Επανέκδοση του βιβλίου για τον ηρωικό αγώνα στη ΛΑΡΚΟ το 77′
Το βιβλίο επανεκδίδεται εμπλουτισμένο για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ, που ήταν η ψυχή εκείνου του σκληρού ταξικού αγώνα που κράτησε 110 μέρες.
Αναδημοσιεύουμε απο το Ριζοσπάστη την προαναγγελία για την επανέκδοση και κυκλοφορία του βιβλίου που ζωντανεύει με τη διήγησή του τις 110 μέρες της απεργίας και του σκληρού ταξικού αγώνα των εργατών της ΛΑΡΚΟ, το 77′.
Η Επιτροπή Περιοχής Ανατολικής Στερεάς – Εύβοιας του ΚΚΕ αποφάσισε να επανεκδώσει το βιβλίο «ΛΑΡΚΟ ’77», προς τιμήν των 100 χρόνων του Κόμματος. Ενα βιβλίο που αποτυπώνει με ζωντάνια, μέσα από τα δημοσιεύματα του «Ριζοσπάστη» και του «Οδηγητή», τις 110 μέρες της απεργίας, του ηρωικού αγώνα των εργατών της ΛΑΡΚΟ. Ένα βιβλίο που αποκτά επικαιρότητα από τις δυσμενείς εξελίξεις που δρομολογούν κυβέρνηση – ΕΕ αυτό το διάστημα, με κατεύθυνση την παραπέρα ιδιωτικοποίηση της ΛΑΡΚΟ, η οποία συνοδεύεται και με νέα καρατόμηση μισθών και δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Η επανέκδοση εμπλουτίζεται με δύο άρθρα εργατών της ΛΑΡΚΟ: Του Χρήστου Οικονόμου, προέδρου του Σωματείου Εργαζομένων στη ΛΑΡΚΟ το 1977, που ηγήθηκε του απεργιακού αγώνα, και του Γιώργου Ρούσση, για το ιστορικό της μεταλλευτικής δραστηριότητας και των εργατικών αγώνων στην περιοχή. Ο πρόλογος είναι από τον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, που την περίοδο εκείνη, αλλά και αργότερα, ως στέλεχος του Κόμματος και της ΚΝΕ στην περιοχή, είχε άμεση σχέση τόσο με την απεργία των 110 ημερών όσο και με τους μετέπειτα εργατικούς αγώνες στη ΛΑΡΚΟ.
Στο βιβλίο καταγράφεται βήμα – βήμα ο πολυήμερος αγώνας των περίπου 900 εργαζομένων της ΛΑΡΚΟ, που ξεκίνησε στις 27 Γενάρη 1977, με βασικά αιτήματα την αύξηση των μισθών κατά σχεδόν 20% και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Απέναντί τους είχαν όχι μόνο τον Μποδοσάκη, ιδιοκτήτη της επιχείρησης, αλλά και ολόκληρη την κρατική μηχανή, με κυβέρνηση τότε τη Νέα Δημοκρατία, που χωρίς κανέναν δισταγμό έστελνε πάνοπλες δυνάμεις καταστολής για να χτυπήσει άγρια τον αγώνα, ενώ μαζί με την εργοδοσία έστηνε και προβοκάτσιες σε βάρος των απεργών.
Δεκάδες ζωντανές μαρτυρίες πρωταγωνιστών της απεργίας, όπως καταγράφηκαν στα ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» και του «Οδηγητή», κοσμούν τις σελίδες του βιβλίου και δίνουν με ζωντανό τρόπο τη σκληρή ταξική αναμέτρηση. «Δουλεύουμε σε διακόπτες κοβαλτίου μια ώρα την ημέρα στα υπόγεια, χωρίς κονκάρδα και ειδική στολή. Κινδυνεύουμε από ραδιενέργεια. Πολλές φορές είμαστε κάτω 4 ώρες. Βγαίνουμε έξω και ξερνοβολάμε (…) Τα δέντρα μαύρισαν. Τα διπλανά χωριά το ίδιο. Η σκουριά, η μουτζούρα, το αρσενικό κ.λπ. μας δηλητηριάζουν»,έλεγε ένας από τους απεργούς στον «Ριζοσπάστη».
Ενώ οι εργατοτεχνίτες βρίσκονταν στη 13η μέρα της απεργίας, ξεκίνησαν απεργία και οι 300 μεταλλωρύχοι της ΛΑΡΚΟ στο Νέο Κόκκινο της Θήβας. Ετσι, οι απεργοί έφτασαν συνολικά τους 1.200. Η εργοδοσία απάντησε με το στήσιμο απεργοσπαστικού μηχανισμού, με τη στήριξη του κράτους, προσλαμβάνοντας απεργοσπάστες που έρχονταν καθημερινά από την Αθήνα με πούλμαν και με συνοδεία περιπολικών της αστυνομίας. Η τρομοκρατία ακόμα και στους κατοίκους της περιοχής, για να σπάσει η αλληλεγγύη στους απεργούς, οργίαζε.
Ορισμένα συγκλονιστικά πρωτοσέλιδα του «Ριζοσπάστη» ξεχωρίζουν στην εξιστόρηση της μεγάλης απεργίας που γίνεται στο βιβλίο. Για παράδειγμα, στις 27 Μάρτη ο «Ριζοσπάστης» προειδοποιούσε ότι «ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΥΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΛΑΡΚΟ», μετά το χτύπημα της αστυνομίας σε μια άλλη απεργία που εξελισσόταν το ίδιο διάστημα, στα ορυχεία της ΜΑΔΕΜ – ΛΑΚΚΟ στη Χαλκιδική, επίσης ιδιοκτησίας Μποδοσάκη. Αλλά και στις αρχές Απρίλη, ο «Ριζοσπάστης» κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο τίτλο «Η ΛΑΡΥΜΝΑ ΠΟΛΙΟΡΚΕΙΤΑΙ – Επιθέσεις κατά γυναικόπαιδων και συλλήψεις μεταλλωρύχων».
Στις 110 μέρες της απεργίας, οι επιθέσεις των μηχανισμών καταστολής και οι προβοκάτσιες από την εργοδοσία και το κράτος της τσακίστηκαν πολλές φορές πάνω στο πείσμα και την αποφασιστικότητα των εργατών, στην αλληλεγγύη των εργαζομένων από άλλους κλάδους, στην έμπρακτη στήριξη από το λαό της περιοχής. Ηταν αυτά τα χαρακτηριστικά του αγώνα που έφεραν τελικά τη νίκη, όταν στις 14 Μάη η εργοδοσία δέχτηκε να δώσει 17% αύξηση, 15.000 δραχμές οικονομική ενίσχυση και επαναπρόσληψη των απολυμένων. Την ακριβώς επόμενη Κυριακή, στη Γενική τους Συνέλευση, οι εργάτες αποφάσισαν να λήξουν την απεργία και να επιστρέψουν νικητές στη δουλειά.
Ορισμένες λιγότερο γνωστές πλευρές αυτού του αγώνα, που αφορούν στον πρωτοπόρο ρόλο του Κόμματος στην οργάνωση και στην καθοδήγηση της απεργίας, δίνει ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στον πρόλογο της επανέκδοσης. Γράφει ανάμεσα σε άλλα ότι «ψυχή, εμπνευστής, καθοδηγητής, ηγέτης, ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά, σε αυτή την μεγαλειώδη μάχη, από την ώρα της προετοιμασίας της απεργίας, και πολύ περισσότερο κάθε μέρα που περνούσε και έως την τελική νίκη των απεργών, το Μάη του 1977, ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
(…) Με λίγες οργανωμένες δυνάμεις στην αρχή μέσα στο εργοστάσιο, με πολύ λίγες οργανωμένες δυνάμεις τοπικά, στα γύρω χωριά και τους οικισμούς, που μετρούνταν στα δάκτυλα του ενός χεριού, αλλά με πολλή καρδιά, πίστη, αφοσίωση και θέληση να υπηρετήσουν τα συμφέροντα των εργατών.
Με την άμεση καθοδήγηση της Κεντρικής Επιτροπής και του Γραφείου Περιοχής Στερεάς του Κόμματος και αντίστοιχα του Γραφείου Περιοχής της ΚΝΕ, συνέβαλαν αποφασιστικά στη μετάδοση της πολύτιμης ιστορικής πείρας των κομμουνιστών, για την εκτίμηση της αντικειμενικής κατάστασης της παραγωγής, της τακτικής του Μποδοσάκη, της τακτικής της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού και της στάσης των άλλων εργοδοτικών – συμβιβασμένων δυνάμεων του κυβερνητικού συνδικαλισμού.
Μπόρεσαν έτσι να συμβάλουν καθοριστικά στη χάραξη σωστής γραμμής για τον καθορισμό των αιτημάτων και στην κινητοποίηση και δραστηριοποίηση των εργατών, που το κλίμα φόβου, ανασφάλειας, μοιρολατρίας έφερνε ακινησία και αναστολή αγωνιστικών διαθέσεων. Μπόρεσαν να οδηγήσουν στην ενότητα των εργατών, στη συνειδητοποίησή τους, στην εξασφάλιση στήριξης και συμμαχίας με άλλα καταπιεζόμενα στρώματα, στη χάραξη σωστών μορφών πάλης.
(…) Σχεδόν σε όλη αυτήν την περίοδο των 3 μηνών της μεγαλειώδους μάχης, τα στελέχη του Κόμματος και της ΚΝΕ που βρίσκονταν στην περιοχή για κομματική δουλειά ζούσαν ουσιαστικά σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας, κρυμμένοι, για να παίρνουν μέρος στις συνεδριάσεις και για να κάνουν τις απαραίτητες επαφές.
Ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που κινδύνεψαν από προβοκάτσιες ή ακόμα και από βίαιες ή ύπουλες επιθέσεις, όπως τη Μεγάλη Παρασκευή πριν το Πάσχα, τον Απρίλη του 1977, όταν άνθρωποι της εργοδοσίας και της ασφάλειας ξεβίδωσαν κρυφά τα μπουλόνια του αυτοκινήτου που μετακινούμασταν, με κίνδυνο το θανάσιμο τραυματισμό των επιβαινόντων, όταν το αυτοκίνητο μετά και ενώ κινούνταν πλέον έφυγε από τον εθνικό δρόμο, και άλλα.
Ο “Ριζοσπάστης”, ο “Οδηγητής” ήταν οι μόνιμοι σύντροφοι και διαφωτιστές του αγώνα των εργατών της ΛΑΡΚΟ (…) Με μόνιμες, κυριακάτικες και καθημερινές εξορμήσεις, μέλη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, από τις Οργανώσεις, κυρίως της Φθιώτιδας και της Βοιωτίας, βρίσκονταν στους οικισμούς της ΛΑΡΚΟ και στα χωριά της Νότιας Λοκρίδας, για να μεταφέρουν το μήνυμα των κομμουνιστών (…) Ακούραστος, έδινε το “παρών” ο τότε αρχισυντάκτης του “Ριζοσπάστη” και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, Γιώργης Μωραΐτης, όπως και άλλοι συντάκτες της εφημερίδας.
Κάτω από αυτήν τη μεγάλη δραστηριότητα της Κομματικής και ΚΝίτικης Οργάνωσης, το Κόμμα δυνάμωσε, και σε επιρροή στους εργάτες αλλά και σε μέλη, τόσο σε κομματικά όσο και σε ΚΝίτικα (…) Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μικρό διάστημα, από τις αρχές του 1977, όταν ξεκίνησε η απεργία, η 3μελής Οργάνωση του Κόμματος στο εργοστάσιο και οι μεμονωμένες επαφές στα γύρω χωριά εξελίχτηκαν, σταδιακά έως το 1981, σε πολλές ΚΟΒ, ανά τμήμα εργοστασίου, στους οικισμούς εργατών της ΛΑΡΚΟ, στα γύρω χωριά.
Στη ΛΑΡΚΟ το Κόμμα είχε πλέον Αχτιδική Επιτροπή, με πολύ παραπάνω από 150 μέλη, καθώς και μεγάλη Οργάνωση της ΚΝΕ. Στα χωριά της Λοκρίδας είχε Αχτιδική Επιτροπή επίσης, με πολλές ΚΟΒ που δίπλα τους δούλευαν και οι αντίστοιχες Τομεακές Οργανώσεις της ΚΝΕ με δεκάδες μέλη».
Μια ζωντανή καταγραφή του πολυήμερου αγώνα περιλαμβάνει η συμβολή στην επανέκδοση του βιβλίου, του Χρήστου Οικονόμου, στελέχους του ΚΚΕ και προέδρου του ΔΣ του Σωματείου Εργαζομένων ΛΑΡΚΟ το 1977, ο οποίος παρουσιάζει επίσης ορισμένα βασικά συμπεράσματα από τη συλλογική εξέταση της πείρας από την απεργία και όσα ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια στη ΛΑΡΚΟ.
Όπως ο ίδιος σημειώνει στο σημείωμά του: «(…) Σε μια τέτοια απεργία, που δοκιμαζόταν σκληρά η αντοχή των νεύρων, των στομαχιών, η αλληλεγγύη και η ενότητα των απεργών, υπάρχουν πράγματα που έγιναν και δεν ανακοινώθηκαν για να μην κλονιστεί το ηθικό των απεργών. Ορισμένα απ’ αυτά θα δημοσιευτούν για πρώτη φορά». Σημειώνει επίσης ότι «τη συγκεκριμένη επανέκδοση του βιβλίου “ΛΑΡΚΟ ’77” φιλοδοξούμε να τη διαβάσουν νέοι που τότε δεν είχαν γεννηθεί ή ήταν πολύ μικροί» και κλείνει με τις εξής επισημάνσεις:
«Τους συνδικαλιστές του ’77 δεν χρειάζεται να τους ψάχνουν στην ιστορία. Υπάρχουν κάθε φορά στα ταξικά Σωματεία, στο ΠΑΜΕ. Ετοιμοι να αγωνιστούν ταξικά, σήμερα όπως και τότε. Η απεργία της ΛΑΡΚΟ έδειξε ότι ο μόνος δρόμος για να διεκδικηθούν αιτήματα των εργαζομένων και να αποκρουσθούν οι επιθέσεις των μονοπωλίων, είναι ο δρόμος της ενότητας, της αλληλεγγύης και του αγώνα.
Η εξέλιξη όμως αποδεικνύει ότι από μόνος του, ο αγώνας για την επίλυση επιμέρους προβλημάτων, δεν αρκεί για τη συνολική λύση των προβλημάτων, αλλά απαιτείται αγώνας για την ανατροπή της πολιτικής των μονοπωλίων, που δημιουργούν και συσσωρεύουν τα λαϊκά προβλήματα. Προϋπόθεση για αυτό είναι να αλλάξει τάξη στο τιμόνι της εξουσίας. Οχι με εναλλαγή κεντροαριστερών ή κεντροδεξιών κυβερνητικών συμμαχιών, αλλά με επαναστατική ανατροπή και την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Αυτό το διαχρονικό συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα και από την πείρα του ηρωικού ταξικού αγώνα της ΛΑΡΚΟ το 1977».
Το ίδιο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το σημείωμα του Γιώργου Ρούσση, Γραμματέα της ΚΟΒ Λάρυμνας – Μαρτίνου και εργάτη στη ΛΑΡΚΟ από το 1967 έως το 2004, ο οποίος κάνει μια σύντομη ιστορική αναδρομή στην εξορυκτική δραστηριότητα στην περιοχή, στη ΛΑΡΚΟ και στους αγώνες που αναπτύχθηκαν.
«Κανένας αγώνας δεν πήγε χαμένος, όλοι έχουν την αξία τους», σημειώνει ο Γ. Ρούσσης και συνεχίζει: «Ωστόσο βγαίνει και ένα ακόμη συμπέρασμα από όλα αυτά. Οταν οι εργάτες εμπιστεύονται τα ταξικά αγωνιστικά συνδικάτα, όταν αφουγκράζονται το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ, κανένας αγώνας τους δεν χάνεται, ακόμη κι αν αυτός ο αγώνας μπορεί να μην έχει άμεσα θετικά αποτελέσματα».