Ο Ίαν Φλέμινγκ και ο αντικομμουνισμός του Τζέιμς Μποντ
Πεπεισμένος για την “αγριότητα” του σοβιετικού συστήματος, ο Φλέμινγκ δημιούργησε έναν χαρακτήρα με κατεξοχήν στόχο τη διάλυση της ΕΣΣΔ, παρότι κάτι τέτοιο δε διατυπωνόταν ρητά από τον ίδιο στις συνεντεύξεις του, διακρίνεται ωστόσο σε διάφορα σημεία του έργου του.
Σαν σήμερα πριν 11ο χρόνια γεννήθηκε ο Βρετανός συγγραφέας Ίαν Φλέμινγκ, δημιουργός του Τζέιμς Μποντ, του διασημότερου λογοτεχνικού και κυρίως κινηματογραφικού πράκτορα όλων των εποχών. Γιος πλούσιας οικογένειας, ήταν γιος ενός βουλευτή των Συντηρητικών που έπεσε το 1917 στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως πολλά αγόρια της ανώτερης βρετανικής τάξης, ήταν μαθητής του Κολεγίου Ήτον, όπου διακρίθηκε περισσότερο για τις αθλητικές, παρά για τις ακαδημαϊκές του επιδόσεις. Μια σειρά πορβλημάτων στη διαγωγή του τον οδήγησαν σε αποβολή από το Ήτον, ενώ μετά από αυτό εγγράφηκε στο Βασιλικό Στρατιωτικό Κολέγιο του Σάντχερστ. Μετά την αποφοίτησή του το 1931 εργάστηκε ως ρεπόρτερ για το πρακτορείο Ρόιτερς.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του εκεί, είχε μια εμπειρία που θα επισφράγιζε τον αντικομμουνισμό του, που ούτως ή άλλως κυριαρχούσε στο κοινωνικό του περιβάλλον, ο οποίος αργότερα θα διοχετεύονταν και στα συγγραφικά του πονήματα. Το 1933, σε ηλικία 25 ετών, κλήθηκε από το Ρόιτερς να καλύψει τη δίκη έξι Βρετανών μηχανικών, της εταιρείας ηλεκτροπαραγωγής Metro-Vickers, που κατηγορούνταν για κατασκοπία και σαμποτάζ της ΕΣΣΔ. Αιτία ήταν τα συνεχή μπλακ-άουτ των μονάδων που κατασκεύαζε η εν λόγω εταιρεία, καθώς και το γεγονός πως οι μηχανικοί έστελναν αναφορές για τη σοβιετική οικονομία στη μητρική εταιρεία, περιλαμβανομένων πληροφοριών για τη χρήση ηλεκτρισμού σε εργοστάσια αμυντικής βιομηχανίας. Τελικά δυο κατηγορούμενοι αθώωθηκαν, ενώ στους υπόλοιπους οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν δεν εκτελέστηκαν ποτέ, καθώς το σύνολο των μηχανικών απελάθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, κατόπιν διπλωματικών επαφών και πίεσης προς τις σοβιετικές αρχές.
Ο Φλέμινγκ συνέγραψε σειρά άρθρων όπου διεκτραγωδούσε τις διώξεις των μηχανικών καθώς και την “καταπίεση” του σοβιετικού λαού. Έγραφε επίσης στο Φόρεϊν Όφις πως οι κομμουνιστές ήταν αντίπαλοι που έπρεπε να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη: “Αυτοί οι σκληροί γκριζοπρόσωποι άνδρες…είναι μια εντελώς διαφορετική δύναμη από την άσχημα εξοπλισμένη τροφή για κανόνια του 1914”. Η εμπειρία του στην ΕΣΣΔ βρίσκει μια έμμεση, αλλά σαφή μνεία στο μυθιστόρημα “Ζεις μονάχα δυο φορές”, όπου αναφέρεται πως ο πατέρας του Μποντ ήταν αντιπρόσωπος της εταιρείας εξοπισμών Vicker’s.
Πεπεισμένος λοιπόν για την “αγριότητα” του σοβιετικού συστήματος, ο Φλέμινγκ δημιούργησε κάποια χρόνια αργότερα έναν χαρακτήρα με κατεξοχήν στόχο τη διάλυση της ΕΣΣΔ, παρότι κάτι τέτοιο δε διατυπωνόταν ρητά από τον ίδιο στις συνεντεύξεις του, διακρίνεται όμως σε διάφορα σημεία του έργου του . Στη δημιουργία του Μποντ συνέβαλαν και οι δικές του εμπειρίες στην υπηρεσία πληροφοριών του Ναυτικού στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Όντας ήδη μεσήλικας, ξεκίνησε να γράφει λίγο πριν το γάμο του το πρώτο του βιβλίο από το εξοχικό του στη Τζαμάικα, με τίτλο “Καζίνο Ρουαγιάλ”, που κυκλοφόρησε το 1953. Αρχικά τα έργα του είχαν μάλλον χλιαρή ανταπόκριση, αλλά όταν ο Τζον Κέννεντυ ονόμασε στο περιοδικό Life το “Από τη Ρωσία με αγάπη” ανάμεσα στα δέκα αγαπημένα του βιβλία, ο δρόμος προς την παγκόσμια φήμη και τη μεταφορά στον κινηματογράφο είχε ανοίξει διάπλατα.
Από τις πρώτες σελίδες του “Καζίνο Ρουαγιάλ” το ζήτημα του κομμουνισμού τίθεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, καθώς αποτελεί το θέμα συζήτησης του νοσηλευόμενου από βασανιστήρια Μποντ και του φίλου του Μάθις. Αρχικά ο Μποντ παίρνει μια μάλλον “μπλαζέ” στάση απέναντί του:
“Σήμερα μαχόμαστε τον κομμουνισμό. Εντάξει. Αν ζούσα πριν πενήντα χρόνια, το είδος συντηρητισμού που έχουμε σήμερα θα μπορούσε πολύ εύκολα να λέγεται κομμουνισμός και θα μας έλεγαν να πολεμήσουμε αυτό. Η ιστορία κινείται πραγματικά γρήγορα τούτες τις μέρες και ήρωες και κακοί συνέχεια αλλάζουν ρόλους”. Ο φίλος του προσπαθεί μάταια να τον πείσει πόσο πραγματικός είναι ο κομμουνιστικός κίνδυνος, με τον Μποντ να επιμένει πως είναι απλά μια άλλη μορφή διακυβέρνησης που τυγχάνει να αντιπολιτεύεται τη δική του, και πως η ιδέα περί καλού και κακού είναι απλώς δημιουργία της κοινωνίας και των κυβερνήσεων. Ο Μποντ είναι έτοιμος να αποσυρθεί από την κατασκοπία και να αρχίσει μια νέα ζωή με τη “μοιραία γυναίκα” του βιβλίου Βέσπερ Λυντ. Όταν όμως εκείνη αναγκάζεται να αυτοκτονήσει για να σώσει τον πράκτορα από τους Σοβιετικούς που τον καταδιώκουν, η στάση του αλλάζει: “Πόσο γρήγορα αποδείχτηκε πως είχε ο δίκιο ο Μάθις και πόσο γρήγορα οι μικρές μου σοφιστείες μου έσκασαν στα μούτρα!” Συνειδητοποιεί πως “ο πραγματικός εχθρός [η ΕΣΣΔ] δουλεύει ήσυχα, ψυχρά, χωρίς ηρωισμούς”, έτσι αποφασίζει πως “θα επιτεθώ στο χέρι που κρατά το μαστίγιο και το όπλο…θα καταδιώξω την απειλή πίσω από τους κατασκόπους, την απειλή που τους έκανε να κατασκοπεύουν”. Η υπηρεσία αντικατασκοπίας SMERSH (σύντμηση της ρωσικής έκφρασης “θάνατος στους κατασκόπους”), που δημιουργήθηκε στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου γίνεται ο βασικός αντίπαλος, με στόχο βέβαια την ίδια την καρδιά του σοσιαλιστικού κράτους.
Στο βιβλίο “Ζεις μονάχα δυο φορές” ο Μποντ απαγάγεται από την KGB και γίνεται θύμα πλύσης εγκεφάλου, έτσι στο ξεκίνημα του επόμενου βιβλίου, “Ο άνθρωπος με το χρυσό όπλο”, επιχειρεί να δολοφονήσει το αφεντικό και μέντορά του, τον Μ., ο οποίος τον “αποκαθάρει” από την επίδραση των Σοβιετικών ψυχολογικών τρικ, κι έτσι “το παλιό άγριο μίσος για την KGB και τα έργα της αναγεννήθηκε και…το μόνο που ήθελε ήταν να εκδικηθεί όσους εισέβαλαν στο μυαλό του για τους δικούς τους δολοφονικούς σκοπούς”. Στο ίδιο βιβλίο, ο “κακός” είναι ένας φονιάς από την Καραϊβική που έχει συμμαχήσει με την KGB και το Φιντέλ Κάστρο, ενώ πολλοί ακόμα αντίπαλοι στα βιβλία του είναι είτε Σοβιετικοί, είτε συνδεόμενοι μαζί τους, όπως ο Αϊτινής καταγωγής Μίστερ Μπιγκ, που αυτομόλησε από τις ΗΠΑ στην ΕΣΣΔ. Το κατεξοχήν ψυχροπολεμικό του βιβλίο ήταν φυσικά το “Από τη Ρωσία με αγάπη”, όπου η Σοβιετική πράκτορας Τατιάνα Ρομανόβα εξαναγκάζεται από τους προϊσταμένους της να αποπλανήσει τον Μποντ, για να τον εκβιάσει, τελικά ωστόσο τον ερωτεύεται και αυτομολεί στη Δύση. Ο παιδιαριώδης αντικομμουνισμός περί σοβιετικών σωματεμπόρων (διανθισμένο και με το σεξιστικό στερεότυπο της γυναίκας που “ακολουθεί την καρδιά της”, κάτι που δε θα συνέβαινε σε άντρα πράκτορα) ωχριά βέβαια μπροστά σε πολιτικά εμβριθείς αναλύσεις του Μ. προς τον Μποντ, όταν εξανίσταται κατά της “ειρηνικής συνύπαρξης” ως εξής: “Αν οι Ρώσοι θέλουν τόσο πολύ την ειρήνη, τι χρειάζονται την KGB; Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, πρόκειται για 100000 άνδρες και γυναίκες που “κάνουν πόλεμο” όπως λες εναντίον μας κι εναντίον άλλων χωρών”.
Το 1964, σε συνέντευή του Φλέμινγκ στο περιοδικό Playboy, ρωτήθηκε για ποιο λόγο ο βασικός εχθρός του Μποντ, δεν ήταν πλέον η SMERSH, αλλά η μη ιδεολογική τρομοκρατική οργάνωση SPECTRE. Απάντησε: “Έγραφα τον καιρό που προτεινόταν συνάντηση κορυφής-Θεώρησα πως δεν έπρεπε να επιμείνω αν ήταν να συμφιλιωθούμε με τη Ρωσία”, προσθέτοντας όμως πως “αν συνεχίζουν να εκτοξεύουν δηλητήριο με πιστόλι στα πρόσωπα ανθρώπων, θα πρέπει να ξαναασχοληθώ μαζί τους.” Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ταινίες και τα βιβλία για τον Μποντ δεν ήταν ευπρόσδεκτα στην ΕΣΣΔ, όπως δείχνει η κριτική της εφημερίδας της Κομσομόλ, Κομσομόλσκαγια Πράβντα: “ Ο Τζέιμς Μποντ ζει σε έναν εφιαλτικό κόσμο, όπου οι νόμοι γράφονται υπό την απειλεή όπλου, όπου ο εκβιασμός και οι βιασμοί θεωρούνται αξίες και ο φόνος είναι αστείο κόλπο”.