Το ΚΤΕΟ
Μέσα σε όλα τα τρελά που έχουμε ζήσει στα χρόνια της κρίσης, κάποια στιγμή προστέθηκε και άλλο ένα. Άκου να δεις, τα μηχανάκια θα ξεκινήσουν να περνάνε και αυτά ΚΤΕΟ. Όταν το πρωτοάκουσα απλά με πιάσανε τα γέλια, γιατί αντικειμενικά κάποια από τα μηχανάκια που κυκλοφορούν στον δρόμο είναι σχεδόν αδύνατο να περάσουν τον έλεγχο του ΚΤΕΟ.
Μέσα σε όλα τα τρελά που έχουμε ζήσει στα χρόνια της κρίσης, κάποια στιγμή προστέθηκε και άλλο ένα. Άκου να δεις, τα μηχανάκια θα ξεκινήσουν να περνάνε και αυτά ΚΤΕΟ. Όταν το πρωτοάκουσα απλά με πιάσανε τα γέλια, γιατί αντικειμενικά κάποια από τα μηχανάκια που κυκλοφορούν στον δρόμο είναι σχεδόν αδύνατο να περάσουν τον έλεγχο του ΚΤΕΟ. Για παράδειγμα ένα Crm πώς ακριβώς θα περάσει και θα βγάλει και κάρτα καυσαερίων με όλο αυτό το λαδοντουμάνι που βγάζει; Οπότε απότην αρχή σκέφτηκα πως κάποιο λάκο έχει η φάβα!
Παρ’ όλα αυτά κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να περάσω και εγώ το δικό μου. Από το εργοστάσιο το μηχανάκι μου δεν είχε ούτε φλας, ούτε καθρέφτες, ούτε κλειδαριά, ένα φώς σαν καντηλάκι αφού δεν είχε μπαταρία, δεν είχε ούτε πατάκια συνεπιβάτη, αλλά ούτε και βάσεις. Είχε όμως μια καθόλα νόμιμη άδεια κυκλοφορίας. Δε βαριέσαι λέω, στην χειρότερη θα περάσω μερικές ώρες άφθονου γέλιου με παρατηρήσεις τύπου “Πρέπει να βάλεις καθρέφτες, φλας κλπ”. Καβάλησα το 300άρι και ξεκίνησα για το ΚΤΕΟ.
Φτάνοντας στην είσοδο οι τσακαλέοι του ΚΤΕΟ με είδαν απο μακριά και καθώς πλησίαζα όλο και περισσότερο τα βλέματα γινόντουσαν πιο έντονα. Αφού σταμάτησα και εξήγησα τον λόγο της επίσκεψής μου, ένας μάστορης με ύφος “Είχα και εγώ πολλά τέτοια μηχανάκια, και τι δεν έχω κάνει, τι να μας πεις και εσύ τώρα, αυτά τα πήγαινα τσουρούλια μονορόδι, αλλά στην πραγματικότητα οδηγώ ένα ΠΑΠΙ” μου έδειξε που να το αφήσω. Πήγα μερικά μέτρα πιο πίσω, άναψα ένα τσιγαράκι και περίμενα να έρθει η σειρά μου.
Όταν έφτασε η ώρα ο μάστορης πήγε να το βάλει μπροστά. Για αρχή έψαχνε την κλειδαριά και τα κλειδιά. “Για φέρε τα κλειδιά” μου είπε. “Δεν έχει ούτε κλειδιά ούτε κλειδαριά” αποκρίθηκα ξεκινώντας σιγά σιγά τα γέλια από μέσα μου. “Kαι πώς θα πάρει μπρος;” ρώτησε ο μάστορης. “Μανιβέλα και έφυγες” απάντησα. Κάπου εδώ έπρεπε να ξεκινήσω ένα σεμινάριο για το πώς να βάλετε μπροστά ένα Klx300R και να βγει αλώβητο το καλάμι του ποδιού σας, αλλά δεν θα έχανα τέτοιο θέαμα. Ξεκινάει ο δικός σου να βαράει μανιβελιές στο γάμο του καραγκιόζη λες και είχε μπροστά του κανα Crypton, ξεκινάει να αγκομαχάει, να ιδρώνει, τρώει και μια καλή ανάποδη στο καλάμι και κάπου εκεί αναφώνησε σαν να παρακαλούσε για έλεος “Δεν έρχεσαι να το βάλεις μπρoς;”. Πλησίασα με ύφος κονιόρδου και αφού έκανα την ιεροτελεστία της συμπίεσης έριξα μια χοροπηδηχτή μανιβελιά και ένα μεγαλοπρεπέστατο μπράααααααπ ακούστηκε. “Έτσι θέλουν για να πάρουν μπρoς αυτά” αναφώνησε ένας άλλος τσακαλάκος με ύφος “Εγώ ξέρω, εγώ θα σου πω, εγώ, εγώ, εγώ, θα θα θα…”. Έτσι ξαναπήγα μερικά μέτρα παραπέρα και συνέχισα το τσιγάρο μου.
Μετά απο κανα εικοσάλεπτο θα είχα το χαρτί του ΚΤΕΟ έτοιμο με μοναδική παρατήρηση ότι σε λίγο καιρό θα χρειαστεί αλλαγή το μπροστινό λάστιχο (ναι σωστά γιατί το πίσω ήταν ήδη λιωμένο). Θα ήθελα να ρωτήσω για τους καθρέφτες, τα φλας ακόμα και για την καμένη λάμπα του φρένου η οποία έιχε καεί την προηγούμενη μέρα και την οποία δεν παρατήρησαν αλλά για άλλη μια φορά το έπιασα αμέσως το νόημα του ελέγχου ΚΤΕΟ.
Νομίζω οτι και με σκασμένα λάστιχα άμα πήγαινα πάλι θα με περνάγανε, αλλά, γιατί να περιμένω κάτι διαφορετικό, στην Ελλάδα ζω.