Ο “αμετανόητος” Έριχ Χόνεκερ
Αναδρομή στη ζωή του Έριχ Χόνεκερ, από την κομμουνιστική νεολαία του Ζάαρ μέχρι τις διώξεις στο τέλος της ζωής του για την απαρέγκλιτη υπεράσπιση των επιτευγμάτων της ΓΛΔ.
Συμπληρώνονται 24 χρόνια από το θάνατο του ηγέτη της ΓΛΔ από το 1971 ως τη διάλυσή της, του Έριχ Χόνεκερ. Ο “Χόνι”, όπως αποκαλείται τρυφερά ή σκωπτικά, ανάλογα με την οπτική γωνία του γράφοντος έμεινε γνωστός στη Δύση ως αρχετυπική μορφή άτεγκτου κομματικού γραφειοκράτη, με την ξύλινη γλώσσα και το αλύγιστο παρουσιαστικό, που είχε όμως μεγάλη παράδοση αγώνων υπέρ της εργατικής τάξης και κατά των ναζί, ενώ επί ημερών του η ΓΛΔ βρέθηκε στο απόγειο της εσωτερικής σταθερότητας και της διεθνούς αναγνώρισης. Η προσήλωσή του μέχρι τέλους στα ιδανικά του σοσιαλισμού οδήγησε το ενιαίο γερμανικό κράτοςμ αλλά και πρώην συντρόφους του, σε μια συστηματική προσπάθεια διώξεων εναντίον του, ωθώντας τον τελικά μακριά από την πατρίδα στη Χιλή, όπου και πέθανε. Γεννήθηκε στο Ζάαρλαντ της νοτιοδυτικής Γερμανίας το 1912, ως τρίτο παιδί ενός ανθρακωρύχου, ενεργού μέλους του SPD και μεταπολεμικά του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Ολόκληρη η πόλη Βιμπελσκίρχεν όπου μεγάλωσε θεωρούνταν κόκκινο προπύργιο, κι ο ίδιος μπήκε από νωρίς στο κομμουνιστικό κι εργατικό κίνημα της περιοχής του, σε αντίθεση με τον μικρότερο αδερφό του Ρόμπερτ, που υπήρξε ενεργό μέλος της χιτλερικής νεολαίας και αργότερα πέθανε κατά τη διάρκεια του πολέμου στην αιχμαλωσία.
Ο Χόνεκερ εργάστηκε σε νεαρή ηλικία ως εργάτης γης, ενώ στη συνέχεια, στα τέλη της δεκαετίας του ’20 ξεκίνησε να εργάζεται ως τεχνίτης κατασκευής σκεπών. Ήταν ήδη μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας, όταν επελέγη στα 17 του χρόνια ως σωματοφύλακας του Έρστ Τέλμαν στη διάρκεια μιας εκδήλωσης στη Λειψία, κάτι στο οποίο συνέτεινε και το αθλητικό παρουσιαστικό του, καθώς ήταν δεινός κολυμβητής. Την ίδια χρονιά φοίτησε στην κομματική σχολή Λένιν στη Μόσχα, κι επιστρέφοντας στο Ζάαρλαντ, συνέχισε να δραστηριοποιείται ως υπεύθυνος προπαγάνδας της Κομμουνιστικής Νεολαίας. Με την άνοδο των ναζί στη Γερμανία συνέχισε την παράνομη δουλειά του, μέχρι που συνελήφθη για λίγο το 1934, κατορθώνοντας ωστόσο να αποδράσει και να καταφύγει στην Ολλανδία. Λίγους μήνες μετά όμως επέστρεψε στη Γερμανία, προπαγανδίζονταν κατά της προσάρτησης της περιοχής του Ζάαρ στη Γερμανία (είχε τεθεί υπό τη διοίκηση της Κοινωνίας των εθνών μετά τον Α’ Παγκόμσιο Πόλεμο). Ταξιδεύει στη Γαλλία και στο Βερολίνο, όπου το Δεκέμβρη του 1935 συλλαμβάνεται από τη Γκεστάπο. Τα επόμενα δέκα χρόνια έζησε φυλακισμένος με την κατηγορία της “προπαρασκευής για εσχάτη προδοσία”. Το Μάρτη του 1945 κατόρθωσε να αποδράσει και συνδέθηκε με την “Ομάδα Ούλμπριχτ”, του μετέπειτα πρώτου ηγέτη της ΓΛΔ, ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος της “Αντιφασιστικής Επιτροπής Νέων”, πρόδρομης οργάνωσης της Ελεύθερης Γερμανικής Νεολαίας (FDJ). Το 1946 παντρεύτηκε την Σαρλότε Σάνουελ, πρώην δεσμοφύλακα, που είχε γνωρίσει όταν για ένα σύντομο διάστημα κρατήθηκε σε γυναικείες φυλακές, αλλά τον επόμενο χρόνο η σύζυγός του πέθανε. Έκανε άλλους δύο γάμους, με την Έντιτ Μπάουμαν και τη Μαργκό Φάιστ, ο εξωσυζυγικός δεσμός του με την οποία προκάλεσε σκάνδαλο για τα δεδομένα της εποχής. Από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1946 υπήρξε μέλος της ηγεσίας, παράλληλα με τη θέση του προέδρου της Νεολαίας ως το 1955.
Από το 1958 ήταν δεξί χέρι του Βάλτερ Ούλμπριχτ, και συμμετείχε ενεργά στην έγερση του τείχους του Βερολίνου, το οποίο ως το τέλος της ζωής του υπερασπιζόταν ως “Αντιφασιστικό προστατευτικό τείχος”. Αντιτιθέμενος στα σχέδια του Ούλμπριχτ για το “Νέο Οικονομικό Σύστημα Σχεδιασμού και διεύθυνσης”, που προέβλεπε μεταξύ άλλων την εισαγωγή της “αυτονόμησης” των κρατικών επιχειρήσεων, κατόρθωσε με σοβιετική στήριξη να τον εξαναγκάσει σε παραίτηση. Ως ηγέτης της ΓΛΔ, συνέδεσε το όνομά του με μια σειρά μέτρων χαλάρωσης των δυνατοτήτων επαφής με των Δυτικογερμανών με την ΓΛΔ και το αντίστροφο, με ένα κοσμοπολίτικο άνοιγμα στο χώρο των τεχνών, παρά τη σύγκρουση με αντιφρονούντες καλλιτέχνες όπως ο Βολφ Μπίρμαν, κυρίως όμως με διπλωματικές επιτυχίες. Σημαντικότερη εξ αυτών η αμοιβαία αναγνώριση με την ΟΔΓ επί Βίλυ Μπραντ (ο εξ απορρήτων του οπίου Γκίντερ Γκιγιώμ αποδείχτηκε το 1974 πως ήταν πράκτορας των ανατολικογερμανικών μυστικών υπηρεσιών), και η εισδοχή της χώρας στον ΟΗΕ. Η ΓΛΔ έγινε επί εποχής Χόνεκερ η χώρα με το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο μεταξύ των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, ωστόσο μια σειρά οικονομικών προβλημάτων επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστούν με δανεισμό από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα της ΟΔΓ, κάτι που με τη σειρά του δημιουργούσε νέα προσκόμματα στη λειτουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας.
Η διασημότερη ίσως στιγμή στη διάρκεια της θητείας του ήταν το περίφημη συντροφικό φιλί του με το Λεονίντ Μπρέζνιεφ, μετά από ομιλία του τελευταίου στο Βερολίνο στις 7 Οκτώβρη 1979, για τα τριαντάχρονα της ΓΛΔ. Ο Γάλλος φωτορεπόρτερ Ρεζί Μποσί απαθανάτησε τη σκηνή, η οποία πουλήθηκε με τον τίτλο “Το φιλί” σε ειδησεογραφικά πρακτορεία σε όλο τον κόσμο. Έντεκα χρόνια αργότερα. λίγους μήνες μετά την πτώση του τείχους και λίγο πριν τη διάλυση της ΓΛΔ, ο Ρώσος καλλιτέχνης Ντμίτρι Βρούμπελ έφτιαξε ένα γκράφιτι βασισμένο στη σκηνή σε ένα κομμάτι του τείχους, το οποίο υποτίτλισε “Θέε μου βοήθησε με να επιζήσω αυτού του θανάσιμου έρωτα”, απηχώντας το προσωπικό ερωτικό του δίλημμα ανάμεσα σε δυο γυναίκες. Με τα χρόνια η εικόνα υπέστη φθορά και βανδαλισμούς, ώσπου ο Βρούμπελ το 2009 τη ζωγράφισε εκ νέου.
Τη δεκαετία του ΄80 ο Χόνεκερ πραγματοποιεί μια σειρά επισκέψεων σε δυτικές χώρες, ενώ δέχεται κι εκείνες δυτικών ηγετών στη ΓΛΔ, ανάμεσά τους και του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος συνέγραψε και τον πρόλογο του βιβλίου του “Απ’τη ζωή μου”, στα πλαίσια του γνωστού φιλοσοσιαλιστικού μανδύα που προέβαλε εκείνη την εποχή το ΠΑΣΟΚ. Αντιτάχθηκε στην Περεστρόικα του Γκορμπατσόφ, δηλώνοντας επισήμως πως η κοινωνική και οικονομική κατάσταση στην ΕΣΣΔ δεν απαιτούσαν τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις. Παρά τις διακηρύξεις του τον Ιούνη του 1989 πως το τείχος θα βρισκόταν στη θέση του, όσο υπήρχαν οι λόγοι για τους οποίους φτιάχτηκε, για 50 ή 100 χρόνια, τα γεγονότα πλέον έπαιρναν μια αναπότρεπτη τροχιά. Ήδη εξάλλου και στο SED ένα μεγάλο κομμάτι στελεχών είχε περάσει με το μέρος της αντεπανάστασης, εξαναγκάζοντας το Χόνεκερ σε παραίτηση στις 18 Οκτώβρη του 1989, ενώ ενάμιση μήνα μετά διαγράφηκε και από το κόμμα. Πριν ακόμα διαλυθεί η ΓΛΔ αντιμετώπισε σειρά διώξεων και συλλήψεων ως ηθικός αυτουργός δολοφονιών πολιτών που είχαν σκοτωθεί προσπαθώντας να περάσουν το τείχος του Βερολίνου. Ζήτησε πολιτικό άσυλο στην ΕΣΣΔ, η οποία δεν του το χορήγησε, απελαύνοντας τον το Νοέμβρη του 1991. Τότε κατέφυγε στην πρεσβεία της Χιλής, επιστρέφοντας στο Βερολίνο, όπου κρατήθηκε στο νοσοκομείο των φυλακών του Μοαμπίτ. Τελικά το 1993 η δικαστική διαδικασία εναντίον του διακόπηκε, καθώς ακόμα και οι αστοί δικαστές αναγνώρισαν πως η συνέχισή της προσέβαλε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του ετοιμοθάνατου από καρκίνο Χόνεκερ. Στις 14 Γενάρη της ίδιας χρονιά απελευθερώθηκε και πήγε στο Σαντιάγο της Χιλής, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 29 Μάη 1994.
Σε μια από τις τελευταίες του επιστολές σε συντρόφους του, που δημοσιεύτηκε από τη σύζυγό του Μαργκό πολλά χρόνια αργότερα, υπερασπίζεται για ακόμα μια φορά την κληρονομιά της ΓΛΔ:
Δε θα μπορέσουν να ξεγράψουν από τον κόσμο το γεγονός ότι πάνω στο γερμανικό έδαφος, στην τόσο υβριζόμενη και συκοφαντούμενη ΓΛΔ, έγινε η μοναδική στο είδος της μεγάλη προσπάθεια να δημιουργηθεί στο σοσιαλισμό στη Γερμανία μια κοιτίδα. Παρόλη τη λάσπη που εκσφενδονίζεται κατά της ΓΛΔ, του πρώτου γερμανικού κράτους των εργατών και αγροτών. Τώρα τους πολίτες, τους εκφοβίζουν και τους τρομάζουν με την “τρέλα για τη Στάζι”. Μανία, απογοήτευση, μίσος, όλα πρέπει να φορτωθούν στη Στάζι, που παριστάνεται σαν συνώνυμο του σοσιαλιστικού “καθεστώτος”. Γνωρίζετε καλύτερα ότι η Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος της Βόννης, οι (σ.σ.μυστικές υπηρεσίες) BND και MAD μπροστά στο γεγονός ότι αυτές προπαντός διάδωσαν το ανατριχιαστικό παραμύθι για τα “θύματα και τους θύτες” κρυφογελάνε. Αν δημοσιεύονταν οι φάκελοι για τα 7 εκατομμύρια πολίτες της ΟΔΓ, που είναι αποθηκευμένοι, εκεί στις μυστικές υπηρεσίες, τότε ασφαλώς θα πραγματοποιούνταν μια μεγάλη αφύπνιση. Αλλά το να γίνει κάτι τέτοιο είναι τώρα ταμπού, γι’ αυτό είναι αρμόδιοι μόνο οι “νικητές”.