωπίας του. Έγινε δεκτός ως σημαιοφόρος στο πεζικό, χωρίς ωστόσο να υπηρετήσει στο μέτωπο, ενώ μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου παρά τη θέλησή του αναγκάστηκε να διακόψει τη στρατιωτική του εκπαίδευση.
Διαπνεόμενος από φλογερά εθνικιστικά συναισθήματα, υπηρέτησε στα παραστρατιωτικά Φράικορπς το 1919, πολεμώντας κατά του σοσιαλδημοκράτη Κουρτ Άισνερ που είχε εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς συμβουλίων στο Μόναχο. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο του Μονάχου, στον τομέα της αγροτικής παραγωγής. Μετά την αποφοίτησή του δούλεψε για λίγους μήνες ως βοηθός εργαστηρίου σε βιομηχανία παρασκευής λιπασμάτων, απ’όπου παραιτήθηκε. Μέσω διαφόρων εθνικιστικών συλλόγων στους οποίους συμμετείχε, ήρθε σε επαφή με τον παραστρατιωτικό σύνδεσμο του μετέπειτα αρχηγού των Ταγμάτων Εφόδου, Έρνστ Ρεμ. Εκείνος τον ώθησε να γίνει μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος το 1923, ενώ την ίδια χρονιά ο Χίμλερ συμμετείχε ενεργά στο αποτυχημένο πραξικόπημα της μπιραρίας στο Μόναχο υπό τον Αδόλφο Χίτλερ, καταλαμβάνοντας για λίγο το Υπουργείο Πολέμου.
Την περίοδο της απαγόρευσης του ναζιστικού κόμματος έδρασε για λογαριασμό των οργανώσεων-βιτρίνα των ναζί, συνδεόμενος με τον Γκρέγκορ Στράσερ, της “αριστερής” πτέρυγα του NSDAP. To 1925 στο επανιδρυθέν κόμμα έγινε γραμματέας του Στράσερ και γκαουλάιτερ Κάτω Ρηνανίας και Άνω Παλατινάτου, κι αργότερα της Άνω Βαυαρίας και Σουηβίας. Από το 1926 ως το 1930 υπήρξε υπεύθυνος προπαγάνδας του κόμματος, ενώ το 1927 αναδείχθηκε στην ηγεσία των Ες-Ες, που τότε υπαγόταν ακόμα στα Τάγματα Εφόδου (SA). Ένα χρόνο μετά παντρεύτηκε την κατά οχτώ χρόνια μεγαλύτερή του Μαργκαρέτε Μπόντεν, κόρη γαιοκτήμονα, με την οποία ίδρυσαν ένα ορνιθοτροφείο που δεν είχε επιτυχία, μεταξύ άλλων και λόγω της κακής σχέσης του ζευγαριού, με αποτέλεσμα ο ίδιος μετά τη γέννηση της κόρης του να αφήσει την οικογένειά του και το αγρόκτημα. Αργότερα, στη διάρκεια του πολέμου θα χωρίσουν επίσημα, με τον ίδιο να συζεί με τη γραμματέα του, αποκτώντας δυο παιδιά.
Ο Χίμλερ κατορθώνει σύντομα να καταστήσει τα Ες-Ες αυτόνομη κομματική οργάνωση, των οποίων τα μέλη άρχισαν να αυξάνονται γρήγορα μετά το 1930, χρονιά κατά την οποία ο ίδιος εκλέχτηκε βουλευτής του Ράιχσταγκ. Αρχικά τα Ες-Ες δημιουργήθηκαν ως προσωπική σωματοφυλακή του Χίτλερ, σύντομα όμως ο Χίμλερ διεύρυνε τους στόχους της, σκοπεύονταν να την καταστήσει σε φυτώρια της ναζιστικής ελίτ, όπου μέσω αυστηρής επιλογής μελών θα ενσαρκωνόταν το ιδανικού του “Κυρίαρχου Άνδρα” της ναζιστικής ιδεολογίας. Για το λόγο αυτό επέβαλε ευγονικά κριτήρια στα μέλη των Ες-Ες, με τη λεγόμενη “Διαταγή γάμου”. Στα πλαίσια αυτά ίδρυσε και την οργάνωση “Lebensborn”, η οποία υποστήριζε συζύγους των Ες-Ες ή “άριες” γυναίκες που έκαναν εκτός γάμου παιδιά μαζί τους, οικονομικά, ιατρικά ή με τη μεσολάβηση για υιοθεσίες. Αργότερα, στη διάρκεια του πολέμου η οργάνωση ενοχοποιήθηκε για την απαγωγή χιλιάδων παιδιών από τα κατεχόμενα εδάφη, κυρίως την Πολωνία, που κρίνονταν “άρια” στην εμφάνιση και δίνονταν σε γερμανικές οικογένειες προς υιοθεσία.
Το 1931 καταστέλλει μια ανταρσία εντός των Ταγμάτων Εφόδου, κάτι το οποίο πείθει το Χίτλερ για την αδιαπραγμάτευτη αφοσίωση του Χίμλερ στο πρόσωπό του. Εκείνος επεκτείνει ακόμα περισσότερο τον αστυνομοκρατικό χαρακτήρα της οργάνωσης, αναθέτοντας στο στενό του συνεργάτη Ράινχαρτ Χάιντριχ τη δημιουργία της Υπηρεσίας Ασφαλείας (SD). Η άνοδος των ναζί στην εξουσία σηματοδοτεί την ανάληψη νέων υπερεξουσιών του Χίμλερ στον τομέα της καταστολής των αντιπάλων του ναζισμού. Αρχικά διορίζεται αστυνομικός διευθυντής Μονάχου και αργότερ πολιτικός διοικητής αστυνομίας της Βαυαρίας, ενώ το Μάρτη του 1933 είναι υπεύθυνος για την ίδρυση του πρώτου στρατοπέδου συγκέντρωσης των ναζί στο Νταχάου. λίγο έξω από το Μόναχο.
Το 1934 γίνεται υπεύθυνος αστυνομίας σχεδόν σε όλες τις περιοχές της χώρας, αξιοποιώντας παράλληλα τις αντιπαλότητες μεταξύ των διαφόρων αλληλοεπικαλυπτόμενων υπηρεσιών για να προωθεί τα δικά του σχέδια. Στις 20 Απρίλη εκείνης της χρονιάς ο Γκαίρινγκ διορίζει το Χίμλερ επιθεωρητή της Γκεστάπο η οποία μαζί με την υπηρεσία Ασφαλείας του Χάιντριχ δημιουργούν έναν ασφυκτικό κλοιό παρακολούθησης γύρω από κάθε πραγματικό ή υποθετικό αντίπαλο του καθεστώτος. Τα Ες-Ες κι ο ίδιος προσωπικά υπήρξαν πρωταγωνιστές της λεγόμενης “Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών” τον Ιούνη του 1934, όταν διαλύθηκαν τα Τάγματα Εφόδου και δολοφονήθηκε μεταξύ πολλών άλλων, κυρίως εσωκομματικών αντιπάλων, ο αρχηγός τους Έρνστ Ρεμ. Με τη διάλυση των SA ο Χίμλερ και η οργάνωσή του αποκτούν κι επισήμως το μονοπώλιο της αστυνόμευσης στη χώρα, ενώ διορίζονται από τον ίδιο το Φύρερ αποκλειστικοί υπεύθυνοι ίδρυσης και διαχείρισης των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Χίμλερ γίνεται “Επίτροπος του Ράιχ για την εδραίωση του Γερμανισμού”, με στόχο την πολιτική εποικισμού κι εξόντωσης φυλετικών εχθρών στις κατεχόμενες περιοχές. Διαβόητη έγινε η δράση του στην Πολωνία, όπου το “βαρύ καθήκον” όπως το ονόμαζε εκείνος, τον οδήγησε στην εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Πολωνών και Εβραίων. Μετά την επίθεση στην ΕΣΣΔ του ανατίθεται προσωπικά από το Χίτλερ η ευθύνη για την αστυνόμευση των κατεχόμενων περιοχών, κάτι που τον καθιστά βασικό υπεύθυνο της “Τελικής Λύσης” κατά των Εβραίων, αλλά και για τις διώξεις χιλιάδων Σοβιετικών, Πολωνών, Τσέχων και Εβραίων, των λεγόμενων “υπανθρώπων” οι οποίοι μπορούσαν να εκτελούνται, να μεταφέρονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης εργαζόμενοι για την πολεμική βιομηχανία κι άλλες μεγάλες επιχειρήσεις του Ράιχ, και να εκτοπίζονται ανατολικά για να κάνουν χώρο για εποικισμούς “αρίων”.
Το 1943 διορίζεται υπουργός Εσωτερικών του Ράιχ και την ίδια χρονιά σε ομιλία του μπροστά σε αξιωματικούς των Ες-Ες μιλάει ανοιχτά για την “εξολόθρευση των Εβραίων”. Η εξουσία του Χίμλερ φτάνει στο ζενίθ της μετά την απόπειρα δολοφονίας κατά του Χίτλερ τον Ιούλη του 1944, όταν αναλαμβάνει σημαντικά στρατιωτικά αξιώματα. Στις αρχές του 1945, μετά την κατάρρευση της άμυνας της στρατιάς που διοικούσε, καταφεύγει σε στρατιωτικό νοσοκομείο των Ες-Ες και προσπαθεί να έρθει σε επαφή με τους Δυτικούς Συμμάχους, επιδιώκοντας τη σύναψη ξεχωριστής ειρήνης, με την προοπτική μιας συμμαχίας Αγγλοαμερικανών και Γερμανών κατά της ΕΣΣΔ. Ο Χίτλερ μαθαίνοντας αυτά τα νέα από το καταφύγιό του, δίνει έντολή για τη σύλληψή του. Μετά την αυτοκτονία του Φύρερ στις 30 Απρίλη 1945, ο ίδιος προσπαθεί να έρθει σε επαφή με τον ναύαρχο Νταίνιτες, διάδοχο του Χίτλερ, μεταμφιεσμένος σε πρόσφυγα με πλαστά στοιχεία. Συλλαμβάνεται ωστόσο από τους Βρετανούς, που λίγο καιρό μετά αναγνωρίζουν την ταυτότητά του. Μη θέλοντας να λογοδοτήσει για τα εγκλήματά του, αυτοκτόνησε με τη χρήση κάψουλας δηλητηρίου που κουβαλούσε προληπτικά πάνω του στο βρετανικό στρατόπεδο, στις 23 Μάη 1945.