Έντβαρντ Μπένες-Από την ίδρυση της Τσεχοσλοβακίας στην εύθραυστη συμμαχία με την ΕΣΣΔ και τους κομμουνιστές
Αν και αρνητικά διακείμενος δια βίου απέναντι στις κομμουνιστικές ιδέες, και περισσότερο εθνικιστής, αναγνώρισε για λόγους ρεαλπολιτίκ την αναγκαιότητα σύμπλευσης με την ΕΣΣΔ ήδη από το μεσοπόλεμο, ενώ η άβολη συμμαχία του με τους Τσέχους κομμουνιστές έληξε σιωπηρά με την παραίτησή του το 1948.
Σαν σήμερα το 1884 γεννήθηκε ο Έντβαρντ Μπένες, εκ των ιδρυτών της σύγχρονης Τσεχοσλοβακίας (που ως γνωστών διασπάστηκε το 1992 σε δύο κράτη), και σημαντικότερος αστός πολιτικός της χώρας, στο α’ μισό του 20ου αιώνα. Αν και αρνητικά διακείμενος δια βίου απέναντι στις κομμουνιστικές ιδέες, και περισσότερο εθνικιστής, αναγνώρισε για λόγους ρεαλπολιτίκ την αναγκαιότητα σύμπλευσης με την ΕΣΣΔ ήδη από το μεσοπόλεμο, ενώ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμάχησε, σχεδόν μέχρι το θανατό του με τους κομμουνιστές, ελπίζοντας πιθανόν πως θα μπορούσε να τους κρατήσει “υπό έλεγχο”. Όταν αντιλήφθηκε πως κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό, επέλεξε αντί της σύγκρουσης την παραίτηση, κάτι που στοίχισε τόσο τη φήμη του στη σοσιαλιστική Τσεχοσλοβακία, όσο και στην καπιταλιστική Τσεχία, όπου τιμήθηκε με άγαλμα μόλις το 2005, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που ακόμα τον επικρίνουν για “ενδοτικότητα” και παράδοση της χώρας στο “κομμουνιστικό πραξικόπημα”. Στο εξωτερικό, ιδίως στη Γερμανία, είναι επίσης γνωστός για τα “Διατάγματα Μπένες”, με τα οποία εκδιώχθηκε η ουγγρική και γερμανική μειονότητα (Σουδήτες) από τη χώρα μετά τον πόλεμο, υπό συνθήκες που εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο πολεμικής.
Ήταν το δέκατο παιδί ενός φτωχού αγρότη και σπούδασε στη Γαλλία και την Ντιζόν. Αρχικά εργάστηκε ως καθηγητής κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα. Φλογερός εθνικιστής, ίδρυσε μαζί με άλλους την οργάνωση “Μάφιε” κατά της Αυστροουγγρικής κατοχής, ενώ το 1916 έγινε γενικός γραμματέας του Τσεχοσλοβακικού Εθνικού Συμβουλίου. Εργάστηκε για τη συγκρότηση της Τσεχοσλοβακικής Λεγεώνας, που πολέμησε στο πλευρό της Αντάντ (κι αργότερα στο πλευρό των Δυτικών κατά της Σοβιετικής Ρωσίας). Συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις της συνθήκης των Βερσαλιών, ενώ το Εθνικό Συμβούλιο έγινε μοναδικός συνομιλητής των νικητήριων δυνάμεων σε ό,τι αφορούσε την ίδρυση του πρώτου ιστορικά τσεχοσλοβακικού κράτους.
Έγινε από την ίδρυση της το 1918 ως το 1935 υπουργός εξωτερικών της Τσεχοσλοβακίας υπό τον πρόεδρο Τόμας Μάζαρικ, τον οποία μετά διαδέχτηκε στην προεδρία της χώρας. Ανήκε στο Τσεχικό Λαϊκοσοσιαλιστικό κόμμα, και ήταν οπαδός της άποψης πως οι Σλοβάκοι είναι Τσέχοι και η γλώσσα τους διάλεκτος των τσεχικών, αρνούμενος φανατικά την ύπαρξη σλοβακικού έθνους. Τα πρώτα του χρόνια στο αξίωμα ακολούθησε αντισοβιετική πολιτική, όντως πολέμιος της Οχτωβριανής Επανάστασης, η άνοδος του Χίτλερ ωστόσο τον έκανε να συνειδητοποιήσει τη ζωτικής σημασίας αναγκαιότητα συμμαχίας με την ΕΣΣΔ. Με πρωτοβουλία του και σύμφωνη γνώμη της στενής συμμάχου Γαλλίας, ο Μπένες αναγνώρισε το 1934 την ΕΣΣΔ και τον επόμενο χρόνο έκλεισε σύμφωνο φιλίας μαζί της, παρά τις αντιρρήσεις της γαλλικής πλευράς αυτή τη φορά.
Ο Χίτλερ, μετά την προσάρτηση της Αυστρίας το 1938, απαίτησε και την ενσωμάτωση της Σουδητίας, δηλαδή των τσεχικών περιοχών όπου κατοικούσαν Γερμανοί μειονοτικοί. Ο Μπένες κάλεσε σε γενική επιστράτευση, ενώ παράλληλα προσέβλεπε σε στήριξη των δυτικών συμμάχων, κυρίως της Γαλλίας με την οποία είχε υπογράψει και στρατιωτική συμφωνία. Ήταν μάλιστα διατεθειμένος να παραχωρήσει ένα μικρό τμήμα εδαφών στη Γερμανία, με αντάλλαγμα την απομάκρυνση των Σουδητών από τη χώρα. Οι δυτικοί όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκαν στο σχέδιο, αλλά ως γνωστών με τη Συμφωνία του Μονάχου παραχώρησαν τη Σουδητία στο Χίτλερ. Αξίζει να σημειωθεί πως η ΕΣΣΔ σε εκείνο το σημείο πρότεινε στρατιωτική βοήθεια στο Μπένες, την οποία φοβούμενος τις γερμανικές και δυτικές αντιδράσεις απέρριψε ως “μη ρεαλιστική”.
Στη διάρκεια της προεδρικής του θητείας εξασφάλισε διαβατήρια σε πολλούς αντιφρονούντες Γερμανούς και Αυστριακούς, με τη βοήθεια των οποίων κατόρθωναν να μεταναστεύσουν. Λίγες βδομάδες μετά τη Συμφωνία του Μονάχου παραιτήθηκε και κατέφυγε στο Λονδίνο, όπου το 1940, και με τη χώρα του ήδη σφιχτά υπό γερμανική κατοχή, ίδρυσε εξόριστη κυβέρνηση με τον ίδιο επικεφαλής, πετυχαίνοντας την αναγνώρισή του από τους Συμμάχους. Η απογοήτευσή του για τη στάση των δυτικών τον έφερε και πάλι κοντά στην ΕΣΣΔ, ειδικά μετά το 1943, θεωρώντας την δικαίως τη μόνη εγγυήτρια της επανασύστασης του τσεχοσλοβακικού κράτους. Η προσέγγιση αυτή επισφραγίστηκε με σύμφωνο αμοιβαίας αρωγής, που καθόριζε τη στενή συμμαχία των δύο χωρών μεταπολεμικά. Το 1945 ο Μπένες μετέβη στη Μόσχα, συμμετέχοντας σε διαπραγματεύσεις με τους Κομμουνιστές και αριστερούς σοσιαλιστές υπό τον Κλέμεντ Γκότβαλντ για τη συμμετοχή τους στη μεταπολεμική κυβέρνηση με πρόεδρο τον ίδιο.
Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ονομάστη “Πρόγραμμα του Κάσαου” και διακηρύχθηκε στις 5 Απρίλη στο Κοσίτσε, προσωρινή έδρα της κυβέρνησης του Εθνικού Μετώπο, από τον πρόεδρο Ζντένεκ Φίρλινγκερ. Προέβλεπε μεταξύ άλλων την απαγόρευση των συντηρητικών κομμάτων της προπολεμικής περιόδου, την εκ νέου ενσωμάτωση της Σλοβακίας (που επί ναζί είχε μετατραπεί σε ξεχωριστό προτεκτοράτο) με διατήρηση της αυτονομίας της, την απέλαση των Ούγγρων και Γερμανών που είχαν στηρίξει τους ναζί, την εθνικοποίηση των μεγάλων γαιών, μεγάλων τραπεζών και βιομηχανικών μονάδων, τη συνεργασία με την ΕΣΣΔ και την τιμωρία των δοσιλόγων.
Επιστρέφοντας από την ΕΣΣΔ το Μάη ο Μπένες ανέλαβε την ηγεσία της χώρας, παραχωρώντας παράλληλα ένα μικρό τμήμα της Ουκρανίας των Καρπαθίων στην ΕΣΣΔ. Στόχος του ήταν η δημιουργία ενός ενιαίου τσεχοσλοβακικού κράτους αλλά και ο “απογερμανισμός” του, κάτι στο οποίο εντασσόταν και η εκδίωξη των Γερμανών της Σουδητίας. Στην κριτική που δεχόταν για τις συνθήκες της απέλασής τους, απαντούσε πως καταδίκαζε τις ακρότητες σε βάρος τους κι ότι δε θα επέτρεπε σε “ανεύθυνα στοιχεία” να εκθέσουν τη δημοκρατία, ενώ τόνιζε πως όσοι ήταν αντιφασίστες μπορούσαν να παραμείνουν στη χώρα. Το 1946 τέθηκε πρόεδρος ενός σχήματος με πρωθυπουργό τον κομμουνιστή Κλέμεντ Γκότβαλτ, στο οποίο συμμετείχαν και 12 εκπρόσωποι αστικών πολιτικών δυνάμεων ως υπουργοί. Οι ίδιοι παραιτήθηκαν το 1948, προκειμένου να σταματήσουν την επάνδρωση των σωμάτων ασφαλείας από κομμουνιστές, θεωρώντας πως θα έχουν τον Μπένες στο πλευρό τους. Εκείνος ωστόσο, μετά από διάφορες αμφιταλαντεύσεις, αποδέχτηκε την παραίτηση των αστών υπουργών, αρνούμενος ωστόσο να προσυπογράψει το νέο σύνταγμα της χώρας, που θεωρούσε υπερβολικά κοντά στα σοβιετικά πρότυπα. Ήδη βαριά άρρωστος, παραιτήθηκε και πέθανε λίγο αργότερα από φυσικά αίτια στη βίλα του στις 3 Σεπτέμβρη 1948.