Άντολφ Άιχμαν- Ο “μάνατζερ” του Ολοκαυτώματος
Αναδρομή στη ζωή και την εκτέλεση του Άντολφ Άιχμαν, διαβόητου πρωτεργάτη της εξόντωσης των Εβραίων στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Ο Άντολφ Άιχμαν, που εκτελέστηκε σαν σήμερα στην Ράμλα το 1962, είναι ίσως ο γνωστότερος ναζί εγκληματίας με εξαίρεση τον καθ’αυτό ηγετικό κύκλο του Τρίτου Ράιχ. Η φήμη του οφείλεται κυρίως στην πολύκροτη δίκη του στο Ισραήλ το 1961 καθώς και στο βιβλίο της γνωστής Εβραϊκής καταγωγής θεωρητικού Χάνα Άρεντ, “Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Έκθεση για την κοινοπία του κακού”, στο οποίο, βασισμένη στη δίκη, παρουσιάζει την εικόνα ενός άχρωμου γραφειοκράτη, χωρίς πρωτοβουλία και δημιουργικότητα. Η άποψη της Άρεντ αμφισβητήθηκε από μεταγενέστερους ιστορικούς, που-μεταξύ άλλων επικρίσεων – αντέτειναν ότι ο Άιχμαν υπήρξε εξαιρετικά ευφυές άτομο, που κατασκεύασε το προσωπείου του άβουλου δημοσίου υπαλλήλου για να υπηρετήσει καλύτερα την υπερασπιστική του γραμμή πως απλά εκτελούσε εντολές ανωτέρων. Σε κάθε περίπτωση, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στο βιβλίο της Άρεντ είναι η διαπίστωση πως τα φρικτά εγκλήματα του Άιχμαν και των ναζί γενικότερα, δεν ήταν προϊόν ψυχοπάθειας, αντίθετα οι δράστες τους συνήθως δε διέφεραν σε τίποτε από τους “φυσιολογικούς” ανθρώπους.
Γεννήθηκε στις 19 Μάρτη 1906 στο Ζόλινγκεν στη Γερμανία, από αστική οικογένεια, ενώ μετά το θάνατο της μητέρας του η οικογένεια μετακόμισε στο αυστριακό Λιντς. Αν και συνήθως θεωρείται πως είχε μικρή επιτυχία στον επαγγελματικό τομέα, φαίνεται πως η θέση του ως εμπορικού αντιπροσώπου μιας ανερχόμενης εταιρείας Βενζίνης και Πετρελαιοειδών του επέτρεπε να καλύπτει ακόμα κι ορισμένα έξοδα διατροφής των συναδέλφων του στα τάγματα έφοδου. Οπαδός εθνικιστικών ιδεών από νεαρή ηλικία, δε θεωρούνταν ωστόσο περισσότερο αντισημίτης από το μέσο όρο των ομοϊδεατών του. Μέλος του ναζιστικού κόμματος έγινε το 1932, μετά την έντονη προτροπή του φίλου του Έρνστ Κάλτενμπρούνερ, που το 1943 διαδέχτηκε το Χάιντριχ ως επικεφαλής της Υπηρεσίας Ασφαλείας του Ράιχ, κάτι που τον καθιστούσε προϊστάμενο του Άιχμαν. Όταν η εταιρεία που εργαζόταν αποσύρθηκε από την Αυστρία την άνοιξη του 1933, ο ίδιος απολύθηκε, ενώ η δράση των ναζί στην Αυστρία απαγορεύτηκε από το συντηρητικό καγκελάριο Ντόλφους, που φοβόταν την ανταγωνιστική επιρροή τους στον αυστριακό λαό.
Επιστρέφοντας στη Γερμανία εργάζεται αρχικά στα Ες-Ες, μεταξύ άλλων ως ομαδάρχης στο στρατόπεδο του Νταχάου, το 1934 όμως ζητά μετάθεση, καθώς έπληττε στη θέση του. Η τοποθέτησή του στην τότε περιθωριακή ακόμα “Υπηρεσίας Ασφαλείας” (SD) αποδείχτηκε για εκείνον μια ιδιαίτερα ευτυχής συγκυρία, καθώς η αντιεβραίκή πολιτική του Ράιχ που είχε μόλις αρχίσει να εκτυλίσσεται, έδωσε πεδίο δόξης λαμπρό στην ανάπτυξη της SD. Ο Άιχμαν, επικεφαλής του τμήματος “περί σιωνισμού” θεωρούνταν ειδήμων του εβραϊκού ζητήματος κι από το 1938 μηχανεύεται διάφορους τρόπους για να φροντίσει για την απέλαση του εβραϊκού πληθυσμού.
Μετά την εισβολή στην Πολωνία, όταν ξεκίνησε η επιχείρηση εθνοκάθαρσης της χώρας, προθυμοποιήθηκε να συμμετάσχει στη βίαιη εκδίωξη δεκάδων χιλιάδων Πολωνών και Εββραίων, ενώ από το 1941 ανέλαβε το “σχέδιο εκκένωσης” των Εβραίων της Ευρώπης προς τα ανατολικά. Δεν υπήρξε εμπνευστής ή αρχιτέκτονας του ολοκαυτώματος, αλλά ένας “μάνατζερ της γενοκτονίας”, όπως τον αποκαλεί ο Βρετανός ιστορικός και βιογράφος του David Cesarani. Οργάνωσε τη μεταφορά Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, διαπραγματευόταν με το υπουργείο Εξωτερικών και έκανε επί τόπου αυτοψίες στα εβραϊκά γκέτο, στη δημιουργία των οποίων είχε συμβάλει και προσωπικά, καθώς και στα στρατόπεδα, όπου ενέκρινε τη χρήση του Zyklon-B στους θαλάμους αερίων. Δεν ήταν απλώς ένας γραφειοκράτης που διηύθενε το Ολοκαύτωμα από μακριά, αλλά πραγματικά αφοσιωμένος στην υπόθεση της εξόντωσης του “φυλετικού εχθρού”. Τελευταίο του κατόρθωμα ήταν η οργάνωση της μεταφοράς των Ούγγρων Εβραίων στα στην Πολωνία, αμέσως μετά τον πόλεμο ωστόσο κατορθώνει αφενός να αποκρύψει την ταυτότητά του μέσω ψευδωνύμου, αφετέρου να διαφύγει από αμερικανικό στρατόπεδο.
Στη δίκη της Νυρεμβέργης το 1946 γίνεται γνωστή η έκταση της ανάμειξής του στο Ολοκαύτωμα, ο ίδιος όμως πλαστά χαρτιά ζει τα επόμενα χρόνια στη Γερμανία, εργαζόμενος κατά διαστήματα ως ξυλουργός. Με τη μεσολάβηση του Ερυθρού Σταυρού γίνεται κάτοχος ιταλικού διαβατηρίου και το 1950 διαφεύγει στην Αργεντινή του Περόν, όπου ένα διεθνές δίκτυο αποτελούμενο από πρώην ναζί, την κυβέρνηση της χώρας και το Βατικανό φροντίζει για τη διάσωση εγκληματιών πολέμου. Εξάλλου τόσο οι δυτικογερμανικές, όσο και οι αμερικανικές αρχές είχαν τους δικούς τους λόγους να μην ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την τύχη του Άιχμαν. Oι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν ενημερώσει τη CIA ήδη από το 1958 ότι ο Άιχμαν ζούσε στην Αργεντινή με το ψευδώνυμο “Κλέμεντ”, η υπηρεσία ωστόσο αδιαφόρησε, αφού εκείνη την περίοδο όπως είναι γνωστό είχε και η ίδια στενές επαφές με πρώην ναζί, ευελπιστώντας στην τεχνογνωσία τους για την αντιμετώπιση της ΕΣΣΔ. Από την πλευρά της, η ΟΔΓ αντέδρασε επιφυλακτικά έναντι της αποκάλυψης του Άιχμαν, φοβούμενη ότι εκείνος θα μιλούσε για τις σχέσεις του με τον Χ. Γκλόμπκε, τότε σύμβουλο εθνικής ασφαλείας του καγκελάριου Αντενάουερ. Μάλιστα, όταν το αμερικανικό περιοδικό Life αγόρασε τα απομνημονεύματα του εγκληματία από την οικογένειά του το 1960, η ΟΔΓ ζήτησε την παρέμβαση της CIA ώστε κατά τη δημοσίευσή τους να μην υπάρξει αναφορά στο όνομα του Γκλόμπγκε.
Οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες είχαν πληροφορηθεί το 1959 από τον εισαγγελέα του κρατιδίου της Έσσης Φριτς Μπάουερ την ύπαρξη του “Κλέμεντ” στην Αργεντινή, εντοπίζοντάς τον και θέτοντάς τον υπό παρακολούθηση. Όταν τελικά το Μάη του 1960 βεβαιώθηκαν για την ταυτότητά του, τον απήγαγαν, καθώς δεν υπήρχε συμφωνία έκδοσης μεταξύ Αργεντινής και Ισραήλ. Μάλιστα η Αργεντινή διαμαρτυρήθηκε για την καταπάτηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, ζητώντας σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που εξέδωσε ένα συμβιβαστικό ψήφισμα, χωρίς το νομικό σκέλος της υπόθεσης να διευθετηθεί επί της ουσίας. Η δίκη του Άιχμαν ξεκίνησε στις 11 Απριλίου 1961, υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας για το φόβο λυντσαρίσματος, κι έληξε στις 15 Δεκέμβρη με την ανακοίνωση της ποινής του θανάτου για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, των Εβραίων και μια σειρά άλλων αδικημάτων. Απαγχονίστηκε στις 31 Μάη 1962 και το πτώμα του αποτεφρώθηκε, με την τέφρα να διασκορπίζεται στη Μεσόγειο, για την αποφυγή ανέγερσης μνημείου από νοσταλγούς του.