Μίνως Αργυράκης-Λυρισμός, σάτιρα και κοινωνικοί αγώνες
Το έργο του επικεντρώθηκε σε δύο άξονες, από τη μια την καυστική κοινωνική σάτιρα, και από την άλλη ο λυρισμός, με επίκεντρο τις νεράιδες και τις γυναίκες που απεικόνιζε.
Συμπληρώνονται σήμερα 20 χρόνια από το θάνατο του σπουδαίου ζωγράφου, σκιτσογράφου και σκηνογράφου Μίνου Αργυράκη, που συνέδεσε το όνομά του με μερικές από τις ομορφότερες δουλειές του ελληνικού θεάτρου, ενώ ιστορικές υπήρξαν και οι συνεργασίες του με το Μάνο Χατζιδάκι. Γεννήθηκε το 1919 σε άγνωστη ημερομηνία στο Αϊδίνι, μολονότι επίσημα ως τόπος γέννησής του αναφερόταν η Σμύρνη. Ο πατέρας του ήταν μεγαλοαστός, τραπεζίτης, που ωστόσο έπεσε θύμα σφαγής στη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Χωρίς περιουσία και με το μικρό μωρό αγκαλιά, η μητέρα του Γαλάτεια ήρθε στην Αθήνα, όπου η φίλη της οικογένειας Πηνελόπη Δέλτα φρόντισε για την μόρφωση του μικρού και χάρη σε εκείνη έγινε αργότερα δεκτός ως υπότροφος του Κολλεγίου Αθηνών. Εκεί ο Μίνως Αργυράκης δε διακρίθηκε για τις ακαδημαϊκές του επιδόσεις, αλλά για τις συχνές του αταξίες, καθώς όπως δήλωνε αργότερα τον καταπίεζε αφόρητα η σχολική ζωή, με τον ίδιο να ονειρεύεται να γίνει στρατηγός για να μπορεί να καταπιέσει κι ο ίδιος άλλους ανθρώπους κάποτε. Στον αντίποδα αυτών των παιδικών φαντασιώσεων, ως μαθητής του Κολλεγίου ξεχώρισε για το ταλέντο του στην ιχνογραφία και τα καλλιτεχνικά. Τα πρώτα του σκίτσα έγιναν για το σχολικό περιοδικό, το “Θησαυρό του κολλεγίου” το 1939. Στη διάρκεια της κατοχής συμμετείχε στο αντάρτικο με τον ΕΛΑΣ, χωρίς να είναι κομμουνιστής, αλλά πιστεύοντας ότι “η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια μοντέρνα, ασφαλώς σοσιαλιστική χώρα”. Κατά τα Δεκεμβριανά μάλιστα κρατήθηκε για ένα διάστημα στο βρετανικό στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα, ενώ δραστηριοποιήθηκε αργότερα και ως ιδρυτικό στέλεχος της Νεολαίας Λαμπράκη.
Απέτυχε δις να εισαχθεί στη Σχολή Καλών Τεχνών, λόγω του ακαδημαϊσμού που επικρατούσε τότε. Δάσκαλός του υπήρξε ο Γιάννης Τσαρούχης, που ζωγράφιζε τα καλοκαίρια στο Πεδίον του Άρεως. Ο Αργυράκης συνήθιζε να απομονώνεται στην ταράτσα του σπιτιού του, ζωγραφίζοντας ώρες ή και μέρες ολόκληρες.
Το έργο του επικεντρώθηκε σε δύο άξονες, από τη μια την καυστική κοινωνική σάτιρα, την οποία εξέφραζε μέσω σκίτσων σε ελληνικά και ξένα έντυπα, και από την άλλη ο λυρισμός, με επίκεντρο τις νεράιδες και τις γυναίκες (πολύ σπάνια άνδρες) που απεικόνιζε. Στο έργο του παρεμβάλλονται επίσης πολλά “τέρατα” για τα οποίασημειώνει το 1963 στην “Επιθεώρηση Τέχνης ο Γ. Πετρής,με αφορμή την έκθεση του καλλιτέχνη στην γκαλερί “Ζυγός”, “…ο Μ. Αργυράκης μας αποκαλύπτει μια σειρά από περίεργα τέρατα (…). Είναι τέρατα κοινά, σχεδόν καθημερινά, που τα βλέπουμε στο δρόμο μας, που μπορούμε να τα συναντήσουμε σε κάθε βήμα, φτάνει να προεκτείνουμε έστω κι ελάχιστα τις παραστάσεις που μας δίνουν αντικειμενικά οι αισθήσεις μας. Στόχος του είναι οι ξένοι, τα ξένα πράγματα που έρχονται στην Ελλάδα. Από τους ποικιλόμορφους τουρίστες ως την απειλή του πολέμου και την ξένη βοήθεια. Στην πραγματικότητα τα τέρατα τούτα είναι η προσωπική του εντύπωση από τους ξένους και τα ξενόφερτα στον τόπο μας. Και βρήκε ένα δικό του τρόπο να μας εκφράσει αυτές του τις εντυπώσεις”.
Στο Λονδίνο τη δεκαετία του ’60 συνδέθηκε με τον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη, που είχε στείλει σκίτσα του Αργυράκη σε περιοδικό της πόλης , καλώντας τον να δουλέψει εκεί. Μετά πήγε στο Παρίσι, που του άρεσε ιδιαίτερα και απογείωσε τη δημιουργικότητά του, ενώ παράλληλα συμμετείχε σε σειρά εκθέσεων στη Νέα Υόρκη, όπου είχε ενθουσιώδη υποδοχή, στο Τόκια αλλά και τη Μόσχα, όπου το κοινό ήταν λιγότερο θερμό, αλλά ο Αργυράκης θυμάται χαρακτηριστικά την προθυμία των κατοίκων να τον βοηθήσουν. ” Μια φορά ρώτησα πού είναι ένας δρόμος και τριάντα άνθρωποι τσακίστηκαν να με εξυπηρετήσουν”.
Αναφερόμενος στο έργο-σταθμό “Οδός Ονείρων”, αναφέρει ότι ήταν καρπός συναντήσεων στο “Ζόναρς” μεταξύ Χατζηδάκι, Γκάτσου, του ίδιου και του Δημήτρη Χορν, με την κεντρική ιδέα και το όνομα να βασίζεται στο πρώτο άλμπουμ του Αργυράκη “Οδός ονείρων” το 1957,ένα έργο με έντονα σατιρικά αλλά και μυθολογικά στοιχεία. Για το ομώνυμο θεατρικό που ανέβηκε το 1962 στο θέατρο Μετροπόλιταν, ο ίδιος συνέθεσε τους στίχους ενός από τα τραγούδια της παράστασης, καθώς και τα σκηνικά και τα κουστούμια. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο σημαντικός σκηνοθέτης Αλέξης Σολωμός. Για τη φιλία του με το Χατζηδάκι έλεγε: «Σαν τον Μάνο δεν υπήρξε άλλος κανείς. Πολλοί απορούσαν πως μπορεί να ταιριάζαμε τόσο πολύ εγώ, ένας αριστερός ή “αναρχικός”, με τον Μάνο, που τον θεωρούσαν δεξιό. Όμως και αριστεροί και δεξιοί κατά βάθος θέλουμε τα ίδια πράγματα μέσα μας κι αυτό που μας κάνει να χωριζόμαστε είναι ο εγωισμός μας. Και το γεγονός ότι δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στο τομάρι μας απ’ ό,τι στο σύνολο».
Λίγο πριν τη χούντα, ο Μ. Αργυράκης δημιουργεί με την σύντροφό του, τον Γ. Τσαρούχη και τον Ευγένιο Σπαθάρη,την “Κιβωτό της Αμυ”,ένα πρωτοποριακό για την εποχή καλλιτεχνικό χώρο στην Πλάκα, όπου γίνονται διάφορα δρώμενα (λόγος, μουσική, χορός). Η χούντα θα κλείσει το χώρο, με το πρόσχημα πως δεν είχε άδεια “μετά μουσικών οργάνων…”. Αυτή η αντιμετώπισει θα τον οδηγήσει να αυτοεξοριστεί στην Ισπανία, στο Λονδίνο, στην Κοπεγχάγη. Εκεί θα εκδώσει και τη δεύτερη σατιρική συλλογή σκίτσων του – με κείμενό του αυτή τη φορά – “Η πολιτεία έπλεε εις την Μελανόλευκον”, με έντονα αντιδικτατορικά μηνύματα.
Μετά την πτώση της χούντας, επιστρέφει στην Ελλάδα, συνεχίζοντας το πολυσχιδές δημιουργικό του έργο. Το 1981 ξανασυνεργάζεται με τον Μ. Χατζιδάκι και δημιουργούν την “Πορνογραφία”, που είναι και η τελευταία ολοκληρωμένη δουλειά του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή και κλείστηκε στο σπίτι του, έχοντας επαφή με λίγους μόνο φίλους, ενώ μετά το θάνατο του Χατζηδάκι μπήκε σε γηροκομείο. Πέθανε πριν δει να εκπληρώνεται η υπόσχεση του τότε υπουργού Πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου για την πραγματοποίηση αναδρομικής έκθεσης στην Εθνική Πινακοθήκη.