Τζον Φιτζγκέραλντ Κένεντι-Αντικομμουνιστικός αγώνας από την Κούβα ως το Βερολίνο
Το εύχαρες παρουσιαστικό του και δολοφονία του το 1963, υπό συνθήκες που δεν έχουν ακόμα πλήρως διαλευκανθεί, τροφοδότησε το μύθο του μετριοπαθούς και δημοκρατικού προέδρου. Μια τέτοια οπτική συχνά επισκιάζει την ανειρήνευτη πάλη του κατά του κομμουνισμού.
Σαν σήμερα γεννήθηκε το 1917 ο Τζον Φιτζγκέραλντ Κένεντυ, ο διασημότερος ίσως πρόεδρος των ΗΠΑ κατά τον 20ο αιώνα και γενικότερα. Το εύχαρες παρουσιαστικό του και δολοφονία του το 1963, υπό συνθήκες που δεν έχουν ακόμα πλήρως διαλευκανθεί, τροφοδότησε το μύθο του μετριοπαθούς και δημοκρατικού προέδρου. Μια τέτοια οπτική συχνά επισκιάζει το βασικό κοινό του στοιχείο με όλους τους προέδρους των ΗΠΑ, ειδικά της μεταπολεμικής περιόδου, δηλαδή την ανειρήνευτη πάλη του κατά του κομμουνισμού.
Ήδη από το 1952, τον καιρό που διεκδικούσε την έδρα του γερουσιαστή Μασαχουσέτης, ο Κένεντi απευθύνθηκε στο τοπικό παράρτημα της Ομοσπονδίας Εργατών, κάνοντας λόγο για τον “επεκτατισμό” της ΕΣΣΔ, και την ανάγκη της “ανάσχεσης” της σοβιετικής επιρροής. Χαρακτήριζε τον κομμουνισμό ως “έναν ισχυρό, ανυποχώρητο και αμείλικτο εχθρό που επιδίωκε να κυριαρχήσει στον κόσμο μέσω της υποκίνησης ταραχών και της συνωμοσίας”, προσθέτοντας ότι “Όλα τα προβλήματα ωχριούν μπροστά στην αναγκαιότητας της Δύσης να συντηρήσει έναντι των κομμουνιστών μια ισορροπία δυνάμεων”. Η ανάσχεση της ΕΣΣΔ ήταν απαραίτητη όχι μόνο για τη στρατιωτική ασφάλεια των ΗΠΑ, αλλά και σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Στο ίδιο μήκος κύματος, κατά την ομιλία της ορκωμοσίας του το 1961, δεσμεύτηκε πως η “Αμερική θα πληρώσει κάθε τίμημα, θα ανεχτεί κάθε φορτίο, θα αντιμετωπίσει κάθε κακουχία, θα υποστηρίξει κάθε φίλο, θα αντιταχθεί σε κάθε εχθρό για να διασφαλίσει την επιβίωση και την επιτυχία της ελευθερίας”. Οι αναπτυσσόμενες χώρες που αντιμετώπιζαν την “κομμουνιστική απειλή” μπορούσαν να αναμένουν πως οι ΗΠΑ θα τις “βοηθούσαν να βοηθήσουν τον εαυτό τους”. Με την τελευταία φράση είχε κυρίως κατά νου του την Κούβα και το Βιετνάμ. Μόλις τρεις μήνες μετά την ορκωμοσία, τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο ανατροπής του Φιντέλ Κάστρο, το οποίο είχε ήδη εκπονηθεί από τον προκάτοχό του Ντάιτ Αϊζενχάουερ. Κουβανοί εξόριστοι ήδη εκπαιδεύονταν κι εξοπλίζονταν μυστικά από τη CIA, με στόχο την εισβολή στην ακτή των Χοίρων. Οι Αμερικανοί ιθύνοντες πίστευαν πως με τον τρόπο αυτό θα προκαλούσαν εξέγερση αντιφρονούντων στο νησί, με αποτέλεσμα την κατάπνιξη της επανάστασης. Ο Κένεντι ενέκρινε το συγκεκριμένο σχέδιο, δίνοντας εντολή να ξεκινήσει στις 17 Απρίλη 1961. Η συντριπτική αριθμητική υπεροχή των επαναστατικών δυνάμεων, καθώς και η αποφασιστικότητά τους να αποκρούσουν την επίθεση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος απέτυχε να παράσχει αεροπορική στήριξη στους πολιουρκούμενους Κουβανούς μισθοφόρους. Οι εισβολείς εκδιώχθηκαν γρήγορα από τη χώρα, και η διασύνδεσή τους με τις ΗΠΑ έγινε πολύ γρήγορα φανερή σε όλο τον κόσμο, εκθέτοντας τις για την ανάμειξή τους στα εσωτερικά ενός ανεξάρτητου κράτους. Η επανάσταση στην Κούβα αρχικά είχε αντιαποικιακό, κι όχι σοσιαλιστικό χαρακτήρα, παρά την παρουσία κομμουνιστών, με γνωστότερο το Ραούλ Κάστρο, στους κόλπους της. Η επιθετικότητα των Αμερικανών ωστόσο επισφράγισε τη στροφή της προς την ΕΣΣΔ στο εξωτερικό και τη σοσιαλιστική αναμόρφωση στο εσωτερικό.
Τον επόμενο χρόνο ξέσπασε η κρίση των πυραύλων, μετά την απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να εγκαταστήσεις πυρηνικούς πυράυλους στην Τουρκία, στα σύνορα με την ΕΣΣΔ. Οι σοβιετικοί ανταπάντησαν με την εγκατάσταση αντίστοιχων πυραύλων στην Κούβα. Μετά την ανακάλυψη τους από αμερικανικό κατασκοπευτικό αεροπλάνο τον Οκτώβρη του 1962 ο κόσμος βρέθηκε στο χείλος του πυρηνικού πολέμου, καθώς ο Κένεντι επέβαλε ναυτικό αποκλεισμό της Κούβας μέχρι την απόσυρση των πυραύλων, απειλώντας πως σε περίπτωση χρήση τους θα προχωρούσε “σε πλήρη αντίποινα”. Τελικά οι δυο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία, καθώς οι Σοβιετικοί απέσυραν τα όπλα με αντάλλαγμα την εγγύηση των Αμερικανών πως δε θα εισέβαλαν στην Κούβα, ενώ σιωπηρά ο Κένεντι συναίνεσε στην απόσυρση των αμερικανικών πυραύλων από την Τουρκία.
Ένα άλλο σημείο αναμέτρησης με τους Σοβιετικούς ήταν βέβαια το Βερολίνο, όπου με αφορμή την έγερση του τείχους το 1961, ο Κένεντι βρήκε την ευκαιρία να κάνει μια ομιλία “υποστήριξης” του πληθυσμού του Δ. Βερολίνου, διατρανώντας τη θέλησή του να υπερασπιστεί αυτόν τον νατοϊκό θύλακα στην καρδιά της ΓΛΔ μέχρι τέλους. Σε επίσκεψή του στην πόλη, έξω από το δημαρχείο του Σένεμπεργκ, ενώπιον εκατοντάδων χιλιάδων, εκφώνησε την ομιλία με τίτλο “Ich bin ein Berliner” (Είμαι Βερολινέζος), ανάγοντας το Δυτικό Βερολίνο σε προμαχώνα του “ελεύθερου κόσμου”.
Εκεί που η πολιτική του Κένεντι απέτυχε παταγωδώς ήταν στο ζήτημα του πολέμου του Βιετνάμ. Η στήριξη από πλευράς ΗΠΑ στο στυγνό καθεστώς του καθολικου δικτάτορα του Ν. Βιετνάμ Νγκο Ντιν Ντιέμ, όχι απλά δεν είχε αποτέλεσμα, αλλά ολοένα και περισσότεροι πολίτες στη χώρα στήριζαν τους κομμουνιστές αντάρτες Βιετκόνγκ, που πάλευαν για την ένωση με το Βόρειο Βιετνάμ του Χο Τσι Μινχ. O Κένεντι αγνόησε τις συμβουλές ορισμένων διορατικών συνεργατών του, που διέβλεπαν πως παραπέρα εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ θα σήμαινε έναν παρατεταμένο, αιματηρό πόλεμο, χωρίς εγγυημένα νικηφόρα έκβαση. Το ίδιο έκανε και με τις παραινέσεις του στρατηγού Ντε Γκωλ, που του υπενθύμιζε την πικρή εμπειρία της γαλλικής αποικιοκρατίας που είχε εκκενώσει το Βιετνάμ λίγα χρόνια νωρίτερα, μετά την ήττα της στον πρώτο πόλεμο της Ινδοκίνας. Αντ’αυτού, ακούγοντας τα λεγόμενα “γεράκια” του Πενταγώνου, που υποστήριζαν τη θεωρία του “ντόμινο” σε περίπτωση που το σύνολο του Βιετνάμ περνούσε σε κομμονιστικό έλεγχο, επέλεξε να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τον Ντιέμ, αποστέλοντας περισσότερους συμβούλους στο Νότιο Βιετνάμ, που στα τέλη του 1962 ανέρχονταν σε περίπου 15.000, χορηγώντας 2 δις δολάρια οικονομική βοήθεια και στέλνοντας 300 στρατιωτικά ελικόπτερα, θεωρητικά με την εντολή να μην εμπλακούν σε μάχες, κάτι που στην πράξη αποδείχθηκε αδύνατο. Η βοήθεια αυτή κρατήθηκε μυστική, καθώς συνιστούσε σαφή παραβίαση των Συνθηκών της Γενεύης το 1954, που είχαν τερματίσει τον πρώτο πόλεμο της Ινδοκίνας. Ακόμα πιο καταστροφική αποδείχθηκε η λεγόμενη “στρατηγική Άμλετ” που εφήρμοσαν οι ΗΠΑ με τη στήριξη του καθεστώτος Ντιέμ κατά χωρικών του Νοτίου Βιετνάμ, τους οποίους εκκένωναν βίαια από την ύπαιθρο σε “ασφαλείς θύλακες”, καταστρέφοντας οικισμούς αιώνες, κάτι που προκάλεσε αύξηση της προσέλευσης στους Βιετκόνγκ κατά 300% στη διάρκεια της διεξαγωγής της επιχείρησης.
Το καλοκαίρι του 1963, μετά και τις αυτοπυρπολήσεις βουδιστών μοναχών στη Σαϊγκόν, στις οποίες αξιωματούχοι του Ντιέμ απαντούσαν “αφήστε τους να καούν κι εμείς θα χειροκροτήσουμε”, έγινε φανερό ότι το καθεστώς επί της ουσίας αποτελούσε εμπόδιο στην αμερικανική πολιτική στο Βιετνάμ. Ο Κένεντι χρηματοδότησε ομάδα νοτιοβιετναμέζων στρατηγών με στόχο την ανατροπή του Ντιέμ, η οποία πραγματοποιήθηκε τρεις βδομάδες πριν τη δολοφονία του ίδιου του Αμερικανού προέδρου. Η “θερμή φάση” της εμπλοκής των Αμερικανών στον πόλεμο του Βιετνάμ είχε μόλις ξεκινήσει, κι οι ευθύνες του Κένεντι, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες υπερασπιστών του να τον εμφανίσουν ως έτοιμο για συμβιβαστική λύση, υπήρξαν πολύ μεγάλες για αυτή την εξέλιξη. Όπως δήλωνε εξάλλου ο αδερφός του Ρόμπερτ Κένεντι, που επίσης δολοφονήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή του το 1964, ο αδερφός του ποτέ δεν σκέφτηκε να απεμπλακούν οι ΗΠΑ από τον πόλεμο του Βιετνάμ.