Κώστας Μητσοτάκης – Ένας συνεπής πράκτορας της αστικής τάξης
Χαρακτηρίστικε Αποστάτης, ακόμα και “Εφιάλτης”, κανείς δεν μπορεί να του αρνηθεί όμως πως παρέμεινε πιστά στο πλευρό των κυρίαρχων τάξεων με γνήσιο ταξικό μίσος ενάντια σε κάθε τι λαϊκό.
Ο Κ. Μητσοτάκης πέθανε στα 99 του, ανήμερα της Άλωσης της Πόλης, κι αυτό ήταν κατά μία έννοια σημαδιακό, αφού πολλοί θα τον συνέδεαν συνειρμικά με την Κερκόπορτα. Χαρακτηρίστηκε ως “Αποστάτης” ή και “Εφιάλτης” ακόμα, στο πλαίσιο της εμπρηστικής πόλωσης της δεκαετίας του 80′, αλλά στην πραγματικότητα ήταν από τους πιο συνεπείς πολιτικούς υπηρέτες της αστικής τάξης, κι αυτό δεν άλλαξε στο παραμικρό από τις μετατοπίσεις του στο πολιτικό φάσμα.
Γεννήθηκε το 1918 στα Χανιά κι ήταν ανιψιός του Ελ. Βενιζέλου. Σπούδασε νομικά και στα χρόνια ατης Κατοχής υπερασπιζόταν κατηγορούμενους στα γερμανικά δικαστήρια, ενώ κατά πάσα πιθανότητα ήταν και πράκτορας των Άγγλων, αναπτύσσοντας δράση υπέρ τους. Μεταπολεμικά κατηγορήθηκε, χωρίς να αποδειχτεί ποτέ, ως διπλός πράκτορας -και των Ναζί δηλαδή- με βάση ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο που έφερε στο φως η “Αυριανή” και το οποίο δεν τεκμηρίωνε κάτι από μόνο του, επηρέασε ωστόσο ως ένα βαθμό το αποτέλεσμα των εκλογών του 1985.
Εκείνη την περίοδο αφορά και μια μεταγενέστερη ομολογία του Μητσοτάκη, που κταάφερε να επιβιώσει, γιατί σιτιζόταν από τρία διαφορετικά συσσίτια, την ίδια στιγμή που πολλοί συμπατριώτες του λιμοκτονούσαν στην κυριολεξία.
Μεταπολεμικά μπαίνει στο χώρο της πολιτικής και αναδεικνύεται σε σημαντικό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου και υπουργός των κυβερνήσεων του Γ. Παπανδρέου. Κάποιοι τον θεωρούσαν δεξί χέρι και φυσικό διάδοχό του -κι από εκεί ξεκινά πιθανότατα κι η θυελλώδης σχέση αντιπαλότητας που είχε με τον Ανδρέα Παπανδρέου, που επέστρεψε στην Ελλάδα και κινούνταν δυναμικά στο προσκήνιο, φτιάχνοντας ουσιαστικά δική του πτέρυγα. Τα δεδομένα όμωςω θα αλλάξουν δραματικά μετά τα Ιουλιανά, την υπόθεση της Αποστασίας -ή ΑποσταCIA, όπως αναφέρεται κάποιες φορές- και το σχηματισμό κυβέρνησης με στελέχη των αποστατών. Ο Μητσοτάκης ήταν επικεφαλής τους άτυπα και πήρε όλο το ιστορικό κρίμα πάνω του, χωρίς να συνεκτιμηθούν οι συμβιβαστικές τάσεις που έδειξε και ο ίδιος ο ηγέτης της Ένωσης Κέντρου.
Σε κάθε περίπτωση, έδειξε πόσο ευέλικτα μπορεί να προσαρμόσει τις αρχές του, αλλά έπρεπε να αναζητήσει νέα πολιτική στέγη μετά τη δικτατορία, κατά την οποία ανέπτυξε δράση στο Παρίσι, με την Ντόρα Μπακογιάννη να γοητεύεται προσωρινά από τις ιδέες του Μάη και της “Ανανεωτικής Αριστεράς” και τον Κυριάκο να δηλώνει πολλά χρόνια αργότερα “πολιτικός πρόσφυγας”, αν και βρισκόταν σε βρεφική-νηπιακή ηλικία (γιατί ασφαλώς πρέπει να μας απασχολεί τι γινόταν στο εξωτερικό το 68′, όχι όμως και η δολοφονία του Λαμπράκη στην Ελλάδα, το 63′).
Στη Μεταπολίτευση, ο Μητσοτάκης προχώρησε στην ίδρυση ενός βραχύβιου, προσωποπαγούς κόμματος (των Νεοφιλελευθέρων, που κρατούσε την αναφορά στο κόμμα του Βενιζέλου, δείχνοντας παράλληλα και το πολιτικό του στίγμα), για να ενταχθεί τελικά, μετά από διαβουλεύσεις, στη ΝΔ του Καραμανλή και να υπουργοποιηθεί στα επόμενα κυβερνητικά σχήματα. Στη Ρηγίλλης τον υποδέχτηκαν αρχικά με ορισμένη καχυποψία, τελικά όμως θεωρήθηκε ως ο πλέον κατάλληλος για να αντιμετωπίσει το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, όχι τόσο για το “φρέσκο πολιτικό λόγο” που κόμιζε, όσο γιατί μπορούσε να προσωποποιήσει και να εκτοξεύσει σε δυσθεώρητα ύψη την αντιπαλότητα με τον Παπανδρέου, ακόμα και να τον εκνευρίσει προσωπικά με βάση τα βιώματα του παρελθόντος.
Αυτά τα τελευταία προκάλεσαν πολλές εκρηκτικές συζητήσεις στη Βουλή, για να ξεχαστούν σύντομα στις διαβουλεύσεις για την οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα (Κώστα μου… Ανδρέα μου…), μολονότι είχε μεσολαβήσει η κυβέρνηση Τζαννετάκη, όπου το ΠΑΣΟΚ δε συμμετείχε για “λόγους αρχής” (που στη συνέχεια προσαρμόστηκαν ευέλικτα), κι αυτό που ο Παπανδρέου θεώρησε ως προσπάθεια πολιτικής του εξόντωσης, με την παραπομπή του στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Πιο πριν το ΠΑΣΟΚ άλλαξε επί το… αναλογικότερο -sic- τον εκλογικό νόμο, δυσκολεύοντας την αυτοδυναμία και το σχηματισμό κυβέρνησης για τη ΝΔ, που τον Απρίλη του 90′, στην τρίτη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση, συγκεντρώνει σχεδόν 47% και 150 βουλευτές, για να εξασφαλίσει τελικά πλειοψηφία και ψήφο εμπιστοσύνης, με την ψήφο του Κατσίκη της ΔΗΑΝΑ.
Αρχίζει έτσι η τριετής διακυβέρνηση της χώρας από τη ΝΔ του Μητσοτάκη, που συνδέθηκε με μια σειρά σκάνδαλα (ΑΓΕΤ Ηρακλής, υποκλοπές) κι αντιλαϊκά μέτρα (όπως οι πρώτες ιδιωτικοποιήσεις, κι οι μηδενικές αυξήσεις) ή και επεισόδια όπως η δολοφονία του Τεμπονέρα. Τελικά όμως πέφτει για τους λάθος λόγους: το Μακεδονικό ζήτημα -το οποίο ο Μητσοτάκης θεωρούσε πως θα έχουμε ξεχάσει σε δέκα χρόνια- και την αποσκίρτηση του Σαμαρά, που έκτοτε αποτελεί κόκκινο πανί για το Μητσοτακέικο.
Μετά την εκλογική του ήττα το 93′, ο Μητσοτάκης θα παραιτηθεί από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, θα γίνει επίτιμος πρόεδρός της και θα δρα κυρίως παρασκηνιακά, για να αναδείξει την Ντόρα ή τον Κυριάκο στην ηγεσία του κόμματος -και όχι μόνο. Έκανε παράλληλα κάποιες σπάνιες δημόσιες παρεμβάσεις, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε φτιάξει και λογαριασμό στο τουίτερ!
Σε μία από αυτές τις παρεμβάσεις του, λίγες μέρες πριν την ψήφιση του Μνημονίου, παρενέβη τηλεφωνικά και ο Μάκης Μαΐλης, έχοντας έναν αξέχαστο διάλογο με τον Πρετεντέρη και την Τρέμη για την αστική δημοκρατία, το Σύνταγμα και τους νόμους.
-Πρέπει να τα σέβεστε.
-Δεν κατάλαβα, υποχρεωμένοι είμαστε;
Ο Μητσοτάκης πάντως ήταν ο ηγέτης της Δεξιάς στον οποίο έλεγε να άρει τις συνέπειες του εμφυλίου -κάτι που δεν είχαν τολμήσει οι κυβερνήσεις της Αλλαγής.
Δέχτηκε σφοδρή κριτική για την πολιτική του και τις μετατοπίσεις του, αν και ο ίδιος έλεγε πως παρέμεινε από την αρχή ως το τέλος φιλελεύθερος και δη νεοφιλελεύθερος ως πρωθυπουργός, εφαρμόζοντας θατσερικά μέτρα, για να χτίσει αργότερα το αφήγημα της σώφρονας διακυβέρνησης ενάντια στο “λαϊκισμό” -σαν ένα πρώιμο μνημόνιο, που θα μας βοηθούσε να αποφύγουμε το μνημόνιο, γιατί θα το είχαμε εφαρμόσει από μόνοι μας οικειοθελώς.
Αυτό που κανείς δεν μπορεί όμως να του αμφισβητήσει είναι πως παρά τις όποιες πολιτικές μετατοπίσεις του, έμεινε πιστά κι αταλάντευτα στο πλευρό των κυρίαρχων τάξεων, με γνήσιο μίσος ενάντια σε κάθε τι λαϊκό.