Η Πολιορκία και η Άλωση της Πόλης
Το κείμενο του Νέστορα Ισκεντέρη μας δίνει μια μοναδική γεύση από την πολιορκημένη κι έπειτα ρημαγμένη Κωνσταντινούπολη. Αυτό δεν είναι με κανένα τρόπο αξιολόγηση των άλλων πηγών. Μα είναι απαραίτητο – επειδή το κείμενο έχει μείνει, σε μας τουλάχιστον στην Ελλάδα, αναξιοποίητο και μάλλον άγνωστο – να υπογραμμιστεί η ιδιομορφία του και η σημασία του.
Σκηνές από την Άλωση*
“…Η ρήγισσα, από εκείνη τη στιγμή που την αποχαιρέτισε ο καίσαρ, έλαβε και το σχήμα. Οι στρατηγοί κι οι άρχοντες που έμειναν εκεί πήραν τη ρήγισσα και τις αρχοντοπούλες και πολλές άλλες νεαρές γυναίκες και τις έστειλαν με τα καράβια και τα κάτεργα του Γιουστινιάνη στα νησιά και στο Μωριά στους συγγενείς τους.
Ο λαός στους δρόμους και τα σπίτια δεν υποτάχθηκε στους Τούρκους, αλλά τους επολέμαγε κι εσκότωσαν πολλούς εκείνη την ημέρα, αλλά έπεσαν και πολλοί από αυτούς τους ίδιους, καθώς και γυναίκες και παιδιά κι άλλους τους εσκλάβωναν οι Τούρκοι. Αυτοί που ήταν απάνω στις τάπιες δεν θέλησαν να τις παραδώσουν, επολέμησαν με τους Τούρκους και στις δυο μεριές – με κείνους που ήταν ακόμα όξω και με τους άλλους μέσα στην πόλη· κι όταν την ημέρα τους ενίκαγαν οι Τούρκοι, αυτοί κατέβαιναν στους κρυψώνες και τις νύχτες έβγαιναν κι εχτύπαγαν τους Τούρκους. Μα κι άλλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά, τους έρριχναν ψηλά από τα σπίτια κεραμίδες και τούβλα ή έβαναν φωτιά στις ξύλινες σκεπές των σπιτιών και τους επολέμαγαν μ’ αναμμένα δαυλιά, τους έκαναν πολλές και μεγάλες ζημιές, τόσο που εφοβήθηκαν οι πασάδες κι οι σαντζάκ – μπέηδες και δεν ήξεραν τι να κάνουν, αλλά έστειλαν στο Σουλτάνο και του είπαν: “Αν ο ίδιος δεν έμπεις στην πόλη, είναι αδύνατο να την πάρουμε”. Αυτός είχε βάλει να ψάχνουν παντού για τον καίσαρα και τη ρήγισσα και δεν αποφάσιζε να έμπει· το σκέφτηκε πολύ κι είπε να φέρουν μπροστά του όσους άρχοντες και στρατηγούς έπιασαν σκλάβους στις μάχες ή οι ίδιοι παραδόθηκαν στα χέρια των πασάδων· τους έδωκε το λόγο της τιμής του – και δώρα έταξε – και τους έστειλε μαζί με τους πασάδες και τους σαντζάκ – μπέηδες ν’ αναγγείλουν στους κατοίκους σ’ όλους τους δρόμους και σ’ αυτούς εκεί που εκράτηγαν τις τάπιες τον λόγο και τον όρκο του Σουλτάνου: να πάψουν τον πόλεμο χωρίς κανένα φόβο ότι θα τους θανατώσουν ή θα τους σκλαβώσουν· κι αν όχι – όλους σας τότε, και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, θα σας φάει το μαχαίρι.
Έγινε κι αυτό. Έτσι έπαψε ο πόλεμος και παραδόθηκαν όλοι στα χέρια των αρχόντων, των στρατηγών και των πασάδων· μόλις το άκουσε ο Σουλτάνος εχάρηκε κι έστειλε να καθαρίσουν την πόλη, τους δρόμους και τις πλατείες, και την 11η ημέρα έβαλε πάλι τους σαντζάκ – μπέηδες να πιάσουν τους δρόμους με πολλούς στρατιώτες μήπως γίνει καμιά προδοσία. Κι ο ίδιος, μαζί μ’ όλους τους αξιωματούχους του σεραγιού, εμπήκε από την πύλη του αγίου Ρωμανού κι επήγε στη μεγάλη εκκλησία· εκεί μέσα ήταν ο Πατριάρχης κι όλος ο κλήρος κι αμέτρητος λαός, επίσης γυναίκες και παιδιά· κι έφτασε στην πλατεία, μπροστά στη μεγάλη εκκλησία, ξεπέζεψε κι έπεσε με το πρόσωπο χάμω στη γη, επήρε χώμα με το χέρι του και το εσκόρπισε στο κεφάλι του· έτσι ευχαριστούσε το Θεό. Κι αφού εθαύμασε το μέγιστο αυτό κτίσμα είπε τα ακόλουθα: “Αλήθεια, οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν κι έφυγαν κι ύστερα από κείνους άλλοι τέτοιοι ποτέ δεν θα υπάρξουν”. Εμπήκε και στο ναό κι είδε την αίσχιστη ερήμωση μέσα στο ιερό του Θεού κι επήγε κι εστάθηκε εκεί ακριβώς, στ’ άγια των αγίων. Ο Πατριάρχης κι όλος ο κλήρος και λαός έσυραν βοή με δάκρυα και θρήνους κι έπεσαν να τον προσκυνήσουν. Τους έδωσε με το χέρι σημείο να σηκωθούν και τους είπε: “Γνώριζε, Αναστάσιε, κι εσύ κι ο κλήρος σου κι όλος ο λαός ότι από σήμερα και στο εξής κανείς να μη φοβάται την οργή μου, κανείς δεν θα θανατωθεί, ούτε θα σκλαβωθεί πλέον”. Και γυρίζοντας στους πασάδες και τους σαντζάκ – μπέηδες είπε ν’ απαγορέψουν σ’ όλο το στρατό και σε κάθε αξιωματούχο του σεραγιού μου κανέναν να μην πειράξουν από τους κατοίκους της πόλης, ούτε τις γυναίκες τους, ούτε τα παιδιά τους, κανέναν να μην σκοτώσουν, ούτε να πάρουν σκλάβο τους, ούτε καμιά άλλη εχθρική πράξη· κι όποιος παραβεί τη διαταγή μας θα πεθάνει κακό θάνατο. Και διάταξε να βγουν από το ναό κι ο κάθε ένας να πάει στο σπίτι του· ήθελε να μείνει αυτός εκεί και να ιδεί τον καλλωπισμό και τους θησαυρούς του ιερού και ν’ αληθέψει ο χρησμός: “Και θα πέσει το χέρι του επί τα ιερά του θυσιαστηρίου και θα τα πάρει και θα τα διαμοιράσει στους υιούς του διαβόλου”. Έβγαινε ο λαός ίσαμε την ένατη ώρα και πολλοί άλλοι έμεναν ακόμα μέσα – κι αυτός δεν είχε άλλη υπομονή να περιμένει κι εβγήκε από το ναό. Σαν είδε ότι εγέμισε απόξω η πλατεία από αυτούς που έβγαιναν κι όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι, απόρησε πώς μέσα από ένα ναό εβγήκε τόσο πλήθος· κι ετράβηξε για το ανάκτορο του καίσαρα.
Εκεί ένας σέρβος εβγήκε μπροστά του και του έφερε το κεφάλι του καίσαρα. Αυτός καταχάρηκε κι εφώναξε αμέσως τους άρχοντες και στρατηγούς κι ερώτησε να μάθει αν αλήθεια είναι του καίσαρα το κεφάλι. Εκείνοι κατατρομαγμένοι αποκρίθηκαν; “Είναι το αληθινό κεφάλι του καίσαρα”. Τότε αυτός το ασπάστηκε κι είπε: “Μα την αλήθεια, ο ίδιος ο Θεός σ’ έφερε στον κόσμο και σ’ έκαμε και καίσαρα· γιατί λοιπόν να πας έτσι άδικα χαμένος;”. Κι έστειλε την κεφαλή στον Πατριάρχη να την χρυσώσει και να την ασημώσει και να την φυλάξει καταπώς αυτός γνωρίζει. Ο Πατριάρχης επήρε την κάρα και την εκλείδωσε σε αργυρό και χρυσωμένο σκεύος και την έκρυψε στη μεγάλη εκκλησία κάτω από την αγία τράπεζα. Από άλλους όμως ακούσαμε ότι κάποιοι που εσώθηκαν, από αυτούς που ήταν μαζί με τον καίσαρα στη Χρυσή Πύλη, επήραν κρυφά το σώμα, εκείνη την ίδια νύχτα, και το επήγαν στον Γαλατά και εκεί τον έχουν θαμμένον.
Και για τη ρήγισσα έγιναν μεγάλες έρευνες κι ανακρίσεις· κάποιοι επήγαν κι είπαν στο Σουλτάνο ότι ο μέγας δούκας, ο μέγας δομέσρτιχος των ανακτόρων κι ο γιός του πρωτοστράτορα Αντρέας κι ο ανιψιός του Ασάν Θωμάς Παλαιολόγος κι ο έπαρχος της πόλης Νικόλαος εφυγάδεψαν τη ρήγισσα με το καράβι. Είπε λοιπόν να τους βασανίσουν και να τους θανατώσουν…”
Οι σκηνές της Άλωσης είναι από το Ρωσικό Χρονικό του Νέστορα Ισκεντέρη, Η Πολιορκία και η Άλωση της Πόλης σε απόδοση, εισαγωγή και σχόλια Μήτσου Αλεξανδρόπουλου.
Στο τέλος του Χρονικού παρατίθεται “Το Σημείωμα του Χρονικογράφου”:
“Τα έγραψα αυτά εγώ ο πολυαμαρτωλός και κολασμένος Νέστωρ Ισκεντέρης που από μικρόν μ’ επήραν οι Τούρκοι και μου έκαναν το σουνέτι, πολλά χρόνια επέρασα στις σκληρές εκστρατείες του πολέμου κι εκρυβόμουνα εδώ κι εκεί μην τύχει και πεθάνω στην επάρατη τούτη πίστη. Έτσι έκανα και τώρα με διάφορες πονηρίες σε τούτη τη μεγάλη και φοβερή εκστρατεία, άλλοτε κάνοντας τον ασθενή, άλλοτε κρυβόμενος, άλλοτε πάλι με τη συνδρομή των φίλων μου, δεν έχανα όμως τον καιρό, αλλά εφρόντιζα να μαθαίνω όσα έκαναν οι Τούρκοι έξω από την πόλη. Κι όταν πάλι με το θέλημα του Θεού εμπήκαμε στην πόλη, ερώταγα με τον καιρό κι εμάζευα από αξιόπιστους και σημαντικούς ανθρώπους όλα τα γενόμενα μέσα στην πόλη εναντίον των απίστων. Και τα σύναξα μετά συντομίας και τα παραδίνω στους χριστιανούς να θυμούνται το υπερτρομερό και υπερθαυμαστό θέλημα του Θεού. Η παντοδύναμη και ζωοποιός Τριάδα ας με δεχτεί και πάλι στο ποίμνιό της, μετά των προβάτων της κι εγώ να ζω και να δοξάζω και ν’ ανυμνώ το μέγα και υπερούσιο όνομά σου, αμήν.”
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γράφει ανάμεσα στα άλλα στην Εισαγωγή :
“Έχουμε λοιπόν ένα Ημερολόγιο για την Πολιορκία και την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Έτσι θα το διαβάσουμε και θα εκτιμήσουμε αυτά που μας λέει κι όσα δεν μας λέει – και τα δύο πολλά και σημαντικά. Ο συγγραφέας δεν κάνει ιστορία, ούτε γράφει έπειτα από χρόνια απομνημονεύματα, όπως είναι τα περισσότερα από τα παλιά αφηγηματικά κείμενα για την Άλωση. Το δικό του αφήγημα έχει τις αρετές της προσωπικής κατάθεσης, σχεδόν ταυτόχρονης με τα γεγονότα. Αλλά συνοδεύεται κι απόλες τις σχετικές ελλείψεις που κι αυτές πάλι με τον τρόπο τους είναι τεκμήριο για το γνήσιο της γραφής. Μέσα απ’ αυτά που λέει και παραλείπει ο Ισκεντέρης θα μπορέσουμε να διακρίνουμε κι εκείνον τον ίδιον και τη μικρή του σκοπιά, απόπου προσπαθεί να ρίξει φως στα διαδραματιζόμενα. Αποκεί που κοιτάζει, όλα δεν μπορεί να τα πιάσει. Θα τον δούμε να πέφτει και σε υπερβολές, ν’ αγνοεί σημαντικά περιστατικά, όπως λ.χ. το πέρασμα του Τουρκικού στόλου δια ξηράς μέσα στον κόλπο του Γαλατά για το οποίο δε λέει τίποτα. Θα διαπιστώσουμε κι άλλες ελλείψεις κι ελαττώματα. Όμως και μέσα απ’ αυτά θα βεβαιωθούμε ότι η προσφορά του στις ιστορικές μας γνώσεις για την Πολιορκία και την άλωση είναι σπουδαία και μεγάλη. Θα μας διηγηθεί περιστατικά που χωρίς εκείνον δεν τα ξέρουμε. Μιλάει για πρόσωπα, για μάχες και ημερομηνίες που οι άλλοι δεν σημείωσαν. Και σε μια σειρά απορίες, που ακόμα έχουμε για τους δυο μήνες της Πολιορκίας και για την ημέρα της Καταστροφής, κάτι θα μας ανακοινώσει – όπως το είδε ή ρώτησε κι έμαθε εκείνες κιόλας τις μέρες. Το κείμενο του Ισκεντέρη μας δίνει, λοιπόν, μια μοναδική γεύση από την πολιορκημένη κι έπειτα ρημαγμένη Κωνσταντινούπολη. Αυτό δεν είναι με κανένα τρόπο αξιολόγηση των άλλων πηγών. Μα είναι απαραίτητο – επειδή το κείμενο έχει μείνει, σε μας τουλάχιστον στην Ελλάδα, αναξιοποίητο και μάλλον άγνωστο – να υπογραμμιστεί η ιδιομορφία του και η σημασία του…”
“Η Πολιορκία και η Άλωση της Πόλης. Το Ρώσικο χρονικό του Νέστορα Ισκεντέρη”. Απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος με Εισαγωγή και Σχόλια, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1978
*Σαν σήμερα, στις 29 του Μάη 1453, ο Οθωμανικός στρατός καταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη.